Ώστε έτσι, αδέρφια; Για 4.500 θέσεις εργασίας εργατών γης στη Μανωλάδα και τα πέριξ, εμφανίστηκαν μόνο 10 Έλληνες. Κι αυτοί την κοπάνησαν, γιατί τα βρήκαν ζόρικα!
Μάλλον όλοι στη χώρα έχουν διδακτορικό στην κβαντική φυσική, στο Human Resource Management ή είναι καλλιτέχνες. Στο νομό Ηλείας και τους όμορους δεν υπάρχουν 4.500 άνεργοι, που δεν έχουν ιδιαίτερα επιστημονικά προσόντα ή κι αν τα έχουν δεν έχουν άμεση προοπτική εργασίας; Άνθρωποι που θα μπορούσαν να βγάλουν ένα μεροκάματο, 25 – 27 Ευρώ, για έξι ώρες σκληρής δουλειάς προτιμούν να κάθονται;
Φαίνεται πως πλέον είμαστε λαός αφεντικών, άνεργων αλλά αφεντικών. Αν ήμουν άνεργος, θα μου ήταν αδιανόητο να κάθομαι, να ζω σε βάρος της σύνταξης του πατέρα μου. Οι Έλληνες όμως, λέει, δέχονται μόνο δουλειά γραφείου και, άντε, το πολύ οδηγού.
Τι έγινε; Αποκτήσαμε τόσο ευαίσθητη επιδερμίδα; Ο Μήτσος, σαν την πριγκίπισσα του παραμυθιού, νοιώθει και το μπιζέλι κάτω απ’ το στρώμα και θέλει για δουλειά μόνο κλιματιζόμενο γραφείο και κλιματιζόμενο αυτοκίνητο;
Η μετάλλαξη στην κουλτούρα εργασίας μας έγινε χρόνια τώρα. Το είδα στην Πλάκα, κάπου το 1990. Συνεργείο άνοιγε χαντάκι, στο οποίο θα πέρναγαν καλώδια. Μέσα στο χαντάκι ο ταλαίπωρος Αλβανός δούλευε τον γκασμά. Γύρω – γύρω, στον ίσκιο, με φραπεδιές κάτι δικοί μας, εργάτες του υπεργολάβου, τον κοιτούσαν φουμάροντας. Είχαν βάλει ρεφενέ από κάτι ψιλά και βάλανε τον βόρειο «ξάδερφο» να τους κάνει τη δουλειά για δυο σουβλάκια και μια μπύρα! Ανθυποεργολαβία.
Στον καιρό των διακοποδανείων, γαμοδανείων και βυζοδανείων – ω, ναι, παίρνανε δάνεια και για αισθητικάς επεμβάσεις- όταν το αεροπλανάκι του Χρηματιστηρίου πέταγε στην στρατόσφαιρα, οι Έλληνες σταδιακά αποχώρησαν ως χειρώνακτες από την οικοδομή, από την γεωργία, σχεδόν από παντού. Ακόμη και στα σουβλατζίδικα σπανίως ο Έλληνας κάθεται στις ζόρικες δουλειές, πχ ψήστης. Καλοκαίρι πάνω από τη φωτιά για ώρες; Χαλάει η επιδερμίδα. Το έχω ξαναπεί. Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας μετά «σοσιαλισμού», υπάρχει σε ένα σουβλάκι με πίτα: χοιρινό κρέας από την Ολλανδία, πίτα από ουκρανικό αλεύρι, κρεμμύδια από την Τουρκία, μαϊντανός από τ’ ανάθεμα, καλαμάκια από την Κίνα, καθ’ ότι έκλεισε προς διετίας η τελευταία ελληνική βιοτεχνία του είδους και, φυσικά, ο ψήστης αλλοδαπός. Ίσως μόνο η λαδόκολλα είναι το τελευταίο εθνικό μετερίζι.
Στην δε γεωργία, εκεί κι αν υπήρξε αλλαγή νοοτροπίας. Ξεσκέπαστο μαγαζί και μη κλιματιζόμενο, μπάζει από παντού. Κι όσο να ‘ναι, εκμηχάνιση μεν αλλά κάπου θα έχει πάντα τσάπα και χαμαλίκι. Ειδικά στην συγκομιδή, είναι δύσκολα τα κόζα. Πχ, ακόμη δεν έχουν φτιάξει ελιές, που να ‘ναι εκπαιδευμένες, να σαλτάρουν από το δέντρο και να παίρνουν μόνες τους χοροπηδώντας τον δρόμο για το λιοτρίβι. Κάθε χρόνο οι δικοί μου, αμφότεροι γύρω στα 80, μάταια ψάχνουν Έλληνες εργάτες, γιατί οι ελιές δεν μαζεύονται μόνο Σαββατοκύριακα, όταν μπορούμε εγώ κι ο αδερφός μου. Θα ψήναμε το αρνί κι ακόμη θα μαζεύαμε. Το μεροκάματο; 35 ευρώ συν φαγητό, καφέ κλπ, από τις 7:30 ως τις 15:00. Τίγκα οι καφετέριες αλλά ουδείς σχεδόν διανοείται να μαζέψει ελιές άλλου για μεροκάματο. Σταυροπόδι εν αναμονή διευθυντικής θέσης. Και πριν την κρίση και τώρα. Οπότε Αλβανοί τις μαζεύουν, γιατί δεν το θεωρούν ντροπή. Έτσι τρία άτομα από μια οικογένεια μαζεύουν, χωρίς έξοδα, 105 Ευρώ την μέρα.
Το ίδιο ισχύει για τις φράουλες και τόσα άλλα. Πότε έγινε, ποιος το κατάφερε και αυτό, από λαός δουλευταράδων να γίνουμε επαίτες των επιδοτήσεων, υπαμειβόμενοι υπάλληλοι γραφείου, στην ουρά για τον μπάρμπα απ’ την Κορώνη; Ποιος έκανε πρότυπο τον επιτήδειο και κορόϊδο τον εργατικό; Η ΠΑΣΟΚάρα στην εξουσία και το νταβαντζιλίκι της αριστεράς στον δημόσιο βίο αλλά σταματώ εδώ, μην θυμώσει πάλι ο Βενιζέλος και κρατήσει την αναπνοή του ώσπου να σκάσει.
Ποια παιδεία μεγάλωσε παιδιά, που πλέον προτιμούν να χαρτζηλικώνονται από τους γονείς τους αντί να δουλέψουν με τα χέρια τους οπουδήποτε; Ποιος έκανε «λαϊκή κατάκτηση» την αρχή της ήσσονος προσπαθείας και του σπεύδε βραδέως;
Το παλιό μοντελάκι δεν άρεσε. «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», εργατικότητα. «Οπισθοδρομικές εθνικιστικές προλήψεις». Πάρτε πλέρια, πλάτεμα και βάθεμα, και άλλα πως τα λέγανε, το πώς μπεγλεράς το προοδευτικό κομπολόϊ. Ρώταγες «τι δουλειά κάνεις;» και δεν σου έλεγε «γεωργός», η βάση του πολιτισμού, η ραχοκοκκαλιά του Έθνους, που γεωργός ήταν. Σου απαντούσε, «ε, περιμένω την προκήρυξη να μπω στο αυτό του αυτού». Athens by βύσμα.
Αυτό όμως, το παλιό μοντέλο, έβγαλε τους γονείς μου και τους γονείς σας, που δούλεψαν με τα χέρια τους. Ε, ρε κι αν δούλεψαν! Παντού, σε ότι έβρισκαν. Και μεγάλωσαν παιδιά, εγγόνια, έχτισαν σπίτια. Κυρίως όμως έχτισαν χαρακτήρες.
Η λύση; Πίσω ολοταχώς.
(Δημοσιεύεται στην “Δημοκρατία”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου