Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Στην πόλη των αντιθέσεων (Της Μαρίας Παπαδημητρίου)









Οι αφηγήσεις προσωπικών καταστάσεων καμιά φορά έχουν απήχηση και στις ζωές των άλλων... Προ ημερών βγήκα, μετά από πολύ, μα πάρα πολύ, καιρό από το σπίτι μου, (όπου είχα εγκλωβιστεί όχι λόγω κατάθλιψης, αλλά εξαιτίας της έλλειψης αντικειμενικής δυνατότητας),
προκειμένου να βρεθώ σε γνώριμο κι αγαπημένο χώρο για την ανάγνωση ενός θεατρικού έργου. Κάτι με έκανε να θυμώσω πολύ, αλλά και αν δεν είχε συμβεί αυτό, η συμμετοχή μου σε μια παράσταση στην παρούσα φάση έχω την αίσθηση ότι θα με ξεσήκωνε ακόμη και από τον τάφο! Ό,τι αντίκρυσα στη διαδρομή, με άφησε κυριολεκτικά άφωνη! Για πρώτη φορά είδα τόσο καθαρά την Αθήνα σαν μια πόλη αντιθέσεων - κάτι που είχα συναντήσει στο παρελθόν εξίσου έντονα μόνο στη Μπανγκόκ, στη Νέα Υόρκη και, λιγότερο τότε, στο Λονδίνο. 
Ήταν, βλέπετε, βράδυ... και - ναι, ξέρω - κάποιοι θα γελάσετε τώρα, σκεπτόμενοι "μα από ποιον πλανήτη έπεσε αυτό το ούφο και δεν γνωρίζει πως ο κόσμος στην Ελλάδα διασκεδάζει ξέφρενα τις νύχτες της Παρασκευής και του Σαββάτου;" Συγχωρήστε με, μα εγώ άλλη εικόνα είχα στο μυαλό μου για τον παρόντα χρόνο. Αυτή του κάδου σκουπιδιών, που είδα μετά την πανσέληνο του Αυγούστου, όπου ένας άνθρωπος και μια γάτα σκάλιζαν από κοινού για σάπια και ίσως θανατηφόρα αποφάγια, πολλαπλασιασμένη σε αμέτρητα σημεία του κλεινού άστεως, όπως και εκείνη των κλειστών καταστημάτων που, αν τα απαριθμούσες, σε ορισμένους δρόμους ήταν και είναι, υποθέτω, πλειονότητα. Εντάξει, γνώριζα ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν, σε αντίθεση με εμένα, πως συνεχίζουν να βγαίνουν από τα σπίτια τους, είτε για τη δουλειά τους είτε για έναν καφέ είτε για τα απαραίτητα ψώνια από το σούπερ μάρκετ. Άλλωστε, ήξερα πολλούς που έβγαιναν για να κατεβούν σε κάποιες διαδηλώσεις, άντε και σε καμιά ποιητική - επιτρέψτε μου - κατ' ευφημισμόν, πολλές φορές, βραδιά. Όμως, δεν μπορούσα να φανταστώ τόσο μποτιλιάρισμα, τέτοια ξέφρενα κορναρίσματα, τόση ζωντάνια, βρε παιδί μου! Για δες -είπα μέσα μου - κι εγώ νόμιζα ότι σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς τα ξεφαντώματα ήταν πλέον προνόμιο μιας συγκεκριμένης, όχι ευκαταφρόνητης, πιθανόν, μερίδας ανθρώπων, που δεν άγγιξε η κρίση. Όπως και μιας ομάδας "ψώνιων" που με τις κιτς κραιπάλες τους ασελγούσαν όλο το καλοκαίρι στο όμορφο τοπίο της Μυκόνου. Ανάμεικτο το συναίσθημα, όπως καταλαβαίνετε. Από τη μια το ξάφνιασμα και η χαρά της διαπίστωσης ότι... υπάρχει ζωή, από την άλλη η πικρή σκέψη πως, αφού τόσος κόσμος το γλεντάει έτσι, περισσότερο και από ό,τι σε άλλες εποχές, ποιος ξέρει τι θα διέπραττε (ξανά) προ της κάλπης...; Με μια δόση μελαγχολίας και όχι ζήλειας, ειλικρινά, στη θύμηση ότι κάποτε ζούσα κι εγώ... (Όχι έτσι, βέβαια, καθώς ποτέ δεν έβγαινα έξω βράδυ Σαββάτου και μάλιστα, είχα τόσο πολύ βαρεθεί τις μαζικές εξόδους για ποτό, εδώ και δυο δεκαετίες περίπου, που προτιμούσα και πιο εύκολα ξεσηκωνόμουν για μια πτήση στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη ή στη Φρανκφούρτη, αν επρόκειτο για ποτό ή καφέ, παρά για μια έξοδο στην πόλη. Αλλά αυτά ήταν προσωπικές ιδιορρυθμίες και τα αφήνω στην άκρη). Η κάλπη, φίλοι μου, η κάλπη... Αυτό με απασχολεί. Καθώς δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στον ψηφοφόρο που βρίζει σε ιδιωτικές συζητήσεις, αλλά το στρίμωγμα του είναι τόσο που του επιτρέπει ακόμα να μαρσάρει με το καλογυαλισμένο αυτοκίνητο του, προσπερνώντας προκλητικά το απλωμένο, αλλά πεσμένο στο έδαφος πια, χέρι του ρακένδυτου - κάποτε κανονικού ανθρώπου - που κείτεται στο πεζοδρόμιο. Και, φυσικά, να γεμίζει ασφυκτικά κάποιους χώρους διασκέδασης. Το τελευταίο - ομολογώ - δεν το εξερεύνησα, το πληροφορούμαι από φίλους.
Κατά την επιστροφή μου, άκουσα, άθελα μου, ολόκληρη συνομιλία από ένα iphone (σαν αυτό που είχα κι εγώ, προ διετίας). Αναφορά του shopping, που είχε διαπραχθεί (το λέω, η αθεόφοβη, λες και διαπράχθηκε κάποιο ειδεχθές έγκλημα), νωρίτερα, το μεσημέρι και κλείσιμο του ακριβούς σημείου ραντεβού, σε γνωστό στέκι, στις 12 τα μεσάνυχτα. Χαμογέλασα, έριξα μια ματιά τριγύρω, μήπως συναντήσω κανένα αγαπημένο του είδους μου (γατί εννοώ, όχι άνθρωπο), αλλά ήταν νωρίς ακόμα, η νύχτα είχε μέλλον για δίποδα και τετράποδα, τυχερά και άτυχα όντα... Ξεκλείδωσα και μπήκα στο άδειο πλέον από έπιπλα σπίτι, αφήνοντας έξω όλα όσα έζησα εκείνη τη μέρα, εκτός από την πολύτιμη αίσθηση που μου άφησε η επιστροφή στα θεατρικά δρώμενα.
Κλείνοντας, δε μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να σας πω ότι, χαμογέλασα - όχι χαιρέκακα, πιστέψτε με - και με κάτι άλλο. Με την πληροφορία που κυκλοφόρησε μέσω του ξένου τύπου, ότι σε έκθεση του, το Δ.Ν.Τ. προτείνει ως φόρο κρίσης για την Ελλάδα και άλλες 14 ευρωπαϊκές χώρες, την επιβολή έκτακτης εισφοράς 10% στις ιδιωτικές καταθέσεις. Όχι επειδή δεν είχα ποτέ καταθέσεις, γιατί ξόδευα τα πάντα σε shopping, μετακινήσεις και ελεημοσύνες, αλλά διότι σκέφτομαι πως, ελλείψει ιδεολογικών κινήτρων αγνώστου αριθμού πολιτών, η μόνη, ενδεχομένως, ελπίδα αφύπνισης τους θα ήταν ένα πλήγμα σε κάτι τόσο προσωπικό, με το οποίο αγοράζουν και ενίοτε νομίζουν ότι αγοράζουν ζωή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου