Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός
Τά γλυκά βράδια τοῦ Δεκαπενταύγουστου ψάλλονται στίς Ἐκκλησίες μας ἐναλλάξ οἱ δύο κατανυκτικοί Παρακλητικοί Κανόνες, ὁ Μικρός καί ὁ Μέγας.
Δυό ὕμνοι πασίγνωστοι, δημοφιλεῖς, πού ἔχουν καταστεῖ ἡδύτατο «ἄκουσμα καί λάλημα» τῶν ἑλληνοφώνων Ὀρθοδόξων, ταπεινή ἐξομολόγηση ἀμέτρητων ψυχῶν, θρηνητική καί παρακλητική ἀναφορά τοῦπληρώματος τῶν πιστῶν στήν Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμου, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ὁ δεύτερος ἀπό τούς Κανόνες αὐτούς, ὁ καί Μέγας ὀνομαζόμενος, εἶναι ποίημα τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Θεοδώρου B΄ τοῦ Λασκάρεως, τοῦ Βασιλιᾶ πού τίμησε καί ὕμνησε ὅσο λίγοι τήν Παναγία.
Ἄν ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας φιλόσοφος Πλάτων θεωροῦσε ὡς πρώτιστο παράγοντα ἐπιτυχίας τοῦ Βασιλιᾶ τῆς «Πολιτείας» του τό «φιλοσοφεῖν», «ἡ ἐπώνυμος τοῦ Χριστοῦ καινή πολιτεία» -ἡ Ἐκκλησία- ἀνέδειξε αὐτοκράτορες θεολόγους, πού θεολογοῦσαν ὄχι ὡς φιλόσοφοι, στοχαστικά καί διανοητικά, ἀλλά μέσα ἀπό τήν πράξη τῆς ἀσκήσεως καί μετανοίας, βάπτοντας τόν κάλαμο στά νάματα τῆς πίστεώς τους καί στά δάκρυα τῆς μετανοίας τους.
Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ Θεόδωρος B΄ Λάσκαρις (1222—1258), πού κάθισε στό θρόνο τῆς ‘Ελληνικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας μερικά μόνο χρόνια (1254—1258).
Φύση ἀσθενική, ἀλλά καί καλλιτεχνική, ὁ Θεόδωρος B΄, λίγο πρίν ἀπό τό θάνατό του, ἀναζήτησε τήν σωτηρία στό Μοναστήρι. Ἔγινε μοναχός, παίρνοντας τό ὄνομα Θεοδόσιος. «Ἀσθενής σάρξ τόσον διά νά διοικήσῃ,ὅσον καί διά νά λυτρωθῇ» -κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ Καθηγ. Νικ. Τωμαδάκη-, ἀκολούθησε τήν κοινότατη παράδοση τοῦ Βυζαντίου/Ρωμανίας τῆς καταφυγῆς στό Μοναστήρι, πού λειτουργεῖ στήν Ὀρθοδοξίαὡς «ἰατρεῖον πνευματικόν», στό ὁποῖο μπορεῖ ὁ πιστός νά ἐπιτύχει τήν κάθαρσή του ἀπό τά πάθη, γιά νά καταστεῖ δυνατή ἡ πορεία του στή σωτηρία-θέωση.
Ἦταν φυσικό, συνεπῶς, τό ἱερό Πρόσωπο τῆς Παναγίας νά βρίσκεται στό κέντρο τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα, ἀφοῦ Αὐτή μαζί μέ τόν «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, εἶναι στήνὈρθοδοξία τά πρότυπα καί οἱ χειραγωγοί τῶν ἀσκουμένων, τῶνἀγωνιζομένων γιά τή λύτρωσή τους πιστῶν.
‘Η ἀγάπη τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως καί ἡ ἀφοσίωσή του στήν Παναγίαἐκφράσθηκε σέ σπουδαιότατα ποιητικά καί ἐγκωμιαστικά κείμενά του, πού κατέχουν σημαντική θέση στό θεολογικό καί γενικότερα τό συγγραφικό του ἔργο. Στό ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι αἰσθητός συνεχῶςὁ σπαραγμός τῆς καρδιᾶς του, καρπός εἰλικρινοῦς μετανοίας, ἡ συντριβή καί ταπείνωσή του, ἡ ἀταλάντευτη πίστη του στή βοήθεια τῆς Θεοτόκου καί στή δυνατότητα σωτηρίας. «Αἱ κραυγαί τῶν πόνων του ἀκούονται εἰς τήν ὑμνογραφίαν εἰλικρινέστεραι παρά ὁπουδήποτε» (Ν. Β. Τωμαδάκης).
Μέσα στήν πλουσιότατη ὑμνογραφική παραγωγή, πού σχετίζεται μέ τό Πρόσωπον τῆς Παναγίας, οἱ ὕμνοι αὐτοί τοῦ βασιλέως Θεοδώρου κατέχουν ἰδιαίτερη θέση. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα καί δυνατότερα ποιητικά δημιουργήματα, πού συνάγουν καί ἐκφράζουν ὅ,τι θά εἶχε νάἐξομολογηθεῖ κάθε πάσχουσα χριστιανική καρδία πρός τή Θεοτόκο, ἡὁποία ὡς Παναγία, Μητέρα καί Παρηγορήτρια, μπορεί νά μεταφέρει στόν Υἱό καί Θεό της τά αἰτήματά μας.
Τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνος. Ὁ κανόνας τοῦ Λασκάρεως εἶχε ὅλες τίςἀπαραίτητες προϋποθέσεις, γιά νά περάσει ἀπό τό χῶρο τῆς προσωπικῆς ποιήσεως στή λειτουργική ποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. ‘Η κατανυκτικότητά του, ὁ ἐξομολογητικός καί θρηνητικός τόνος του, τάἐνδιαφέροντα κάθε ψυχή αἰτήματά του, ὁ ὑμνητικός καί ἱκετευτικός παλμός του, γίνονται μέσα ἐκφραστικά σέ κάθε ἀνθρώπινη καρδιά καί προσευχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
Μιά συνοπτική θεώρηση, τῆς θεματικῆς τοῦ Κανόνος μπορεῖ νά συνοψισθεῖ στίς ἀκόλουθες ἐπισημάνσεις: Τό θέμα τοῦ Ποιήματος, τόὁποῖο ἀποτελεῖ σύνοψη τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας, εἶναι ὁ πρό τοῦΘεοῦ ἱστάμενος «ταλαίπωρος ἄνθρωπος» (Ρωμ. 7,24), γεμάτος τραύματα ψυχικά καί σωματικά, ἀνίκανος νά βρεῖ τή λύτρωση καί τήν ἀπαλλαγή ἐκτῶν δεινῶν. Γι’ αὐτό καί καταφεύγει στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού μόνη μπορεῖνά τόν ὁδηγήσει τόσο στήν πρόσκαιρη (σωματική), ὅσο καί στήν αἰώνια (ψυχική) σωτηρία.
Θλίψεις, ἀνάγκες, πειρασμοί παντοῖοι συνθέτουν τό ζοφερό σκοτάδι τοῦἀγωνιζομένου στόν κόσμο αὐτό ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς καί γεωγραφικοῦχώρου. Καταστάσεις, πού ἀγγίζουν συχνά τά ὁριακά τους σημεῖα καίὁδηγοῦν στήν ἀπόγνωση καί τήν ἀπιστία.
‘Η πάλη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό ὄχι σπάνια, μέσα ἀπό ὅλο αὐτό τό καταθλιπτικό βιοτικό βάρος, ὁδηγεῖ στήν πνευματική αὐτοκτονία, τή Θεομαχία. Γιατί εἶναι εὔκολο, ὅταν χαθοῦν oἱ προϋποθέσεις τῆςἐκκλησιαστικῆς θεολογήσεως καί ἐπικρατήσουν κοσμικά - φεουδαρχικά κριτήρια, ὅπως τά φράγκικα, νά θεωρηθεῖ ὁ Θεός ὄχι ὡς Πατέρας (Λουκ. 15, 11 ἑ.ἑ) καί Ἀγάπη (A’ Ἰωάν. 4, 8), ἀλλ’ ὡς ἐκδικητής καί τιμωρός τῆςἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Κάθε ἄνθρωπος, σέ στιγμές νηφαλιότητας καί αὐτοενδοσκόπησης, ἀναγνωρίζει τήν ἁμαρτία του, τά τραγικά τουἀτοπήματα, τήν ἀνομία καί ἀποστασία του.
Καί ὁ Θεόδωρος -καί γι’ αὐτό ἔγινε στόμα κάθε χριστιανικῆς καρδιᾶς-ἀναγνωρίζει τήν ἁμαρτωλότητα καί ἀναξιότητά του μπροστά στή Θεία καθαρότητα καί μεγαλωσύνη. Εἶναι «ὁ ταπεινός καί ἄθλιος» (γ, 1), ὁ«πανάθλιος» (δ, 2), «ὁ ἄσωτος» (δ, 3), πού παλεύει μέσα σέ μιάνἀδυσώπητη τρικυμία «δεινῶν, συμφορῶν καί βλάβης καί κινδύνων καί πειρασμῶν» (ζ, 4). ‘Ως ὀρθόδοξος ὅμως πιστός, θρεμμένος μέσα στήνἁγιοπατερική παράδοση τῶν Προφητῶν - Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν ‘Αγίων, ξέρει ὅτι ἡ ἐλπίδα του εἶναι πάντα στό Θεό, στή Χάρη καί Ἀγάπη του. Μέσα στήν ἀσίγαστη ἀγωνία του, στήν τραγική μοναξιά του, βλέπει σ’ Αὐτόν φῶς καί βοήθεια:
«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον, θερμή προστασία, καί σήν βοήθειαν δός μοι τῷ δούλῳ σου... τῷ τήν σήνἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς...» (γ, 1).
Δέν στρέφεται ὅμως ἀπ’ εὐθείας στόν Θεό, οὔτε στόν Θεάνθρωπο Χριστό,ἀλλά στήν Παναγία. ‘Οποιαδήποτε προτεσταντική αἵρεση -κορύφωση τῆςἐκλογίκευσης τῆς πίστεως στή φράγκικη Δύση- θά ἔσπευδε νάἐπαναλάβει τίς γνωστές της κατηγορίες ἐναντίον τῆς ὀρθόδοξης παραδόσεως γιά τήν πίστη στήν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου καί τῶν ‘Αγίων.Ὁ ποιητής μας, ὅμως, πού κινεῖται στό αὐθεντικό ἐκκλησιαστικό κλῖμα, ξέρει ὅτι «πολλά ἰσχύει δέησις Μητρός» καί τῶν φίλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν ‘Αγίων. Οἱ Θεούμενοι - Ἅγιοι εἶναι oἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ πού ἔχουν σ’ Αὐτόν «παρρησίαν» καί μποροῦν νά «ἐρίζουν» ἀκόμη μαζί Του γιά τή σωτηρία μας. Γι’ αὐτό καί ἔχει τό θάρρος νά ὁμολογήσει:
«Καί ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; ποῦ προσφύγω; ποῦ δέ καί σωθήσομαι; τίνα θερμήν ἕξω βοηθόν;... Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου· σῶσόν με» (δ, 1· πρβλ. θ. 1). Μέσα στήν ἐπίγνωση τῆς ἀναξιότητάς του ὁ πιστός Βασιλεύς - Μοναχός Θεόδωρος καταφεύγει στήν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου πρός τόν Υἱόν καί Θεόν της (α, 4). Γιατί ξέρει, ὅτι ἡ Παναγία συνδέεται μέ μιά εἰδική σχέση μέ τόν Χριστό, τόν Θεό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου, τή σχέση τῆς μητρότητος. Γι’ αὐτό τήν ὁμολογεῖ ὡς «ἀληθῆ Θεοτόκον» (γ, 4), «Μητροπάρθενον», “Θεόνυμφον” (ε, 1) καί “Θεονύμφευτον” (α, 1), καταφάσκοντας ἔτσι τό σχετικό δόγμα τῆς Γ΄ καί Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. ‘Υπό τήν ἰδιότητά της αὐτή ἡ Παναγία ὄχι μόνο «σώζει», ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἀλλά καί χαρίζει ζωή, γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται «φυσίζωος» (γ, 4). ‘Ως Μητέρα τοῦΘεοῦ ἡ Παναγία μετέχει τοῦ θείου ἀκτίστου φωτός καί μεταδίδει τό φῶς τῆς χάριτος: «'Αλλ’ ἡ φῶς τετοκυῖα, τό θεῖον καί προαιώνιον, λάμψον μοι τό φῶς τό χαρμόσυνον» (α, 1 πρβλ. ζ, 1).
Ἀξία: Ὁ Κανόνας διατρανώνει τή ζωή μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τό Χριστό -τήν Κεφαλή- καί ὅλους τούς ‘Αγίους, μέ πρώτη τήν Παναγία. Αὐτός ὁ ἐκκλησιαστικός καί συνάμαἐκκλησιολογικός του χαρακτήρας, τόν καταξίωσε σέ ὕμνο καί προσευχή τῶν ὀρθοδόξων. Τό ποίημα τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως διασώζει τήνὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν Παναγία καί τή σχέση της μέ τόν Χριστό καί τό σῶμα του, τόν Λαό Του. Ἤδη ἀπό τά παραπάνω ἔχει φανεῖ ὁδογματικός του πλοῦτος, εἰδικά ὡς πρός τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Στάπροηγούμενα δογματικά ἐπίθετα - χαρακτηρισμούς τῆς Παναγίας πρέπει νά προστεθοῦν καί τά ἀκόλουθα: Πανάχραντος (α, 2), Δέσποινα (πολλ.), Κόρη (α, 4· γ, 2) -πού ἰσοδυναμεῖ μέ τό Παρθένος (δ, 3) καί Μητροπάρθενος (ε, 1), Πάναγνος (δ, 2), ‘Αγνή (η, 2), ἄσπιλος (δ, 3) «Δεσπότου Θεοῦ Μήτηρ» (8, 4), ὅλα φορτισμένα δογματικά - θεολογικά, πού συνιστοῦν τήν παραδοσιακή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Παναγία. Δογματικό χαρακτήρα καί ἁγιογραφικό ὑπόβαθρο ἔχουν καί οἱ χαρακτηρισμοί τοῦτροπαρίου η, 4: “Χαῖρε θρόνε πυρίμορφε Κυρίου, χαῖρε θεία καί μανναδόχε στάμνε· χαῖρε χρυσή λυχνία, λαμπάς ἄσβεστος...”, ἀναφερόμενοι στήνἰδιότητα τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.
Γενικά καί ἀπό πλευρᾶς ποιητικής ὁ Κανόνας εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐπιτυχημένα δείγματα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, πού καί ἡ μορφή του μαρτυρεῖ ὅλα τά προσόντα καί τόν βαρύ φιλολογικό ὁπλισμό τοῦμακαριστοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας Θεοδώρου.
(Ἀποσπάσματα ἀπό τό ὁμώνυμο ἄρθρο τοῦ συγγραφέως, πού βρίσκεται στόν τόμο «Νίκαια - Ἱστορία, Θεολογία, Πολιτισμός 325 - 1987», Ἔκδοση Ἱ. Μητροπόλεως Νικαίας, Νίκαια 1988).