Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Τα δύο μοντέλα (Γράφει ο Χρ. Χαραλαμπόπουλος)

«Δύο είναι τα παγκόσμια κύπελλα ποδοσφαίρου. Στο ένα παίζουν οι αθλητές από σάρκα και οστά. Την ίδια στιγμή, στο άλλο παίζουν τα ρομπότ. Γράφει ο Χρ. Χαραλαμπόπουλος.


Οι ανθρωποειδείς ομάδες διεκδικούν το RoboCup 2002, στο γιαπωνέζικο λιμάνι της Φουκουόκα, απέναντι από την κορεάτικη ακτή. Οι αγώνες των ρομπότ διεξάγονται κάθε χρόνο, σε διαφορετικό μέρος. Αυτοί είναι οι έκτοι.



ΟΙ ΔΙΟΡΓΑΝΩΤEΣ τους έχουν την ελπίδα να ανταγωνιστούν, στο μέλλον, τις αληθινές εθνικές ομάδες. Σε τελική ανάλυση, λένε, ήδη ένας υπολογιστής νίκησε τον πρωταθλητή Γκάρι Κασπάροφ σε μια παρτίδα σκάκι και δεν τους κοστίζει πολύ να φανταστούν ότι οι μηχανικοί αθλητές θα καταφέρουν να πετύχουν ένα παρόμοιο κατόρθωμα σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Τα ρομπότ, προγραμματισμένα από μηχανικούς, είναι δυνατά στην άμυνα και γρήγορα, με δυνατό σουτ στην επίθεση. Ποτέ δεν προπονούνται με την μπάλα. Εκτελούν χωρίς αντίρρηση τις διαταγές του προπονητή και ούτε για μία στιγμή διαπράττουν την τρέλα να πιστέψουν ότι οι παίχτες παίζουν.



ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ το πιο συχνό όνειρο των επιχειρηματιών, των τεχνοκρατών, των γραφειοκρατών και των ιδεολόγων της βιομηχανίας του ποδοσφαίρου; Στο όνειρο, κάθε φορά πιο κοντά στην πραγματικότητα, οι παίχτες μιμούνται τα ρομπότ. Λυπηρό σημάδι των καιρών, ο 21ος αιώνας ιεροποιεί τη μετριότητα στο όνομα της αποτελεσματικότητας και θυσιάζει την ελευθερία στον βωμό της επιτυχίας. «Κάποιος δεν κερδίζει επειδή αξίζει, αλλά αξίζει επειδή κερδίζει», είχε επισημάνει, πριν από μερικά χρόνια, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Δεν αναφερόταν στο ποδόσφαιρο, αλλά είναι σαν να το είχε κάνει. Απαγορεύεται να χάνεις χρόνο, απαγορεύεται να χάνεις: έχοντας μετατραπεί σε δουλειά, υποταγμένο στους νόμους της αποδοτικότητας, το παιχνίδι παύει να είναι παιχνίδι. Συνεχώς περισσότερο, όπως όλα, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο φαίνεται να διοικείται από την ΕΕΟ (Ενωση των Εχθρών της Ομορφιάς), οργάνωση δυνατή, που δεν υπάρχει, αλλά διοικεί.





Ο ΙΓΝΑΣΙΟ ΣΑΛΒΑΤΙΕΡΑ, ένας αδίκως άγνωστος διαιτητής, αξίζει να αγιοποιηθεί. Εδωσε μαρτυρία της νέας πίστης. Πριν έξι χρόνια, εξόρκισε τον δαίμονα της φαντασίας στη βολιβιάνικη πόλη Τρινιδάδ. Ο διαιτητής Σαλβατιέρα απέβαλε από το γήπεδο τον ποδοσφαιριστή Αμπέλ Βάκα Σαουσέδο. Του έδειξε κόκκινη κάρτα, «για να μάθει να λαμβάνει το ποδόσφαιρο στα σοβαρά». Ο Βάκα Σαουσέδο είχε πετύχει ένα ασυγχώρητο γκολ. Ντρίμπλαρε όλη την αντίπαλη ομάδα, ακολουθώντας έναν ξέφρενο ρυθμό, κουβαλώντας την μπάλα με τα πόδια, με το κεφάλι, με τακουνάκια, και φτάνοντας στην κορύφωση αυτού του οργίου, γύρισε την πλάτη του στο τέρμα και, με μια εύστοχη κωλιά, κάρφωσε την μπάλα στο γάμα. Υπακοή, ταχύτητα, δύναμη, όχι φαντεζί ενέργειες: αυτό είναι το καλούπι που απαιτεί η παγκοσμιοποίηση. Κατασκευάζεται μαζικά ένα ποδόσφαιρο πιο κρύο και από ψυγείο. Και πιο αδυσώπητο από αλεστική μηχανή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε πριν από δύο χρόνια το "France Football", ο αποδοτικός χρόνος ζωής των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών έχει μειωθεί στο μισό τα τελευταία 20 χρόνια. Ο μέσος όρος, που ήταν 12 χρόνια, έχει μειωθεί στα 6. Οι εργάτες του ποδοσφαίρου αποδίδουν συνεχώς περισσότερο και διαρκούν λιγότερο.



Για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ρυθμού εργασίας, πολλοί δεν έχουν άλλη εναλλακτική λύση από το να προστρέξουν στη βοήθεια των χημικών, ενέσεις και χάπια που επιταχύνουν τη φθορά: τα αναβολικά έχουν χίλια ονόματα, όλα όμως γεννιούνται από την υποχρέωση της νίκης και θα μπορούσαν να ονομάζονται επιτυχιόχαπα.



ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ, οι κοινότητες των ιθαγενών συναγωνίζονται στο δικό τους ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα. Στο Κύπελλο του 2000, η ομάδα των ιθαγενών Μακούσις έφτασε στον τελικό έχοντας παίξει τρία συνεχόμενα παιχνίδια κατά τη διάρκεια οκτώ ωρών. Αυτό το κατόρθωμα εξηγείται από τις θαυμαστές δυνάμεις ενός άλλου αναβολικού, που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν μπορεί να πληρώσει. Αυτό το μαγικό ποτό, που δεν έχει τιμή, ονομάζεται ενθουσιασμός. Η λέξη δεν προέρχεται από τη γλώσσα των Μακούσις, αλλά από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει: «να έχεις τους θεούς μέσα σου». 2.500 χρόνια πριν από τον Μπλάτερ, οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί και χωρίς καμιά διαφήμιση σαν τατουάζ στο σώμα τους. Οι Eλληνες, χωρισμένοι σε πολλές πόλεις, καθεμία με τους δικούς της νόμους και τον δικό της στρατό, συνευρίσκονταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Συναγωνιζόμενοι στον αθλητισμό, αυτοί οι διασκορπισμένοι λαοί έλεγαν: «Εμείς είμαστε Eλληνες», σαν να απάγγελλαν με τα σώματά τούς τους στίχους της Ιλιάδας, όπου είχαν θεσπίσει την εθνική τους συνείδηση. Πολύ αργότερα, κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του 20ού αιώνα, το ποδόσφαιρο ήταν το άθλημα που καλύτερα εξέφρασε και δήλωσε την εθνική ταυτότητα.



ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ τρόποι παιχνιδιού φανέρωσαν τους διαφορετικούς τρόπους ζωής. Oμως, η διαφορετικότητα του κόσμου υποτάσσεται στην υποχρεωτική ομοιομορφία. Το βιομηχανικό ποδόσφαιρο, που η τηλεόραση έχει μετατρέψει στο πιο κερδοφόρο μαζικό θέαμα, επιβάλλει ένα μοναδικό μοντέλο, που απαλείφει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως συμβαίνει με αυτά

τα πρόσωπα που γίνονται μάσκες, όλες ίδιες, στο τέλος συνεχών επεμβάσεων πλαστικής χειρουργικής. Υποτίθεται ότι αυτή η πλήξη είναι η πρόοδος, αλλά ο ιστορικός Aρνολντ Τόινμπι είχε περάσει από πολλά παρελθόντα όταν απέδειξε: «Το πιο συνεπές χαρακτηριστικό των πολιτισμών σε παρακμή είναι η τάση για τυποποίηση και ομοιομορφία».



ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ, η εθνική ομάδα της Βραζιλίας φαίνεται να θέλει να σταματήσει να είναι βραζιλιάνικη. «Θέλουμε μια Βραζιλία με ευρωπαϊκή νοοτροπία. Το ποδόσφαιρο έχει σταματήσει να είναι ένα παιχνίδι. Η πραγματικότητα πια δεν επιτρέπει το ωραίο ποδόσφαιρο. Εκείνο το ποδόσφαιρο με τα θεαματικά τακουνάκια έχει περάσει στην ιστορία», αποφαίνεται ο προπονητής της Εθνικής Βραζιλίας, Λουίς Φελίπε Σκολάρι. Ενώ εκδίδει το πιστοποιητικό θανάτου του πιο όμορφου ποδοσφαίρου του κόσμου, αυτός ο παθιασμένος με τη μετριότητα εξασκεί τη στρατιωτική πειθαρχία. Ο Σκολάρι θαυμάζει τον στρατηγό Πινοτσέτ, λατρεύει την τάξη και δυσπιστεί στο ταλέντο. Καταδικάζει σε εξορία τους ανυπάκοους Ρομάριο και Ντζαλμίνια, όπως άλλοτε θα είχε πυροβολήσει εκείνον τον ανεξέλεγκτο βασιλιά του τσίρκου, τον Γκαρίντσα.

Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ασκεί δικτατορία. Οι ποδοσφαιριστές δεν μπορούν να βγάλουν μιλιά απέναντι στη δεσποτική εξουσία των αφεντικών της μπάλας, που από το κάστρο τους, τη FIFA, διοικούν και κλέβουν. Η ΑΠΟΛΥΤΗ εξουσία αιτιολογείται από τη συνήθεια: έτσι είναι, επειδή έτσι πρέπει να είναι, και έτσι πρέπει να είναι, επειδή έτσι είναι. Oμως, πάντοτε ήταν έτσι; Αξίζει να θυμηθούμε εδώ ένα πείραμα που συνέβη στη χώρα του Σκολάρι, όχι περισσότερο από είκοσι χρόνια πριν, ενώ ακόμα τη χώρα κυβερνούσε στρατιωτική δικτατορία. Οι ποδοσφαιριστές πήραν τη διοίκηση της Κορίνθιανς, μιας από τις μεγαλύτερες ομάδες της Βραζιλίας, και διαχειρίστηκαν τα ζητήματα της ομάδας το 1982 και το 1983. Ασυνήθιστο, δεν έχει ξαναγίνει: οι παίχτες αποφάσιζαν για όλα, μεταξύ τους, πλειοψηφικά. Συζητούσαν δημοκρατικά και ψήφιζαν για τη μέθοδο εργασίας, το ποδοσφαιρικό σύστημα, τη διανομή των χρημάτων και για όλα τα υπόλοιπα. Στις φανέλες τους μπορούσε κανείς να διαβάσει: Δημοκρατία της Κορίνθιανς. Μετά από δύο χρόνια, οι πρώην διοικούντες επανήλθαν στην εξουσία.

Oμως, κατά τη διάρκεια της δημοκρατίας, η Κορίνθιανς, διοικούμενη από τους ποδοσφαιριστές, πρόσφερε το πιο τολμηρό και θεαματικό ποδόσφαιρο σε όλη τη χώρα, έφερε πολύ κόσμο στα γήπεδα και κέρδισε δύο συνεχόμενες χρονιές το τοπικό πρωτάθλημα».



ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΓΚΑΛΕΑΝΟ

Ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο αγαπούσε πολύ το ποδόσφαιρο.

Το παιχνίδι. Οπως όλοι οι λατινοαμερικάνοι γραφιάδες ή τουλάχιστον οι περισσότεροι. Ο Γκαλεάνο έβλεπε το παιχνίδι που αγαπούσε να αλλάζει. Και καταλάβαινε ότι αυτές οι αλλαγές που παρατηρούσε καθώς και άλλες που έρχονταν, σιγά σιγά, έτρωγαν το μεδούλι του παιχνιδιού που είναι η χαρά, μια χαρά από τα αρχέγονα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Μπορεί να διαφωνεί κάποιος με όσα υποστηρίζει ο Γκαλεάνο. Να τα θεωρεί αστοχίες ή μία ρομαντική υπερβολή ενός παραμυθά. Προσωπικά, πιστεύω πως ο Γκαλεάνο -που δεν ζει πια- από το 2002 που γράφτηκε το κείμενο, εντόπισε με μοναδικό τρόπο, ζητήματα που θα μας απασχολούν όλο και περισσότερο από εδώ και πέρα. Και ίσως η πιο κατάλληλη στιγμή για να διαβάσει κάποιος κάτι τέτοιο, να είναι η μέρα ενός τελικού Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Στα Μουντιάλ η βαριά φανέλα θα μετράει παντοτινά! (του Χρήστου Σωτηρακόπουλου)

http://www.sport-fm.gr/article/sta-moudial-i-baria-fanela-tha-metraei-padotina/776086

Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος γράφει ότι σε κάθε διοργάνωση υπάρχουν οι «Σταχτοπούτες». Ομάδες που αρχίζουν καλά, αφήνουν υποσχέσεις. Στον τελικός φτάνουν, όμως, πάντα, τα ονόματα.

Στα Μουντιάλ η βαριά φανέλα θα μετράει παντοτινά!
Ενα πράγμα δεν έχει αλλάξει στο ποδόσφαιρο εδώ και μισό αιώνα και δεν πρόκειται να αλλοιωθεί ποτέ απ' ό,τι δείχνουν τα πράγματα: η δύναμη της φανέλας!

Εχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να λέω κάθε τέσσερα χρόνια που ξεκινάει το Μουντιάλ, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, το έγραψα ουκ ολίγες φορές και όμως υπάρχει ακόμη κόσμος που πιστεύει στα... θαύματα όταν έχουμε Παγκόσμια Κύπελλα!

Δεν υπήρξε ούτε ένας τελικός σε αυτά τα 84 χρόνια που oι φιναλίστ να μην ήταν προβλέψιμοι. Ομάδες με ιστορία και περγαμηνές, με τίτλους και δύναμη. Ή, σε κάποιες περιπτώσεις, η εκάστοτε διοργανώτρια χώρα!

Μονές εξαιρέσεις οι δύο «βασίλισσες χωρίς στέμμα», η Ουγγαρία του '54 και η Ολλανδία του '74, που στην εποχή τους ήταν όμως οι καλύτερες ομάδες με διαφορά. Η πρώτη ήταν αήττητη από το 1949, διέθετε τον Πούσκας, τον Χιντεγκούτι, τον Κόκτσις και τον Μπόζικ και είχε συντρίψει την Αγγλία 6-3 στο «Γουέμπλεϊ» και 7-1 στη Βουδαπέστη και δεν είχε αντίπαλο.

Η δεύτερη, το 1974 στη Γερμανία είχε ως βάση τον εκπληκτικό Αγιαξ του Κρόιφ, αλλά και τη Φέγενορντ του Φαν Χάνεγκεμ και παρ' ότι δεν είχε προϊστορία στα Μουντιάλ, ήταν (αν όχι το πρώτο) από τα φαβορί! Ποτέ άλλοτε δεν έφτασε στον τελικό ομάδα χωρίς ειδικό βάρος. Η Τσεχοσλοβακία, λένε κάποιοι, πώς πήγε τελικό το 1962; Η απάντηση είναι απλή. Ηταν εξαιρετική ομάδα με τον χαρισματικό Μάζοπουστ (νικητή της ίδιας χρονιάς της «Χρυσής Μπάλας») και με παρουσία στο παρελθόν σε τελικό, κόντρα στην Ιταλία το 1934, όπου προηγήθηκε και έχασε δύσκολα στην παράταση.

Σε κάθε διοργάνωση λοιπόν, υπάρχουν οι «Σταχτοπούτες». Ομάδες που αρχίζουν καλά, αφήνουν υποσχέσεις. Στον τελικό φτάνουν όμως, πάντα, τα ονόματα. Ποτέ η Χιλή, η Πολωνία, η Σενεγάλη, το Καμερούν, το Μεξικό, η Βουλγαρία, η Τουρκία, η Νότιος Κορέα, η Πορτογαλία, η Κολομβία.

Με ρωτούσαν πριν αρχίσει αυτό το Μουντιάλ συνάδελφοι στον αέρα του ΒΗΜΑ FM αν βλέπω τη Γαλλία ή την Αγγλία να έχουν τύχη. Απαντούσα κάθετα πως δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσουν ούτε στην τετράδα! Δεν θα έδινα τύχη ούτε στους Ολλανδούς, ομολογώ, αν δεν υπήρχε ο Λουίς φαν Χάαλ στον πάγκο τους και αν δεν είχαν αρχίσει με εκείνο το απίστευτο 5-1 επί των Ισπανών!

Επέμενα και επιμένω πως οι διοργανώσεις της ΦΙΦΑ είναι άλλο πράγμα από εκείνες της ΟΥΕΦΑ. Οπου στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα υπάρχει χώρος για να κάνουν την έκπληξη η Ελλάδα, η Δανία, η Τσεχία, η Τουρκία. Στα Μουντιάλ το προϊόν είναι εντελώς διαφορετικό! Ελεγα -καιρό πριν το Μουντιάλ- πως δεν ήταν ούτε η ώρα ούτε ο τόπος κατάλληλος για να μπορέσει να γίνει η έκπληξη.

Η γνώμη μου από καιρό γι' αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο -αυτοί που διαβάζετε συχνά τη «SportDay» θα το θυμάστε- είναι πως θα είχαμε τρεις απόλυτα προβλέψιμες ομάδες στην τετράδα, με Βραζιλία, Γερμανία και Αργεντινή και έτσι έγινε, μόνο που ειλικρινά περίμενα ένα λατινοαμερικανικό τελικό! Ομως η κατάρρευση της Βραζιλίας, χωρίς Νέιμαρ και ιδίως Τιάγκο Σίλβα, δεν μας ξαφνιάζει, ωστόσο το τελικό σκορ του 1-7 ήταν απίστευτο. Ομως αγωνιστικά οι δύο πιο σταθερές ομάδες από τα ανεξάρτητα ταμπλό που διαφαίνονταν από τη μέρα της κλήρωσης, κατάφεραν να επιπλεύσουν και να είναι στον τελικό!

Πότε στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων δεν είχαμε τελικό χωρίς μία εκ των τεσσάρων παραδοσιακών εθνικών ομάδων, ή την Ολλανδία. Μία από τις Βραζιλία, Γερμανία, Αργεντινή και Ιταλία είναι πάντα εκεί, από τον πρώτο τελικό το 1930 και οι «οράνιε» μπήκαν σφήνα το 2010, όταν απέναντί τους βρέθηκε η απόλυτη ομάδα της τελευταίας οκταετίας, η Ισπανία!

Φαβορί γι' αυτόν τον τελικό όλοι δίνουν τη Γερμανία. Εμένα η φτωχή μου πείρα των 35 επαγγελματικών μου χρόνων μου ψιθυρίζει να μην παρασύρομαι σε τελικούς και δη Μουντιάλ, από φαβορί και εμφανίσεις σε ημιτελικούς. Το τελευταίο παιχνίδι μιας κοπιαστικής σεζόν είναι ένα πολύ διαφορετικό ματς.

Η Αργεντινή έχει καλύτερες μονάδες και τον Λίο Μέσι. Η Γερμανία, που εντυπωσίασε στον ημιτελικό, δεν θέλει να μείνει ξανά με τα χειροκροτήματα που συνοδεύουν τον ηττημένο όπως τόσο συχνά έχει γίνει από το 1996 και μετά. Αν μη τι άλλο, αυτός ο 21ος τελικός του Μουντιάλ υπόσχεται να μας μείνει αξέχαστος...

Η ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου (Μουντιάλ)

http://www.sansimera.gr/articles/157

 Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, γνωστό στη χώρα μας και ως Μουντιάλ (Mundial), αποτελεί την κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση του πλανήτη. Διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια από το 1930, με διοργανώτρια τη FIFA, και συμμετέχουν οι εθνικές ομάδες των χωρών - μελών της. Αφού δώσουν μία σειρά προκριματικών αγώνων, οι 32 καλύτερες ομάδες (από το 1998) αγωνίζονται στην τελική φάση για την κατάκτηση του βαρύτιμου τροπαίου.
Η επιτυχία των ολυμπιακών ποδοσφαιρικών τουρνουά του 1924 και του 1928 ώθησε τον τότε Πρόεδρο της FIFA, Ζιλ Ριμέ, να εισηγηθεί τη διοργάνωση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου, ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Το 1ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ανδρών έγινε πραγματικότητα το 1930 στην Ουρουγουάη, με νικήτρια την ομάδα της φιλοξενούσας χώρας.
Με την πάροδο του χρόνου, το Παγκόσμιο Κύπελλο κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση και σήμερα αποτελεί τη δεύτερη δημοφιλέστερη αθλητική διοργάνωση, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τηλεοπτικά, το Μουντιάλ τείνει να ξεπεράσει και αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το 2006 τους αγώνες του παγκοσμίου κυπέλλου της Γερμανίας παρακολούθησαν συνολικά 26,9 δισεκατομμύρια τηλεθεατές. Μόνο τον τελικό παρακολούθησαν 715 εκατομμύρια τηλεθεατές, το ένα ένατο του παγκόσμιου πληθυσμού.
Το βαρύτιμο τρόπαιο, που απονέμεται στον νικητή σχεδίασε ο ιταλός γλύπτης Σίλβιο Γκατσανίγκα. Είναι από χρυσό 18 καρατίων, έχει ύψος 36 εκατοστά και βάρος 6,175 κιλά. Στη βάση του,  που αποτελείται από δύο στρώματα ημιπολύτιμου μαλαχίτη, αναγράφονται οι χρονιές και οι νικητές του κυπέλλου από το 1974 και μετά.
Η Ελλάδα συμμετείχε για πρώτη φορά σε Μουντιάλ το 1934, όταν έλαβε μέρος στον προκριματικό γύρο της διοργάνωσης. Στην τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου έχει συμμετάσχει τρεις φορές: 1994, 2010, 2014.

Διοργανώσεις

A/AΈτοςΔιοργανώτρια ΧώραΝικήτρια 
11930ΟυρουγουάηΟυρουγουάηαναλυτικά →
21934ΙταλίαΙταλίααναλυτικά →
31938ΓαλλίαΙταλίααναλυτικά →
41950ΒραζιλίαΟυρουγουάη 
51954ΕλβετίαΔ. Γερμανίααναλυτικά →
61958ΣουηδίαΒραζιλίααναλυτικά →
71962ΧιλήΒραζιλία 
81966ΑγγλίαΑγγλία 
91970ΜεξικόΒραζιλίααναλυτικά →
101974Δ. ΓερμανίαΔ. Γερμανία 
111978ΑργεντινήΑργεντινήαναλυτικά →
121982ΙσπανίαΙταλίααναλυτικά →
131986ΜεξικόΑργεντινήαναλυτικά →
141990ΙταλίαΔ. Γερμανιααναλυτικά →
151994ΗΠΑΒραζιλίααναλυτικά →
161998ΓαλλίαΓαλλίααναλυτικά →
172002Ιαπωνία / Νότιος ΚορέαΒραζιλία 
182006ΓερμανίαΙταλία 
192010Νότια ΑφρικήΙσπανίααναλυτικά →

Κατακτήσεις

Βραζιλία5 (1958, 1962, 1970, 1994, 2002)
Ιταλία4 (1934, 1938, 1982, 2006)
Γερμανία3 (1954, 1974, 1990)
Αργεντινή2 (1978, 1986)
Ουρουγουάη2 (1930, 1950)
Γαλλία1 (1998)
Αγγλία1 (1966)
Ισπανία1 (2010)

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου