http://anaghrapho.blogspot.com/2011/11/100-video.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+blogspot%2FDqCRC+%28%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CF%89...%29
Οδυσσέας Ελύτης |
Μέσα στην αναταραχή των στάσιμων τελικά πολιτικών εξελίξεων, η 2 Νοεμβρίου πέρασε μέσα στην αναστάτωση, χωρίς να μας δοθεί η ευκαιρία να τιμήσουμε μνημονεύοντας για λίγο τον ποιητή του ήλιου και τις θάλασσας, τον ποιητή του «Ἄξιον ἐστί», τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη (ή Αλεπουδέλη), που γεννήθηκε 100 χρόνια πριν. Φέτος ήταν το έτος Ελύτη και ίσως μάλιστα αρκετοί επιβάτες του αττικού μετρό είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν περισσότερο με λίγους όμορφους στίχους του (μακάρι πάντα να έχουμε τέτοιες ευκαιρίες). Βέβαια όπως και για άλλους ποιητές και ανήσυχους στοχαστές, τέτοιες ημερομηνίες σημαίνουν μονάχα κάποιους γρήγορους, φτηνούς και εύκολους επικήδειους λόγους, μια βιασύνη να ξοφλήσουμε και να ξεμπερδέψουμε έτσι από τον άβολο πολλές φορές λόγο τους, έναν λόγο που δεν ακούμε.
«Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα»
Ένα μικρό και ακόμη επίκαιρο απόσπασμα
Μπορεί κανείς να δει όλη την εκπομπή στην ιστοσελίδα του ψηφιακού αρχείου της ΕΡΤ
Έτσι θα ήθελα πολύ να παραθέσω ένα απόσπασμα από το Ἄξιον Ἐστίν:
Τα Πάθη, Μέρος Γ᾽
Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων
και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς
και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας
και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα
και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας
αιώνες κι αιώνες.
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε
την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Αλλά αν είναι να κλείσω, θέλω να καταλήξω με έναν άλλο στίχο:
Και με Φως και με Θάνατον
Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ‘να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.
(Ο Μικρός Ναυτήλος)
Μπορεί κανείς να δει όλη την εκπομπή στην ιστοσελίδα του ψηφιακού αρχείου της ΕΡΤ
Η αφήγησή του ξεκινά με πληροφορίες για την καταγωγή του, τους τόπους όπου έζησε και τον επηρέασαν καθώς και για την προέλευση του ονόματός του. Στη συνέχεια αναφέρεται στην επίδραση των θαλασσινών τοπίων και της αιγαιοπελαγίτικης αισθητικής στην ποίησή του και μιλά για τη σύνδεσή του με τον υπερρεαλισμό, αν και ποτέ δεν υπήρξε αμιγώς υπερρεαλιστής ποιητής. Διευκρινίζει πώς αντιλαμβάνεται την «ελληνικότητα» και τη «διαφάνεια», έννοιες κεντρικές στην ποίησή του, ενώ ιδιαίτερη μνεία επιφυλάσσει στον Διονύσιο Σολωμό, στην ποιητική παράδοση του οποίου θεωρεί ότι ανήκει. Αναφερόμενος στο μείζον έργο του «Άξιον εστί», εξηγεί τον τρόπο που εργάστηκε για να δημιουργήσει μια ποιητική σύνθεση με αναλογίες χριστιανικής λειτουργίας, αλλά με θεματολογία που θα σχετιζόταν με τη σύγχρονη Ελλάδα και το δράμα της. Παραθέτει επίσης την εμπειρία του στο αλβανικό μέτωπο και πώς αυτή μετουσιώθηκε σε ποίηση στο «Άξιον εστί». Τέλος αναφέρεται στη σχέση του με τους νέους και ση φωνή που τους έδωσε για να εκφραστούν μέσω της ηρωίδας του ομώνυμου έργου του «Μαρία Νεφέλη». Στη διάρκεια της εκπομπής το έργο του ποιητή σχολιάζουν ο Ευγένιος Αρανίτσης και ο μεταφραστής Κίμων Φράιαρ.
Για τον Ελύτη, η αλήθεια βρίσκεται στην βίωση της Ιστορίας:
«Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα π.χ. είναι η ιστορία της όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες. Μια άλλη «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν’ αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία και που, τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης, απλά και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.» (Πρώτα-Πρώτα η Ποίηση από τα Ανοιχτά Χαρτιά)
Για τον Ελύτη, η Ελληνικότητα είναι «ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα», ένας τρόπος που όλο και χάνουμε....
Έτσι θα ήθελα πολύ να παραθέσω ένα απόσπασμα από το Ἄξιον Ἐστίν:
Τα Πάθη, Μέρος Γ᾽
Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων
και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς
και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας
και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα
και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας
αιώνες κι αιώνες.
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε
την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Αλλά αν είναι να κλείσω, θέλω να καταλήξω με έναν άλλο στίχο:
Και με Φως και με Θάνατον
Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ‘να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.
(Ο Μικρός Ναυτήλος)
α.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου