Άγνωστα
διηγήματα του Τσέχωφ επί σκηνής
Από την Ηρώ
Μητρούτσικου
Στην μικρή σκηνή του Φεστιβάλ παρουσιάστηκαν αυτούσια διηγήματα του
Τσέχωφ (τα οποία, ακόμα, είναι σύγχρονα), σε μια απλή και χειροποίητη παράσταση,
με τέσσερις ηθοποιούς!
Τσέχωφ
Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ (1860-1904) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους
συγγραφείς στην ιστορία. Ήταν γιατρός εν ενεργεία (γι΄αυτό και σε κάθε έργο του
υπάρχει μέσα κι ένας γιατρός…), αλλά παράλληλα έγραψε 14 θεατρικά έργα και
πολλά περισσότερα διηγήματα! Σ’ αυτά είναι πιο εμφανές το υπόγειο και λεπτό του
χιούμορ, οι κωμικοτραγικές καταστάσεις που ζουν οι ήρωές του, τα αδιέξοδά τους,
και εκεί καταλαβαίνεις τον λόγο που ο Τσέχωφ υποστήριζε ότι τα θεατρικά του
ήταν κωμωδίες και όχι δράματα, όπως συνήθιζαν -από τότε και μέχρι πολύ πρόσφατα-
να τα ανεβάζουν!
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος (ένας άνθρωπος που έχει δουλέψει στο πλευρό
του Λ.Βογιατζή και του Τ.Μπαντή) αποφάσισε να πάρει κάποια από τα λιγότερο
γνωστά διηγήματα του Τσέχωφ και να τα
ανεβάσει στην σκηνή, ως μια παράσταση-πραγματεία για την
αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν και να συμφιλιωθούν με τη μόνη βεβαιότητα:
τον θάνατο. Η σύνθεση των διηγημάτων που προτείνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (σε
μετάφραση Γ.Δεπάστα), αποτελεί ένα ψηφιδωτό προσώπων, που αναζητούν εναγωνίως
το νόημα της ζωής τους· αυτή την κωμικοτραγική προσπάθεια που κάνουμε όλοι για να δικαιώσουμε την
ύπαρξή μας και να αποφύγουμε τον θάνατο. Έτσι προέκυψε και ο τίτλος
«Διασκεδαστικές Ιστορίες Περί Θνητότητας». Πέρα από αυτόν τον, πάντα επίκαιρο,
κοινό άξονα, σε αυτά τα διηγήματα διακρίνουμε κι άλλα επίκαιρα θέματα, παρ΄ότι
έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από την συγγραφή τους (το δημόσιο σύστημα μιας χώρας, οι φόβοι των
ανθρώπων, οι υπαρξιακές αναζητήσεις, οι ανομολόγητοι έρωτες, η ανάγκη για τα
προς το ζειν ή για μια θέση στο δημόσιο).
Απ’ ότι
φαίνεται δεν έχουν αλλάξει και πολλά από την εποχή του Τσέχωφ και ίσως γι αυτό
ο Μόσχος σκέφτηκε να την ανεβάσει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μάλιστα έκανε πρεμιέρα
τρεις μέρες μετά τη συμπλήρωση των 110 χρόνων από τον θάνατο του συγγραφέα
(15/7/1904)!
Στη σκηνή κυριαρχεί ένα χωμάτινο υπερυψωμένο μονοπάτι (σαν πασαρέλα)
που καταλήγει σε μια γιγαντοαφίσα, η οποία απεικόνιζε τη συνέχεια του
μονοπατιού με δέντρα εκατέρωθεν!
Οι ηθοποιοί, δύο νέοι (Μιχάλης Οικονόμου, Εύη Σαουλίδου) και δύο μεσήλικες
(Αλέξανδρος Μυλωνάς, Λ.Φωτοπούλου), κάθονται κάτω από το μονοπάτι και
ανεβαίνουν σε αυτό για να παίξουν, εναλλάσσοντας ρόλους· ο αφηγητής, συχνά,
βρίσκεται κάτω από το μονοπάτι και αφηγείται στο κοινό το διήγημα, ενώ οι
υπόλοιποι ηθοποιοί παίζουν, δρουν, συνδιαλέγονται… Το πρώτο διήγημα, με τον βιβλιοπώλη
που θέλει να φέρει τη γνώση στο χωριό, αλλά καταλήγει να μετατρέψει σιγά σιγά
το βιβλιοπωλείο του σε μπακάλικο, προκαλεί άφθονο γέλιο! Μετά, όμως, η παράσταση “έπεσε”. Τα διηγήματα δεν ήταν
τόσο σπιρτόζικα, και όσο κι αν προσπάθησε η σκηνοθεσία να τα «σηκώσει» δεν τα
κατάφερε, με εξαίρεση άλλα δύο ή τρία.
Ο μονόλογος-αφήγηση της, πάντα, εξαιρετικής Λυδίας Φωτοπούλου έριξε ακόμα
πιο πολύ την ενέργεια της παράστασης και, τελικά, δεν ήταν αυτό το πιο αισθαντικό
κομμάτι, αλλά το κομμάτι με τον ανομολόγητο έρωτα (Φωτοπούλου-Αλεξ.Μυλωνάς).
Άλλη εξαιρετική στιγμή ήταν το διήγημα με το Λαχείο, ενώ τα υπόλοιπα
κομμάτια υπήρχαν στιγμές που κούραζαν λίγο. Όπως, επίσης, κούραζαν λίγο τα “περπατήματα”
στο μονοπάτι σε κάθε αλλαγή διηγήματος!
Αν και οι τέσσερις είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί, δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι
ο Μιχάλης Οικονόμου ξεχώριζε στους υπόλοιπους, επίσης αξιόλογους, ηθοποιούς.
Βρήκα υπέροχα τα πολύχρωμα ανδρικά κουστούμια, αλλά καθόλου κομψά τα
γυναικεία (Τίνα Τζόκα). Το όμορφο φόρεμα
της Φωτοπούλου δεν την κολάκευε καθόλου και τα παπούτσια της έκαναν ακόμα χειρότερο
το σύνολο. Και οι τέσσερις ηθοποιοί φορούσαν εσπαντρίγιες (ή εσπαντρίλιες),
πράγμα που δεν μου άρεσε και θεωρώ ότι δεν ταίριαζε και με τα ρούχα τους· και
επίσης είναι το μοδάτο παπούτσι του φετινού καλοκαιριού που φοράει ο καθένας…
Μια γόβα θα έσωζε το σύνολο της Φωτοπούλου. Κοινό σημείο όλων των κουστουμιών -εκτός
από τις εσπαντρίγιες- ήταν και κάποιες χρωματιστές φούντες ραμμένες πάνω τους!
Στα ρούχα και στα σκηνικά αντικείμενα διαφαινόταν η διάθεση του παιχνιδιού
που υπήρχε και στην σκηνοθεσία, αλλά θεωρώ ότι αυτό απέτυχε στα γυναικεία κοστούμια.
Επίσης, με έχει κουράσει γενικά η χρήση μικροφώνου στην σκηνή, και θεωρώ
ότι εδώ δεν χρειαζόταν μια και οι ηθοποιοί φορούσαν και πάνω τους μικρόφωνα… Το
σκηνικό (επίσης Τίνα Τζόκα) έξυπνο, αλλά
κάτι του έλειπε, δεν ξέρω... Ίσως έφταιγε το μεγάλο βάθος της αίθουσας!
Να σημειώσω ότι είδα την
παράσταση σε γενική πρόβα, πριν την πρεμιέρα. Δεν ξέρω αν “ανέβηκε” στην
συνέχεια· έφυγα, όμως, με την αίσθηση ότι ο Μόσχος είχε καλές προθέσεις, αλλά
δεν κατάφερε να την κάνει να εκτιναχθεί, παρ’ όλους τους εξαιρετικούς
ηθοποιούς…
Υπέροχο το τελικό τραγούδι
(διδασκαλία: Ανρί Κεγκομάρ)
Ένας υπέροχος, απλός Βασιλιάς Ληρ
Από την Ηρώ
Μητρούτσικου 7.6.2014
Ο Δημήτρης Παπαγιάννης, ένας ηθοποιός που συνεργαστεί με
τον Κατράκη, την Καρέζη, τον Βολανάκη, τη Βουγιουκλάκη, τον Λογοθετίδη, τον
Χορν, την Λαμπέτη, που έχουμε θαυμάσει στον κινηματογράφο (με πρώτη του ταινία
το “Τζένη-Τζένη”, το 1965), αλλά και στην τηλεόραση, επιστρέφει μετά από δέκα
χρόνια στο σανίδι! Ο λόγος; Τα παιδιά του! Έχει έξι παιδιά (για τα οποία
δηλώνει με περηφάνια ότι κατάφερε να τα ζήσει μόνο από την υποκριτική του
τέχνη) και τα δύο από αυτά έχουν τελειώσει την σχολή του Εθνικού Θεάτρου και
είναι καταξιωμένοι στον χώρο! Τα τελευταία χρόνια ασχολιόταν μόνο με διδασκαλία
(υποκριτικής), όταν οι δυο γιοί του του πρότειναν να παίξει τον «Βασιλιά Ληρ»!
Ο 77χρονος Δ.Παπαγιάννης, αν και κοντά στην ηλικία του Ληρ, ποτέ δεν είχε
σκεφτεί να ενσαρκώσει αυτόν τον ρόλο, έναν από τους απαιτητικότερους ρόλους του
σαιξπηρικού ρεπερτορίου! Έχει, ωστόσο, υποδυθεί τον Ιάγο στον “Οθέλλο”, καθώς
και τον Έμπορο της Βενετίας! Υπό την προτροπή, όμως, του Νικόλα Παπαγιάννη, ο
οποίος έχει αναλάβει να παίξει τον Έντμοντ, νόθο γιο του Γκλόστερ, και τις
σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Παπαγιάννη, ο πατέρας τους ενδύθηκε τον ρόλο
του τραγικού βασιλιά, ενός ανθρώπου που είχε τα πάντα και από δικό του λάθος
έχασε τα πάντα….
Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616) έγραψε το «King
Lear» ανάμεσα στο 1604 και 1609.
Πρόκειται για τις περιπέτειες ενός βασιλιά, στο τέλος της ζωής του, από την
στιγμή που αποφασίζει να μοιράσει περιουσία και εξουσία στις τρεις κόρες του,
ανάλογα, όμως με τα λόγια τους, και όχι με την ουσία. Το αποτέλεσμα είναι να
αποκληρώσει την μικρότερη, τη λατρεμένη του κόρη, το «μόνο παιδί του που τον
αγαπά αληθινά», και στη συνέχεια, οι άλλες δύο κόρες να τον προδώσουν και τον
διώξουν. Ο Ληρ άστεγος, περιπλανιέται μόνος. Δίπλα του έχει απομείνει μόνο ο
πιστός γελωτοποιός του, ενώ οι δύο κόρες του εμπλέκονται σε πόλεμο!
Πρόκειται για
ένα πολιτικό έργο γραμμένο λυρικά στο οποίο, όμως, θίγονται και οι
διαπροσωπικές, οικογενειακές σχέσεις, η υποκρισία και η ανιδιοτελής αγάπη. Στο
τέλος, ο Ληρ, σαν φτωχός και ταπεινός άνθρωπος, βλέπει την αλήθεια, όπως ο
Οιδίποδας “είδε” όταν τυφλώθηκε… Ο Ληρ θεωρείται υποκριτικός άθλος για
κάθε ηθοποιό, δυσκολότερος ακόμα και του Άμλετ.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Παπαγιάννης είναι
υπέροχη. Απλή, λιτή, σωστή, χωρίς τίποτα το περιττό. Η πρώτη σωστή κίνηση του
σκηνοθέτη ήταν να μειώσει την διάρκεια του έργου, κόβοντας κάποια μέρη του
κειμένου. Έτσι, είδαμε μια παράσταση που δεν στερεί τίποτα στο θεατή από την
ιστορία του Ληρ, αλλά συγχρόνως δεν κουράζει. Όπως αλλάζει η κοινωνία και οι
ρυθμοί της, έτσι αλλάζει και το θέατρο. Εκατό λεπτά για μια παράσταση είναι,
λένε, ο μέσος χρόνος ανοχής του σύγχρονου θεατή! Έτσι, μένουμε στην ουσία των
λόγων (του Σαίξπηρ), κάτι που δεν έκανε ο Ληρ με τις κόρες του, όταν μοίραζε το
βασίλειό του…
Ένα γρήγορο κείμενο, όμως δεν κάνει την παράσταση καλή.
Στον “Βασιλιά Ληρ” «της οικογένειας Παπαγιάννη» δεν βρήκα τίποτα που να μην μου
αρέσει!
Εκπληκτικά κουστούμια (Βασιλική Σύρμα), σχεδόν εποχής,
απλά, αλλά και ενδεικτικά για κάθε ρόλο, ξεχωρίζουν τα τρία γυναικεία
κουστούμια, το κουστούμι του τρελού, η απλότατη κάπα του Κέντ, αλλά και του Ληρ,
που όσο προχωράει η παράσταση αφαιρείται και κάτι από το κουστούμι του, όπως οι
εξουσίες και τα δικαιώματα που του αφαιρούν σιγά σιγά οι κόρες του. Σκηνικό δεν
υπάρχει κι εδώ φαίνεται πόσο ταιριαστή επιλογή ήταν το Θέατρο της Φρυνίχου σε
αυτή την μίνιμαλ, αλλά, με μεγαλειώδες θέμα, παράσταση… Εκπληκτικοί φωτισμοί
(Μελίνα Μάσχα) με κορυφαία την στιγμή που φαίνονται -υποφωτισμένα και σκληρά-
μονάχα τα δυο πρόσωπα των κορών και τίποτα άλλο από το σώμα τους!!! Υπέροχη
μουσική που ακολουθεί τις κορυφώσεις του κειμένου (Σταύρος Γασπαράτος) και ένα
ιδανικό καστ.
Οι ηθοποιοί δεν μπαίνουν ποτέ στα παρασκήνια· όταν δεν
παίζουν στέκονται κάτω από την σκηνή και έπειτα ανεβαίνουν σε αυτή για να
πάρουν θέση και να μπουν μετά στον ρόλο. Ο
Δημήτρης Παπαγιάννης (Ληρ) και ο Χάρης Εμμανουήλ (Γκλόστερ) έμπειροι και
μετρημένοι στην υποκριτική τους, η Μαριάννα Πολυχρονίδη πιο μεστή από την Ελένη
Βλάχου (μεγάλες κόρες), γλυκιά η Ηρώ Διαμάντη (μικρότερη κόρη), καλοί οι
Νικόλας Παπαγιάννης (Έντμοντ) και Γιώργος Οικονόμου (Κεντ). Ο Σωτήρης Τσακομίδης δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας
στον ρόλο του τρελού (εκπληκτική η σκηνή έναρξης και όχι μόνο….), όπως
εκπληκτικός είναι και ο Δημήτρης Λιόλιος (Έντγκαρ) στο κομμάτι που υποδύεται κι
αυτός τον τρελό.
Μια πολύ όμορφη
παράσταση, τίμια και απλή, που δεν κουράζει και δεν προσπαθεί να πετύχει κάτι
βαρύγδουπο, μόνο και μόνο επειδή είναι Σαίξπηρ. Το εντελώς αντίθετο, δηλ, από
την παράσταση του ίδιου έργου που παίχτηκε τον χειμώνα από τον Γ.Βούρο!
Και οι δύο παραστάσεις θα επαναληφθούν με την νέα σεζόν, οπότε δείτε κι αποφασίστε…
Και οι δύο παραστάσεις θα επαναληφθούν με την νέα σεζόν, οπότε δείτε κι αποφασίστε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου