από e-mail
«Χτύπα ξύλο»
λέει ο ένας συνομιλητής στον άλλον όταν ο πρώτος μιλάει για κάτι άσχημο ή για θάνατο. Αυτή η φράση προέκυψε όταν κάποιος είπε κάτι κακό μέσα σε ένα δάσος και ο συνομιλητής του χτύπησε το δέντρο δηλαδή το ξύλο ώστε να βγει το καλό πνεύμα του δέντρου και να τους προστατεύσει από το κακό, μιας και στα παλιά χρονιά θεωρούσαν ότι τα καλά πνεύματα κατοικούν στα δέντρα.
«Θα καεί το πελεκούδι απόψε»
λέει κάποιος σε μια παρέα εννοώντας ότι θα ανάψει πολύ γρήγορα το κέφι. Το πελεκούδι είναι ένα τρίμμα ξύλου, το οποίο μόλις πεταχτεί στη φωτιά καίγεται αμέσως.
«Έφαγε χυλόπιτα» λέμε για κάποιον, ο οποίος είναι ερωτευμένος αλλά η καλή του ή ο καλός της δεν νιώθουν το ίδιο για εκείνον. Η φράση προέκυψε από ένα γιατροσόφι του Παρθένη Νενίμου το οποίο περιλάμβανε ένα χυλό από σιτάρι και μπαχαρικά ψημένο στο φούρνο και λένε ότι γιάτρευε τον καημό τους.
« Τα βρήκε μπαστούνια »
Χρησιμοποιούμε σήμερα την παροιμιώδη φράση «τα βρήκα μπαστούνια», όταν θέλουμε να πούμε ότι συναντήσαμε σοβαρά εμπόδια και δυσκολίες σε κάτι που επιχειρήσαμε να κάνουμε. Ο πολύς κόσμος, πιστεύει λανθασμένα ότι με τον όρο «μπαστούνια» εννοούνται οι φιγούρες τις τράπουλας ή τα πραγματικά μπαστούνια (μαγκούρες), κάτι όμως το οποίο δεν είναι σωστό.
Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια μονομαχία
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ’ αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια»
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος.
Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε
«Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς» λέμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος χρωστάει σε πολύ κόσμο. Η φράση προέκυψε από μια γυναίκα του Ναυπλίου, τη Μιχαλού, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια μιας ταβέρνας. Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να δίνει «βερεσέ» αλλά με κάποια προθεσμία. Αν δεν την εξοφλούσαν σ’ αυτήν την προθεσμία, η Μιχαλού στόλιζε με πολλά κοσμητικά επίθετα τους οφειλέτες της και όσοι την άκουγαν καταλάβαιναν ότι κάποιος της χρωστούσε.
«Να μένει το βύσσινο» η φράση αυτή προέκυψε σ’ ένα καφενείο γύρω στο 1900. Ένας ψηφοφόρος έχοντος κατά νου να ζητήσει μια χάρη, ένα ρουσφέτι από ένα βουλευτή, που είχε πάει εκεί θέλησε να τον κεράσει ένα γλυκό βύσσινο. Ο βουλευτής, όμως, ο οποίος ήταν ακέραιος και δεν έκανε χάρες του απάντησε με τη φράση «να μένει το βύσσινο».
«Δεν μύρισα τα νύχια μου» χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση για να δείξουμε ότι αγνοούμε εντελώς ένα θέμα για το οποίο μας ρωτάει κάποιος. Η φράση αυτή προέκυψε κατά την αρχαιότητα, όπου κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, οι πολίτες στοιχημάτιζαν για τον νικητή. Για να είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα επισκέπτονταν τα κατά τόπους μαντεία και ζητούσαν από τους μάντεις απαντήσεις. Οι μάντεις βουτούσαν το χέρι τους μέσα σε δαφνέλαιο και το έφερναν στη μύτη τους. Έπειτα έπεφταν σε καταληψία και προφήτευαν τον νικητή του αγώνα.
«Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε» λέμε για έναν άνθρωπο που έχουμε να δούμε πολύ καιρό και επιτέλους μας επισκέπτεται. Τα παλιά χρόνια, οι άνθρωποι στα χώρια μετρούσαν τα σπίτια τους ανάλογα με τους φούρνους που υπήρχαν μιας και κάθε σπίτι είχε το δικό του φούρνο. Όταν ένας νοικοκύρης πέθαινε, οι φίλοι έλεγαν ότι ο φούρνος του γκρεμίστηκε θέλοντας να τονίσουν ότι τώρα που πέθανε ο αρχηγός του σπιτιού, το σπίτι θα χανόταν.
«Του έψησε το ψάρι στα χείλη» λέμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος περνάει καθημερινά βασανιστήρια. Συνήθως αναφέρεται σ’ έναν παντρεμένο άντρα ο οποίος κακοπερνάει στο γάμο του. Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής στο Βυζάντιο, η νηστεία ήταν σημαντική για τους πιστούς. Στα μοναστήρια ήταν πολύ πιο αυστηρή. Όμως, κάποιοι καλόγεροι δεν άντεχαν και έτρωγαν κρυφά αυγά ή έπιναν γάλα. Μια μέρα, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια σε μια σπήλια κοντά στο μοναστήρι. Το συμβούλιο των Ηγουμένων τον καταδίκασε στην εξής τιμωρία: του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και έβαλαν πάνω στα χείλη του ένα ψάρι για να ψηθεί. Ο καλόγερος πέθανε μετά από λίγη ώρα με φοβερούς πόνους.
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» αυτή η φράση αναφέρεται σε ένα γεγονός το οποίο προκάλεσε εντύπωση και θόρυβο. Ο Ιωάννης Κουτρούλης, ο οποίος ζούσε στη Μεθώνη συγκατοίκησε με μια γυναίκα, η οποία είχε φύγει από το συζυγικό της σπίτι. Για τα δεδομένα εκείνης της εποχής και για ένα χωριό αυτό ήταν ένα τεράστιο σκάνδαλο το οποίο συζητιόταν για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Τόσο κράτησαν τα βασανιστήρια του Κουτρούλη από τον πρώτο σύζυγο της γυναίκας, την οποία είχε αφορίσει ακόμη και η Εκκλησία.
Το 1394, ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’ αναγνώρισε το διαζύγιο που του παρουσίασε η αφορισθείσα γυναίκα, επικύρωσε το γάμο της ως διαλυμένο και έδωσε την συγκατάθεση του για να τελεστεί ο γάμος της με τον Κουτρούλη με την προϋπόθεση να αποδειχτεί ότι εκείνη και ο Κουτρούλης δεν είχαν καμία σχέση όσο εκείνη ήταν ακόμη παντρεμένη. Το αποτέλεσμα της έρευνας δεν έγινε ποτέ γνωστό, όμως ο γάμος έγινε οπότε υποθέτουμε ότι ο Κουτρούλης κρίθηκε αθώος. Έτσι δεκαεφτά χρόνια μετά τελέστηκε επιτέλους ο πολυπόθητος γάμος και έγινε ένα εξαιρετικό γλέντι σε πείσμα του πρώτου συζύγου και σε ανακούφιση του Κουτρούλη, ο οποίος μετά από όσα πέρασε, παντρεύτηκε την αγαπημένη του.
«Πίσω έχει η αχλάδα ην ουρά» λέμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει κρυφά σχέδια για μια κατάσταση. Η φράση προέκυψε από τον τρόπο που σχηματίζονταν τα καράβια στη μάχη. Το σχήμα που έπαιρναν έμοιαζε με ένα αχλάδι διότι στην αρχή ήταν δυο-δυο τα καράβια σε απόσταση και όσο προχωρούσε προς τα πίσω το σχήμα η απόσταση μεταξύ των δυο καραβιών μειωνόταν ώσπου κατέληγε σ’ ένα καράβι, το οποίο ονομαζόταν ουρά και ήταν το πιο επικίνδυνο από όλα. Έτσι κατά διάρκεια της πιθανής κατάρριψης των πρώτων καραβιών, οι πολεμιστές είχαν την ελπίδα ότι στο τέλος θα νικούσαν γιατί πίσω υπήρχε η ουρά της αχλάδας.
Αυτές ήταν ένα δείγμα από τις ιστορίες που υπάρχουν πίσω από τις παροιμιώδεις εκφράσεις, οι οποίες χάνονται στο πέρασμα του χρόνου και ίσως κάποιοι να μην τις μάθουν ποτέ. Εμείς μπορούμε να τις περάσουμε στην επόμενη γενιά με την ελπίδα ότι θα κάνουν κ εκείνοι το ίδιο στην επόμενη για να μη χαθεί τελείως αυτή η κληρονομιά.
« Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου »
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».
Έτσι προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης φράση, η οποία υποδηλώνει μια κατάσταση, συνήθως ανεπιθύμητη, η οποία παραμένει αμετάβλητη.
« Απ’ έξω κι ανακατωτά » (απ’ την καλή και την ανάποδη)
Τον Σεπτέμβριο του 1155, σ’ ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Εμμανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές εκείνης της εποχής. Έτσι, πολλοί τυφλώθηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και άλλοι ρίχτηκαν στα φοβερά κελιά των φυλακών του Επταπυργίου. Οι τελευταίοι, πέραν του εγκλεισμού τους στην φυλακή, είχαν υποβληθεί και σε μια επιπλέον πρωτότυπη τιμωρία-μαρτύριο: Κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά, είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο!
Οι φύλακες δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα και ουαί κι αλίμονο αν οι τιμωρημένοι σταματούσαν τις προσευχές και τους ψαλμούς, έστω και για ένα λεπτό. Οι προσευχές διαβάζονταν μέσα από μεγάλα και χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν οι προσευχές τελείωναν, αντί οι φυλακισμένοι να αρχίσουν το βιβλίο από την αρχή, ήταν υποχρεωμένοι να τις διαβάσουν απ’ το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα.
Απ’ αυτό το περίεργο γεγονός προέκυψαν και οι παροιμιώδεις φράσεις «του τα ‘ψαλα απ’ την καλή και την ανάποδη» και «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά»*, που σημαίνει σήμερα «γνωρίζω κάτι πολύ καλά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.
* Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η φράση «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά», προέρχεται από την εκπαιδευτική διδασκαλία στα σχολεία του Βυζαντίου: Οι δάσκαλοι για να διαπιστώσουν αν οι μαθητές γνώριζαν καλά το αλφάβητο απ’ έξω και δεν το «παπαγάλιζαν» απλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατεμένα και τους ζητούσαν να τα πουν.
Στην καθημερινότητα μας, όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε φράσεις για να περιγράψουμε κάποιες καταστάσεις αλλά δεν ξέρουμε ούτε ποιοι τις είπαν αλλά ούτε πως προέκυψαν.
Μέσα από αυτό το άρθρο θα μάθουμε ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του έμεινε στην ιστορία; Τι είναι το πελεκούδι και γιατί καίγεται; Ποια είναι η Μιχαλού και είναι η μπέμπελη; Και πολλές ακόμα εκφράσεις που τις λέμε αλλά δεν ξέρουμε τι είναι.
« Άλλος πλήρωσε τη νύφη »
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα.
«Έβγαλε τη μπέμπελη» είναι η φράση που χρησιμοποιείται για έναν άνθρωπο που ζεσταίνεται και ιδρώνει επειδή φορά πολλά ρούχα. Η μπέμπελη είναι η αρρώστια ιλαρά, η οποία για να γιατρευτεί έπρεπε κάποιος να φορά πολλά ρούχα για να ζεσταθεί και να ιδρώσει ώστε να «βγάλει» από πάνω του την αρρώστια.
«Έφαγε τον αγλέουρα» λέμε για κάποιον, ο οποίος έφαγε πολύ και νιώθει δυσφορία. Ο αγλέουρας είναι ένα φυτό με θεραπευτικές ικανότητες , το οποίο, όμως, δημιουργεί δυσφορία σε όποιον το χρησιμοποιεί.
« Άλλος πλήρωσε τη νύφη »
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα.
«Έβγαλε τη μπέμπελη» είναι η φράση που χρησιμοποιείται για έναν άνθρωπο που ζεσταίνεται και ιδρώνει επειδή φορά πολλά ρούχα. Η μπέμπελη είναι η αρρώστια ιλαρά, η οποία για να γιατρευτεί έπρεπε κάποιος να φορά πολλά ρούχα για να ζεσταθεί και να ιδρώσει ώστε να «βγάλει» από πάνω του την αρρώστια.
«Έφαγε τον αγλέουρα» λέμε για κάποιον, ο οποίος έφαγε πολύ και νιώθει δυσφορία. Ο αγλέουρας είναι ένα φυτό με θεραπευτικές ικανότητες , το οποίο, όμως, δημιουργεί δυσφορία σε όποιον το χρησιμοποιεί.
λέει ο ένας συνομιλητής στον άλλον όταν ο πρώτος μιλάει για κάτι άσχημο ή για θάνατο. Αυτή η φράση προέκυψε όταν κάποιος είπε κάτι κακό μέσα σε ένα δάσος και ο συνομιλητής του χτύπησε το δέντρο δηλαδή το ξύλο ώστε να βγει το καλό πνεύμα του δέντρου και να τους προστατεύσει από το κακό, μιας και στα παλιά χρονιά θεωρούσαν ότι τα καλά πνεύματα κατοικούν στα δέντρα.
«Θα καεί το πελεκούδι απόψε»
λέει κάποιος σε μια παρέα εννοώντας ότι θα ανάψει πολύ γρήγορα το κέφι. Το πελεκούδι είναι ένα τρίμμα ξύλου, το οποίο μόλις πεταχτεί στη φωτιά καίγεται αμέσως.
«Έφαγε χυλόπιτα» λέμε για κάποιον, ο οποίος είναι ερωτευμένος αλλά η καλή του ή ο καλός της δεν νιώθουν το ίδιο για εκείνον. Η φράση προέκυψε από ένα γιατροσόφι του Παρθένη Νενίμου το οποίο περιλάμβανε ένα χυλό από σιτάρι και μπαχαρικά ψημένο στο φούρνο και λένε ότι γιάτρευε τον καημό τους.
« Τα βρήκε μπαστούνια »
Χρησιμοποιούμε σήμερα την παροιμιώδη φράση «τα βρήκα μπαστούνια», όταν θέλουμε να πούμε ότι συναντήσαμε σοβαρά εμπόδια και δυσκολίες σε κάτι που επιχειρήσαμε να κάνουμε. Ο πολύς κόσμος, πιστεύει λανθασμένα ότι με τον όρο «μπαστούνια» εννοούνται οι φιγούρες τις τράπουλας ή τα πραγματικά μπαστούνια (μαγκούρες), κάτι όμως το οποίο δεν είναι σωστό.
Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια μονομαχία
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ’ αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια»
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος.
Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε
«Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς» λέμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος χρωστάει σε πολύ κόσμο. Η φράση προέκυψε από μια γυναίκα του Ναυπλίου, τη Μιχαλού, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια μιας ταβέρνας. Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να δίνει «βερεσέ» αλλά με κάποια προθεσμία. Αν δεν την εξοφλούσαν σ’ αυτήν την προθεσμία, η Μιχαλού στόλιζε με πολλά κοσμητικά επίθετα τους οφειλέτες της και όσοι την άκουγαν καταλάβαιναν ότι κάποιος της χρωστούσε.
«Να μένει το βύσσινο» η φράση αυτή προέκυψε σ’ ένα καφενείο γύρω στο 1900. Ένας ψηφοφόρος έχοντος κατά νου να ζητήσει μια χάρη, ένα ρουσφέτι από ένα βουλευτή, που είχε πάει εκεί θέλησε να τον κεράσει ένα γλυκό βύσσινο. Ο βουλευτής, όμως, ο οποίος ήταν ακέραιος και δεν έκανε χάρες του απάντησε με τη φράση «να μένει το βύσσινο».
«Δεν μύρισα τα νύχια μου» χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση για να δείξουμε ότι αγνοούμε εντελώς ένα θέμα για το οποίο μας ρωτάει κάποιος. Η φράση αυτή προέκυψε κατά την αρχαιότητα, όπου κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, οι πολίτες στοιχημάτιζαν για τον νικητή. Για να είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα επισκέπτονταν τα κατά τόπους μαντεία και ζητούσαν από τους μάντεις απαντήσεις. Οι μάντεις βουτούσαν το χέρι τους μέσα σε δαφνέλαιο και το έφερναν στη μύτη τους. Έπειτα έπεφταν σε καταληψία και προφήτευαν τον νικητή του αγώνα.
«Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε» λέμε για έναν άνθρωπο που έχουμε να δούμε πολύ καιρό και επιτέλους μας επισκέπτεται. Τα παλιά χρόνια, οι άνθρωποι στα χώρια μετρούσαν τα σπίτια τους ανάλογα με τους φούρνους που υπήρχαν μιας και κάθε σπίτι είχε το δικό του φούρνο. Όταν ένας νοικοκύρης πέθαινε, οι φίλοι έλεγαν ότι ο φούρνος του γκρεμίστηκε θέλοντας να τονίσουν ότι τώρα που πέθανε ο αρχηγός του σπιτιού, το σπίτι θα χανόταν.
«Του έψησε το ψάρι στα χείλη» λέμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος περνάει καθημερινά βασανιστήρια. Συνήθως αναφέρεται σ’ έναν παντρεμένο άντρα ο οποίος κακοπερνάει στο γάμο του. Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής στο Βυζάντιο, η νηστεία ήταν σημαντική για τους πιστούς. Στα μοναστήρια ήταν πολύ πιο αυστηρή. Όμως, κάποιοι καλόγεροι δεν άντεχαν και έτρωγαν κρυφά αυγά ή έπιναν γάλα. Μια μέρα, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια σε μια σπήλια κοντά στο μοναστήρι. Το συμβούλιο των Ηγουμένων τον καταδίκασε στην εξής τιμωρία: του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και έβαλαν πάνω στα χείλη του ένα ψάρι για να ψηθεί. Ο καλόγερος πέθανε μετά από λίγη ώρα με φοβερούς πόνους.
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» αυτή η φράση αναφέρεται σε ένα γεγονός το οποίο προκάλεσε εντύπωση και θόρυβο. Ο Ιωάννης Κουτρούλης, ο οποίος ζούσε στη Μεθώνη συγκατοίκησε με μια γυναίκα, η οποία είχε φύγει από το συζυγικό της σπίτι. Για τα δεδομένα εκείνης της εποχής και για ένα χωριό αυτό ήταν ένα τεράστιο σκάνδαλο το οποίο συζητιόταν για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Τόσο κράτησαν τα βασανιστήρια του Κουτρούλη από τον πρώτο σύζυγο της γυναίκας, την οποία είχε αφορίσει ακόμη και η Εκκλησία.
Το 1394, ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’ αναγνώρισε το διαζύγιο που του παρουσίασε η αφορισθείσα γυναίκα, επικύρωσε το γάμο της ως διαλυμένο και έδωσε την συγκατάθεση του για να τελεστεί ο γάμος της με τον Κουτρούλη με την προϋπόθεση να αποδειχτεί ότι εκείνη και ο Κουτρούλης δεν είχαν καμία σχέση όσο εκείνη ήταν ακόμη παντρεμένη. Το αποτέλεσμα της έρευνας δεν έγινε ποτέ γνωστό, όμως ο γάμος έγινε οπότε υποθέτουμε ότι ο Κουτρούλης κρίθηκε αθώος. Έτσι δεκαεφτά χρόνια μετά τελέστηκε επιτέλους ο πολυπόθητος γάμος και έγινε ένα εξαιρετικό γλέντι σε πείσμα του πρώτου συζύγου και σε ανακούφιση του Κουτρούλη, ο οποίος μετά από όσα πέρασε, παντρεύτηκε την αγαπημένη του.
«Πίσω έχει η αχλάδα ην ουρά» λέμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει κρυφά σχέδια για μια κατάσταση. Η φράση προέκυψε από τον τρόπο που σχηματίζονταν τα καράβια στη μάχη. Το σχήμα που έπαιρναν έμοιαζε με ένα αχλάδι διότι στην αρχή ήταν δυο-δυο τα καράβια σε απόσταση και όσο προχωρούσε προς τα πίσω το σχήμα η απόσταση μεταξύ των δυο καραβιών μειωνόταν ώσπου κατέληγε σ’ ένα καράβι, το οποίο ονομαζόταν ουρά και ήταν το πιο επικίνδυνο από όλα. Έτσι κατά διάρκεια της πιθανής κατάρριψης των πρώτων καραβιών, οι πολεμιστές είχαν την ελπίδα ότι στο τέλος θα νικούσαν γιατί πίσω υπήρχε η ουρά της αχλάδας.
Αυτές ήταν ένα δείγμα από τις ιστορίες που υπάρχουν πίσω από τις παροιμιώδεις εκφράσεις, οι οποίες χάνονται στο πέρασμα του χρόνου και ίσως κάποιοι να μην τις μάθουν ποτέ. Εμείς μπορούμε να τις περάσουμε στην επόμενη γενιά με την ελπίδα ότι θα κάνουν κ εκείνοι το ίδιο στην επόμενη για να μη χαθεί τελείως αυτή η κληρονομιά.
« Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου »
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».
Έτσι προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης φράση, η οποία υποδηλώνει μια κατάσταση, συνήθως ανεπιθύμητη, η οποία παραμένει αμετάβλητη.
« Απ’ έξω κι ανακατωτά » (απ’ την καλή και την ανάποδη)
Τον Σεπτέμβριο του 1155, σ’ ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Εμμανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές εκείνης της εποχής. Έτσι, πολλοί τυφλώθηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και άλλοι ρίχτηκαν στα φοβερά κελιά των φυλακών του Επταπυργίου. Οι τελευταίοι, πέραν του εγκλεισμού τους στην φυλακή, είχαν υποβληθεί και σε μια επιπλέον πρωτότυπη τιμωρία-μαρτύριο: Κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά, είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο!
Οι φύλακες δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα και ουαί κι αλίμονο αν οι τιμωρημένοι σταματούσαν τις προσευχές και τους ψαλμούς, έστω και για ένα λεπτό. Οι προσευχές διαβάζονταν μέσα από μεγάλα και χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν οι προσευχές τελείωναν, αντί οι φυλακισμένοι να αρχίσουν το βιβλίο από την αρχή, ήταν υποχρεωμένοι να τις διαβάσουν απ’ το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα.
Απ’ αυτό το περίεργο γεγονός προέκυψαν και οι παροιμιώδεις φράσεις «του τα ‘ψαλα απ’ την καλή και την ανάποδη» και «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά»*, που σημαίνει σήμερα «γνωρίζω κάτι πολύ καλά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.
* Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η φράση «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά», προέρχεται από την εκπαιδευτική διδασκαλία στα σχολεία του Βυζαντίου: Οι δάσκαλοι για να διαπιστώσουν αν οι μαθητές γνώριζαν καλά το αλφάβητο απ’ έξω και δεν το «παπαγάλιζαν» απλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατεμένα και τους ζητούσαν να τα πουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου