Βιβλίο: «Οδεύοντας προς την αιτία»
Συγγραφέας: Ο εκ Ναυπλίου ορμώμενος οφθαλμίατρος Θέμος Γκουλιώνης (εκδ. «Αρμός», Αθήνα 2015, σελ. 250).
Πρόκειται για το τέταρτο, κατά σειράν, έργο του γιατρού, ο οποίος ξεπερνά τα αυστηρά ιατρικά πλαίσια και κινούμενος από εσώτερες δυνάμεις αναζήτησης και προβληματισμού προσπαθεί να προσεγγίσει, ν’ ανακαλύψει, να ερμηνεύσει και να αναδείξει ένα φάσμα θεμάτων που αρχίζουν από τον αθλητισμό, περνούν από τα πολιτεύματα και καταλήγουν στην απομυθοποίηση της δημοκρατίας. Τούτα τα τελευταία συμπεράσματά του αναπτύσσονται στα προηγούμενα έργα του: «Δημοκρατία. Αυτή η άγνωστη» (εκδ. «Αρμός» 2012 και «Στριπτίζ» (εκδ. «Αρμός», 2013).
Αμφισβητίας σφοδρός της δομής και της λειτουργίας των σημερινών θεσμικών αρθρώσεων του δημοκρατικού πολιτεύματος, επανέρχεται στο θέμα σημειώνοντας, στο έργο αυτό ότι: «Έχουμε μια νεκρή δημοκρατία και απ’ όλους ξεχασμένη».
Η πρωτοτυπία της αναζήτησης της αιτίας αυτού του γεγονότος έγκειται στο ότι το υλικό του και η επιχειρηματολογία του σ. στηρίζεται σε έργα μιας δεκαπεντάδας ποιητών από τον εθνικό μας βάρδο Κωστή Παλαμά, περνά από το Σολωμό και τον Ελύτη και καταλήγουν στον Σικελιανό και τον Βαρνάλη. Την απομυθοποίηση των πολιτικών και τη μεγάλη τους υποκρισία αναδεικνύει ο σ. με την παράθεση της ψεύτικης εικόνας τους, γράφοντας ότι εξακολουθούν να μιλούν δημοσίως και με «χωρίς ίχνος ντροπής αλλά και φόβου, τιμωρίας, για ό,τι έχουν προκαλέσει» (σελ. 15), αμφισβητώντας ότι «οι δια ψήφου εκλεγμένοι θεωρούνται a priori «πατριώτες» (σελ. 17).
Ο σ. για να δώσει το ακριβές εννοιολογικό περιεχόμενο της δημοκρατίας, γυρίζει πίσω στην αρχαιοελληνική γραμματεία πατώντας στον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και πλείστους άλλους συγγραφείς και ποιητές αλλά και στον σύγχρονό μας Μ. Σακελλαρίου, παρακάμπτωντας τελείως τα δύο σχετικά έργα του γράφοντος.
Σ’ αυτό το σημείο θεωρώ σκόπιμη τούτη τη γενικότερη παρατήρηση: Όλοι, σχεδόν, οι «ανώνυμοι» συγγραφείς – με την έννοια ότι δεν είναι πολύ γνωστοί στο ευρύτερο κοινό – προτιμούν να παραπέμπουν σε πολύ γνωστά ονόματα. Νομίζοντας ότι έτσι δίνουν μεγαλύτερο κύρος στο έργο τους. Είναι αυτό που ο γράφων ονομάζει γοητεία της επωνυμίας.
Έτσι, λοιπόν, και ο φίλος ο Θέμος αποφεύγει συστηματικά ν’ αναφερθεί στους «ανώνυμους» φίλους του, τον γράφοντα και τον ιστορικό Αντωνάκο, από τους οποίους θα μπορούσε ν’ αντλήσει ένα πλούσιο ανάλογο υλικό, και σ’ ό,τι αφορά τη γλώσσα ο δεύτερος έχει καταθέσει ένα τεράστιο ιστορικό και επιστημονικό έργο. Το ίδιο κάνει και για το έργο του «ανώνυμου» σ. Χρ. Κωνσταντόνπουλου, που κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση.
Πρέπει να το σημειώσω: Ο γράφων παρουσιάζει τα έργα των «ανώνυμων» αλλά αυτοί προτιμούν να τον… αγνοούν, αλλά ο γράφων έχει το… κουσούρι να τους μνημονεύει επιστημονικά.
Αυτοί εξακολουθούν να κινούνται στη γοητεία των… τρανταχτών ονομάτων, έστω κι’ αν για την θεμελίωση του έργου τους θα ήταν πιο αποτελεσματική η αναφορά στους «ανώνύμους» που θάβει το σύστημα με τη γνωστή μέθοδο της συνωμοσίας της σιωπής.
Φίλε Θέμο – όπως και οι άλλοι – καιρός να διορθώσετε το λάθος σας.
Μη βάζετε κι’ εσείς ταφόπλακα στην κίνηση των ιδεών.
Κλείνω την παρένθεση για να παρακολουθήσουμε την αναδίπλωση των σκέψεων του…, ο οποίος ψάχνει την αιτία της σημερινής μας κακοδαιμονίας και σ’ αυτή την αναζήτηση μας γυρίζει πίσω, στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και στον Αριστοτέλη, γράφοντας: «Από πολύ παλιά στο χώρο του Ελληνικού πολιτισμού, αναδύεται η αγωνία της αναζήτησης της μεθόδου πολλαπλασιασμού των ενάρετων ανθρώπων ως μόνης λύσεως για τη συγκρότηση αξιοπρεπούς κοινωνικής οργάνωσης» (σελ. 47), προσθέτοντας ότι η «αρετή μεταφέρεται στους νέους με τον αθλητισμό» (σελ. 50), τον οποίο συνδέει με την «παιδεία που περιείχε αθλητισμό», τον οποίο διακρίνει «από τα παιχνίδια» (53).
Εδώ σταματώ, γιατί μπροστά μας ανοίγει ένα χάος διάφορων και αντίθετων σκέψεων τόσο για τοπεριεχόμενο και την αποστολή της παιδείας όσο και για τον αθλητισμό.
Περιορίζομαι μόνο στον κύκλο των φίλων: Ως προς την Παιδεία, π.χ. είναι εντελώς άλλο το περιεχόμενο και η αποστολή της κατά τον Χρ. Κωνσταντόπουλο, που την θέλει παιδεία να φτιάχνει δυνατούς άντρες πατριώτες και άλλη κατά τον Αν. Αντωνάκο που την διακρίνει σε εκπαίδευση και παιδεία, (αναδεικνύοντας την αποστολή της ως προς την σωστή διδασκαλία και χρήση της γλώσσας (Παραπέμπω για το θέμα στο έργο του πρώτου: «Έξοδος από το αδιέξοδο» (εκδ. «Πελασγός» - Γιαννάκενας – Αθήνα 2012) και του δεύτερου μόνο ετούτα από τα δεκάδες – «Γλώσσα ποι πορεύει» (εκδ. «Κάδμος», Θεσσαλονίκη 2007, όπου και πίνακας της εργογραφίας του και «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί γλώσσης», εκδ. «Νέα Θέσις», Αθήνα 2002). Ως προς την παιδεία, υπενθυμίζω ότι από την εποχή του Πλάτωνος έως σήμερα, γίνονται συζητήσεις και προβάλλονται προγράμματα και προτάσεις, που διαρκώς μεταβάλλονται, εν μέσω αντιθέσεων.
Ερχόμενος στο δεύτερο θέμα του αθλητισμού, τον οποίο ο σ. θεωρεί ως ιμάντα της μεταφοράς της αρετής, επισημαίνω τη ριζική μου διαφωνία, γιατί εδώ και ένα τέταρτο, σχεδόν, του αιώνος, θεωρώ τον λεγόμενο αθλητισμό και ιδιαιτέρως τον πρωταθλητισμό ως εστία διαφθοράς και κοινωνικής και πολιτικής χλωροφορμίασης των νέων (βλ. π.χ. το άρθρο μου: «Ολυμπιακοί Αγώνες: Ένα διεθνοποιημένο ψεύδος», στα «Πολιτικά Θέματα», της 21-2-1992).
Αν πιο πέρα, προχωρήσω στην κριτική μου για την διάπλαση του ενάρετου ανθρώπου θα έλεγα ότι ο συγγραφέας ταυτίζει εσφαλμένως τον άνθρωπο με τον πολίτη – που αποτελεί και το θεμέλιο των πολιτευμάτων – γιατί άλλο είναι ο άνθρωπος που γεννιέται ως άνθρωπος και εντελώς άλλο είναι ο ΠΟΛΙΤΗΣ, που σμιλεύεται και σφυρηλατείται, που γίνεται. Με τον πολίτη και τα εννοιολογικά του στοιχεία ασχολήθηκα χρόνια και χρόνια χαμένα, καταλήγοντας στην άποψη ότι η Ελλάδα – κατά κανόνα –έχει κοπρίτες και όχι πολίτες (βλ. τη σειρά των άρθρων μου στα «Πολιτικά Θέματα» υπό τον γενικό τίτλο: «Η Ελλάδα χωρίς πολίτες», από 15 Μαΐου έως και 26 Ιουνίου 1992).
Αν αναλύσω εδώ το γιατί και πως θα χρειαζόταν ένας τόμος.
Καταλήγω – για να μην γράψω άλλο τόμο – με τους ανθρώπινους χαρακτήρες που φιλοτεχνεί ο σ. με τον «ανεξίκακο», τον «μίσθαρνο» και τα «τέρατα» (σελ. 59-70), όπου και ο λόγος του για την «ανθρώπινη φύση» και μάλιστα την «υπεράνω» αυτής, όπως τη χαρακτηρίζει ο Αριστοτέλης, η οποία συνίσταται στο «να μην κληροδοτήσεις την εξουσία στα παιδιά σου».
Η αριστοτελική αυτή άποψη κινείται στο χώρο της κοινωνικής ουτοπίας, γιατί στη ζωή συμβαίνει εντελώς το αντίθετο (βλ. π.χ. το έργο μου: «Αρχαία και Σύγχρονη Δημοκρατία. Από την Αθηναϊκή Δημοκρατία στη σύγχρονη οικογενειοκρατία και από την κληρωτή δημοκρατία στη δημοκρατία των επιγόνων» (εκδ. «Πελασγός» - Γιαννάκενας – Αθήνα 2007).
Στο έργο αυτό αναδεικνύεται το χυδαίο πολιτικό γεγονός ότι στην Ελλάδα η εξουσία μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά για περισσότερο από έναν αιώνα, με κλασσικό παράδειγμα τις 3 οικογένειες!
Αυτή είναι η ουσία και αυτή είναι η πρακτική στην κοινωνική ζωή, που είναι η μόνη αληθινή, γιατί όπως έλεγε και ο Γερμανός διανοητής Γκαίτε, στον περίφημο «Φάουστ»: «Ξερή, αδελφέ, είναι η θεωρία και χλωρό το χρυσό δένδρο μόνο της ζωής» (βλ. «Φάουστ», εκδ. «γράμματα», Αθήνα 1991, σελ. 70).
Έχω τη γνώμη ότι στην Ελλάδα, από τότε που γίναμε «κράτος», πρωταγωνιστούν η διαφθορά και η οικογενειοκρατία, αμφότερες γένους θηλυκού.
Γιατρέ, γνωρίζω την αγωνία σου για να βρεις μια διέξοδο από το σημερινό κατάντημα της πατρίδας, αλλά αυτή δεν φαίνεται στον ορίζοντα και με την ανάδειξη των χαρακτήρων που επιχειρείς, γιατί ο άνθρωπος διαμόρφωσης του χαρακτήρα του, είναι μια πολύπλοκη φυσιολογική και κοινωνικο-πολιτική διαδικασία, στην οποία δεσπόζει το «Εγώ», το συμφέρον το ατομικό και κουβαλά ένα φορτίο, το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με το γενικό συμφέρον, το συμφέρον της πατρίδας. Ξεκινώντας απ’ αυτή τη διαπίστωση έγραψα την «Κομμουνιστική Ουτοπία. Διαλεκτικές και φυσιολογικές αντιφάσεις της κοσμοθεωρίας του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού» (β’ εκδ. από «Πελασγός» - Γιαννάκενα – Αθήνα 2013).
Την πολυπλοκότητα αυτών των θεμάτων αναπτύσσω στα κεφάλαια: «Η φύση του ανθρώπου και τα τρωτά χαρακτηριστικά του – Η φύση του ανθρώπου μέσα από τα κείμενα – τα πάθη, η ιδιοτέλεια, ο φυσικός και κοινωνικός νόμος και το καθήκον της αυτοσυντήρησης αποκλείουν τη μαρξική θεωρία της ισότητας – Η ανθρώπινη ηθική και ο κομμουνισμός – Η ανθρώπινη φύση διαχρονικά με το «Εγώ» να δεσπόζει – τα ένστικτα και η φύση του ανθρώπου – Η διάκριση, η αναγνώριση και η φιλοδοξία ως ανασχετικοί παράγοντες του κομμουνισμού – τα ένστικτα και η φύση του ανθρώπου – Η σχετικότητα της ευτυχίας, της ηδονής και του ωφελιμισμού ως μεταβλητοί παράγοντες της κομμουνιστικής κοινωνίας – τα πάθη της ψυχής κατά τον Ντεκάρτ – Η ψυχή, ο ηδονισμός και η ευτυχία κατά τον Μαρκούζε – Η φυσική και κοινωνική ανισότητα των ανθρώπων κ.λπ.» (σελ. 91-205).
Αν φίλε Θέμο, είχες υπόψη σου και αυτά τα ζητήματα – που έπρεπε να τα έχεις – ίσως θα διαπραγματευόσουν το θέμα σου με άλλο πρίσμα.
Εκείνο το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε είναι τούτο: Να αποσπούμε τον άνθρωπο από τη ζωή και το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον και να τον τοποθετούμε στο κάδρο της ψυχολογίας και της παιδείας, που διαμορφώνονται – σε μεγάλο βαθμό – μέσα στην κοινωνία και μαζί με την κοινωνία, όπου και πυργώνεται η ανθρώπινη συνείδηση.
Απ’ αυτή την άποψη είχε δίκαιο ο Μαρξ, που είχε καταλήξει σε τούτο το συμπέρασμα: «Το τι είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους αλλά, αντίθετα, το κοινωνικό τους ΕΙΝΑΙ καθορίζει τη συνείδησή τους» (Ανάλυση αυτού του θεμελιώδους κοινωνιολογικού «νόμου» βλ. στο πιο πάνω έργο μου σελ. 45 επ.).
Πρόκειται για ένα γεγονός, το οποίο καθημερινά και κατά κανόνα εκτυλίσσεται μπροστά μας. Το βλέπουμε στη συμπεριφορά των πολιτικάντηδων.
Για όλους αυτούς και χίλιους άλλους λόγους, κατέληξα στο συμπέρασμα: «Η κομμουνιστική κοινωνία δεν μπορεί να οικοδομηθεί, γιατί ο κύριος αντίπαλός της είναι αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος».
Εν κατακλείδι, ο Γκουλιώνης γυρίζει πίσω στην αξιοπρέπεια των Σπαρτιατών, που τα έδιναν όλα για την πατρίδα (σελ. 243).
Καμμία απολύτως σχέση με τους σημερινούς Έλληνες οι οποίοι την απεμπόλησαν στους πολιτικάντηδες και αυτοί, με τη σειρά τους, στους ξένους τοκογλύφους.
Όταν περιμένεις να φας στα δημοτικά καζάνια και στα συσσίτια των εκκλησιών δεν μπορεί να αισθάνεσαιαξιοπρεπής. Η «αξιοπρέπεια του ανθρώπου ισούται με το μεγαλείο των θεών», έλεγε ο Γκαίτε. Θέμο, γίναμε μικροί – μας έκαναν μικρούς – πολύ μικρούς – και μάλλον πολιτικούς Αυστραλοπίθηκος και όχι ΠΟΛΙΤΕΣ. Για να το πω πιο κομψά και… επιστημονικά: Μας μετάλλαξαν και μας μετέτρεψαν σε δοχείο για ξένο περιεχόμενο (βλ. το κείμενό μου: «Η μετάλλαξη των Ελλήνων και ο επερχόμενος εθνικός αφανισμός», στα «Πολιτικά ΘέματỨ, της 7-12-2003).
Ήταν τότε, που οι πάντες σχεδόν, έτρεχαν πίσω από τους σάπιους πολιτικάντηδες για να γλείψουν κι αυτοί κάτι.
Πρόκειται για μια τεράστια ευθύνη του φαύλου λαού, την οποία ανέδειξα σε πάμπολα κείμενα, τα οποία φυσικά συνάντησαν την πλήρη αδιαφορία των «καπάτσων» Ελλήνων (βλ. π.χ. «Η ατομική και πολιτική ευθύνη στην οικοδόμηση της εξουσίας», στα «Πολιτικά Θέματα» (Π.Θ.) της 11-9-1992) – «Η διαλεκτική της διαφθοράς μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας» (στα Π.Θ. της 21-5-1993) – «Ο δωσίλογος λαός», στα «Π.Θ.», της 18-6-1993 κ.λπ.).
Αυτή η αδιαφορία δεν είναι ζήτημα ούτε παιδείας, ούτε αγωγής, ούτε άγνοιας. Είναι μια στάση συνειδητή στο όνομα της εξυπηρέτησης του ατομικού συμφερόντος, το οποίο διέπει τη συμπεριφορά του ανθρώπουόπως αυτό το φυσιολογικό γεγονός το τόνιζε και ο Αριστοτέλης γράφοντας: «Έκαστος άνθρωπος επιθυμεί τα αγαθά προς χάριν του εαυτού του» και ότι «κάθε άνθρωπος επιθυμεί να διάγει τη ζωή του έχοντας ως σύντροφον τον εαυτόν του».
Τούτων δοθέντων, ο άνθρωπος και δη ο Έλλην άνθρωπος, συντάσσεται με τη δύναμη και τους φαύλους τους οποίους τιμά και δοξάζει, όπως έγραφε και ο Πλάτων στην «Πολιτεία» (Βιβλίον Ζ’).
Τρανή απόδειξη τα σαράντα ετούτα χρόνια της μεταπολίτευσης στα οποία το 80-90% των ψηφοφόρων ψήφιζαν και στήριζαν φανατικά τα δύο «μεγάλα» σάπια κόμματα.
Όχι, φυσικά για έλλειψη παιδείας και κακής ενημέρωσης αλλά γιατί ως οπαδοί της κοπριτοκρατίας, έκαναν αυτό που καυτηρίαζε ο Γ. Σούρης ήδη από το 1880 απευθυνόμενος στους ψηφοφόρους:
«Πουλούσατε την ψήφο σας αντί του αργυρίου, σαν πρόστυχοι ντελάληδες του Αναβρυτηρίου».
Πρόκειται για το σύστημα, το πανταχόθεν ομολογούμενον, της κομματικής πελατείας, το οποίο οδήγησεείκοσι χιλιάδες ψηφοφόρους να είναι ταυτόχρονα γραμμένοι ως κομματικά μέλη στο ΠΑΣΟΚ και στη Νέα Δημοκρατία (βλ. «Η Καθημερινή» της 21-1-1998). Πρόκειται για το εκφυλισμένο πελατειακό – κομματικό σύστημα, το οποίο φόρτωσε στη χρεωκοπημένη Ελλάδα 1.000.000 δημόσιους υπαλλήλους – ψηφοφόρουςΗρακλείς της διαφθοράς (βλ. τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το Φεβρουάριο του 2007, η οποία είχε ως τίτλος «Η Ελλάς παραμένει η χώρα των δημοσίων υπαλλήλων»)(Εφ. Εστία της 22-3-2007). Το να δικαιολογούμε τη σαπίλα μας και να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στη βοώσα πραγματικότητα δεν προσφέρουμε τίποτα θετικό προς την κατεύθυνση της ανακάλυψης των αιτιών της κακοδαιμονίας μας. Η ωραιοποίηση του λαού κάνει ζημιά.
Πρόκειται για συμπεριφορές, που ανάγονται στο χαρακτήρα της φυλής μας και δεν είναι ένα φαινόμενο το οποίο εμφανίστηκε ξαφνικά όπως βγαίνει η σφαίρα από την κάννη του όπλου. Αυτή η διάγνωση είναιαντιδιαλεκτική (βλ. Μ.Μ.Ρόζενταλ: «Αρχές Διαλεκτικής Λογικής», εκδ. «Γκαγκάριν», Αθήνα 1962, σελ. 63 όπου διδάσκεται ότι η γνώση και η κοινωνία έχουν ιστορικό περιεχόμενο).
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο διαπιστώνουμε ότι η διαφθορά των Ελλήνων πολιτικών έχει τις ρίζες της στηνΑθηναϊκή Δημοκρατία της περιόδου του Δημοσθένους, ο οποίος εξαπέλυε μύδρους κατά τωνδιεφθαρμένων πολιτικών, λέγοντας και τούτα στον Γ’ Ολυνθιακό: «Γυρίστε λοιπόν να δείτε τους πολιτικούς που ασχολούνται με τις δημόσιες κατασκευές (σοβατίσματα και βρύσες) απ’ αυτούς άλλοι, από φτωχοί έχουν γίνει πλούσιοι, άλλοι από άσημοι σημαίνοντα πρόσωπα και μερικοί μάλιστα έχουν χτίσει ιδιωτικές κατοικίες, πολυτελέστερες και από τα δημόσια κτίρια, και όσο έχει ελαττωθεί ο πλούτος της πόλης, τόσο ο δικός τους έχει αυξηθεί» (βλ. το έργο μου: «Ο Δημοσθένης και η διαχρονικότητα των λόγων του», εκδ. «Κάδμος», Θεσ/νικη 2007, σελ. 129-130).
Αυτές ήταν οι διαπιστώσεις του μεγαλύτερου ρήτορος της ανθρωπότητας, όπως τον χαρακτήρισε ο αείμνηστος πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιος Βλάχος. Θα νόμιζε κανείς ότι αυτά τα έλεγε ο Δημοσθένης για τους σημερινούς πολιτικάντηδες, οι οποίοι βέβαια δεν μου φτιάχνουν σοβατίσματα αλλά παραγγέλλουν οπλικά συστήματα, γερμένα υποβρύχια και αεροπλάνα και έχουν αλισβερίσι με τη «Ζήμενς». Οι σημερινοί μάλιστα είναι απείρως περισσότερο σπουδαγμένοι, ως κάτοχοι doctora και ως καθηγητάδες και παίζουν τις εξωχώριες εταιρείες στα δάκτυλά τους και γνωρίζουν άριστα να μετακινούν τους λογαριασμούς της αμαρτίας στις τράπεζες του κόσμου (βλ. το άρθρο μου: «Οι λογαριασμοί της αμαρτίας και τα καθήκοντα των πιστών», στα «Πολιτικά Θέματα», της 8-5-2001).
Όσο πιο διεφθαρμένοι οι πολιτικάντηδες τόσο περισσότερο τους στήριζε φανατικά ο σάπιος λαός γιατί κι’ αυτός έτρωγε τα αποφάγια τους.
Ξεκινώντας απ’ αυτή την οδυνηρή διαπίστωση οδηγήθηκα σε τούτα τα… αντεθνικά κείμενα: «Εισαγωγή λαού», στα «Π.Θ.» της 9-1-2004, όπου οι Έλληνες καταγράφονται ως πρωταθλητές της διαφθοράς, και «Αυτόν τον σάπιο «λαό» ποιος θα τον αγοράσει;», στα «Πολιτικά Θέματα», της 3-10-2003). Σε μια εξαετία μας αγόρασαν οι δανειστές χωρίς διάκριση. Κοπρίτες και έντιμοι όλοι στο παζάρι. Αυτό δεν ήταν απότοκο ούτε της παιδείας ούτε της υψηλής ψυχολογίας. Υπήρξε προϊόν της φαυλότητας και της διαφθοράς κυβερνητών και ψηφοφόρων και του χαρακτήρος της πλειοψηφίας του λαού.
Πρόκειται για το χαρακτήρα – που σημαίνει χάραγμα, όπως μια επιγραφή σκαλισμένη στο μάρμαρο –ο οποίος δεν αλλάζει εύκολα, όπως το επισήμανε ήδη ο Θουκυδίδης, γράφοντας: «Η ανθρώπινη φύσις παραμένει η ίδια» (Βιβλίον Γ’ 82).
Παρασύρθηκα και έγραψα πολλά και μάλιστα περισσότερα γενικά παρά για την πορεία των αιτίων του φίλου Γκουλιώνη, που καλώς κάνει και αναζητά τα αίτια, για τα οποία όμως δεν υπάρχει απάντηση και δεν υπάρχει απάντηση γιατί, όπως έλεγε και ο Γκαίτε: «Ήρθαμε εδώ κάτω στη γη για να θέσουμε νέα προβλήματα και όχι να λύσουμε προβλήματα».
Όσο για το πεπρωμένο των Ελλήνων αυτό θα κινείται – όπως πάντα – ανάμεσα στην κατάπτωση και στο μεγαλείο. Στο ναδίρ και στο ζενίθ της δημιουργίας. Τώρα – και για πολλά χρόνια – θα βιώνουμε στην κατάπτωση και στο ναδίρ.
Ερρώσο Θέμο και να σου θυμίσω ότι από το όμορφο Ναύπλιο, που υπήρξε και η Πρώτη πρωτεύουσα του αρτισυστάτου ελληνικού κράτους, στις 10 Ιανουαρίου του 1834, εκδόθηκε ο υπ’ αριθ. 5 νόμος «περί συστάσεως των Δήμων», ο οποίος ήταν γραμμένος και στη γερμανική γλώσσα – όπως τώρα τα μνημόνια – και έφερε και την υπογραφή της τριμελούς αντιβασιλείας του Όθωνος.
Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα ήταν «κράτος» περιορισμένης κυριαρχίας, και έκτοτε αυτό ισχύει έως σήμεραόπου τα πράγματα έγιναν πολύ δυσμενέστερα, δεδομένου ότι οι δανειστές υπαγορεύουν το περιεχόμενο των νόμων και η «Βουλή» περιορίζεται στο μεταφραστικό έργο!
Πρόκειται για ένα γεγονός το οποίο βιώνουν οι Έλληνες βουλευτές αυτών των χρόνων, οι οποίοι ωστόσο εξακολουθούν να παριστάνουν τον βουλευτή ανασκολοπίζοντας οι ίδιοι τη συνείδησή τους, την οποία – υποτίθεται – περιφρουρεί το άρθρο 60 του Συντάγματος! Μάλιστα, η επί του προκειμένου εθνική αθλιότητα, είναι τόσο κραυγαλέα ώστε η τ. Πρόεδρος της «Βουλής» να ομολογήσει τούτο το αδιανόητο αλλάαληθινό: «Δεν μας απομένει τίποτα άλλο πια από το να παραδώσουμε τη σφραγίδα της στις Βρυξέλλες».
Αμφιβάλλω αν ετούτο το εκφυλισμένο πολιτικό σύστημα και τούτος ο φαύλος και γονατισμένος λαόςκατάλαβαν τι σημαίνουν αυτά τα λόγια. Σημαίνουν ότι: Δεν έχουμε πια κράτος ελληνικό, αλλά μας μετέτρεψαν σε διοικητική επαρχία των Βρυξελλών! Αυτό είναι το πιο ολέθριο γεγονός, στην πραγμάτωση του οποίου συνετέλεσαν τόσο οι πολιτικάντηδες της Ελλάδας όσον και ο «κυρίαρχος» λαός που τους δοξάζει σαράντα χρόνια. Όμως, όπως διδάσκει η ιστορία, η Εθνική Ανεξαρτησία κατακτάται κυρίως με τη βία «η οποία είναι η μαμμή της ιστορίας», όπως έγραφε και ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» (Αναφέρεται από τον Π. Κονδύλη: «Η θεωρία του πολέμου», εκδ. γ’ «Θεμέλιο», Αθήνα 1999, σελ. 193). Το ελληνικό Σύνταγμα, όχι μόνο μας επιτρέπει αλλά και μας υποχρεώνει να το κάνουμε ως πατριώτες με βάση τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 120.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα που πνέει τα λοίσθια γράφουμε πολλοί και σχολιάζουμε πολύ, αυταπατώμενοι ότι έτσι επιτελούμε το πατριωτικό μας χρέος.
Ένας φοβισμένος λαός που αρνείται να πράξει.
Γιατί; Ποιος θα βρει το αίτιο σ’ αυτό το τραγικό και θεμελιώδες ερώτημα;
Ποιος θα βρει το μεγάλο αίτιο για το πώς φθάσαμε στην εκούσια δουλεία;
Ποιος και πως θα δικάσει τους πολιτικούς ταγούς, οι οποίοι δεν προειδοποίησαν τους ψηφοφόρους τους όταν «ανεπαισθήτως οι μάστοροι» του εξωτερικού τους έκλειναν μέσα σε υψηλά τείχη;
ΣΗΜ. Το κείμενο γράφτηκε πριν από τις εκλογές
Αθήνα 24/09/2015
Πολιτικές Υποθήκες
Α. Άϊνστάϊν: «Δεν πρέπει η ατομικότητα να καταστραφεί και να γίνει το άτομο ένα απλό όργανο της κοινωνίας, κάτι σαν μέλισσα ή σαν μυρμήγκι»
Ο ίδιος: «Μια κοινωνία από τυποποιημένα άτομα χωρίς προσωπική πρωτοτυπία και προσωπικές επιδιώξεις θα ήταν μια φτωχή κοινωνία χωρίς δυνατότητες ανάπτυξης»
Σ. Μιλλ: «Όσο πιο ανεπτυγμένη είναι η ατομικότητα του ανθρώπου, τόσο πιο πολύτιμο γίνεται το άτομο για τον εαυτό του και συνεπώς και για τους άλλους»
Ο ίδιος: «Η γενική τάση των πραγμάτων σε όλο τον κόσμο είναι να καταστεί η μετριότητα κυρίαρχη δύναμη»
Γρ. Φαράκος: «Στη Σοβιετική Ένωση καλλιεργήθηκε η φαιά ομοιομορφία της αδράνειας»
Φ. Νίτσε: «Διαφθείρει κανείς έναν νέο κατά τον πιο ασφαλή τρόπο αν τον μαθαίνει να εκτιμά όσους σκέπτονται όμοια με αυτόν, περισσότερο από όσο εκείνους που σκέπτονται διαφορετικά»
(Αναφέρονται στο έργο μου: «Η Κομμουνιστική Ουτοπία» οπ.π.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου