Περπατώντας ένα ανοιξιάτικο απομεσήμερο στο κέντρο της πόλης μας τα βήματα μου με οδήγησαν στην Πλατεία Συντάγματος. Έχοντας στον νού μου όλα αυτά που τα τελευταία χρόνια έχουν συμβεί στην ιστορική Πλατεία και στα πέριξ αυτής και καθώς ένοιωθα μια αδιαόρατη μιζέρια και θλίψη να με κατακλύζει, κοντοστάθηκα σε μια απόμερη γωνιά για να αναμετρηθώ με το παρόν και το παρελθόν αυτής της πόλης. Μιας πόλης που, ιστορικά εδώ και αιώνες, η καθημερινοτητά της αποτελεί βασικό δρομοδείχτη της ελληνικής πορείας και διαδρομής.
Σκυμμένα κεφάλια παντού γύρω μου, κατηφείς υπάρξεις, άνθρωποι που βιάζονται, βλέμματα χαμένα στο κενό. Όλα αυτά συνεπικουρούν τους οικονομικούς και άλλους δείκτες των ειδικών, ότι σε αυτή την γωνιά του πλανήτη κάτι δεν πάει πράγματι καλά. Σ’ αυτή την γωνιά του πλανήτη, οπου οι άνθρωποι, αιώνες τώρα, αγωνίστηκαν με πάθος για τα ουσιώδη της ζωής, για τις τέχνες, τον πολιτισμό, τα γράμμματα, την μουσική, για το επέκεινα, για την φιλοσοφία, την μεταφυσική, τον Θεό…
Για κάποια δευτερόλεπτα δίστασα για το αν έπρεπε να συνεχίσω την διαδρομή μου προς την πλάκα από την Ερμού, με το πολύβουο ανθρώπινο μελίσσι ή θα ήταν καλύτερα να κατηφόριζα από την πιο μοναχική Μητροπόλεως. Διάλεξα το δεύτερο.
Οι καταστηματάρχες στις πόρτες των μαγαζιών τους επισκοπούσαν για πιθανούς αγοραστές, καποιοι μοναχικοι τουρίστες παρατηρούσαν τα μαγαζιά με τα ενθύμια, πιο κάτω σε κάποιες ταβέρνες διαφημιζόταν ο περίφημος ελληνικός μουσακάς, ενώ συγχρόνως, οι γηγενείς συνέχιζαν να περπατούν σκεφτικά και σκυμμένα.
Κάπως έτσι κατέβαινα και εγώ γρήγορα για να προλάβω να απολαύσω το αττικό ηλιοβασίλεμα με την παρέα μου σε ένα από τα καφέ της πλάκας. Και όμως φθάνοντας στην πλατεία χωρίς να το ξέρω με περίμενε ένας παλιός φίλος φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις... Ένας Άρχοντας πραγματικός ,ένας ευγενής ευπατρίδης που είχε καταφέρει να με σκλαβώσει και να με λυτρώσει.
Σπυρος Περιστέρης, ο μύθος, ο απόλυτος εκκλησιαστικός καλλιτέχνης. Οι αναμνήσεις μου από τις χρυσές δεκαετίες του Καθεδρικού Ναού με κατέκλυσαν και η απαλή και μελωδική του φωνή ξανακούστηκε στα αυτιά μου να μου λέει: «καλό μου παιδί...» Έτσι με αποκαλούσε όταν νέος, έφηβος ακόμα, ξεκινούσα την πορεία μου στην εκκλησιαστική τέχνη. Όταν δειλά δειλά ανέβαινα στο αναλόγιο της χορωδίας του, μη υποψιαζόμενος, τότε, το μέγεθος του Ανδρός.
Ηταν αρχές αυτού του Απρίλη όταν «συνάντησα» μετά από χρόνια τον Δάσκαλο στα προπύλαια του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών. Κάθησα στο παγκάκι απέναντι και μέσα μου άρχισα να ξετυλίγω το κουβάρι μιας ζωής ολόκληρης.
Πέρασαν ήδη 13 χρόνια από την εξοδό του από αυτή την ζωή.
14 Σεπτεμβρίου 1998. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτού μου. για να μου ανακοινώσει, ο καλυτερός μου φίλος, το δυσάρεστο άγγελμα. Και να, τώρα, βρίσκομαι έξω από τον θρυλικό Ναό της Πρωτεύουσας, παραμονές μιας ακόμα Μεγάλης Εβδομάδος.
Ερημιά παντού, οι πύλες του κλειστές, γεμάτος σκαλωσιές, αφου γίνονται έργα για την αποκατάσταση των ζημιών από τον σεισμό του’98. Ο Αγ. Διονύσιος ο Αεροπαγίτης, έμαθα, ότι είναι ο προσωρινός Καθεδρικός Ναός και εκει βρίσκονται οι συνεχιστές της χορωδίας.
Τίποτα δεν θυμίζει εκείνες τις λαμπρές εποχές. Την ζεστασιά, την γαλήνη, την δύναμη που έβγαζαν οι ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος... Τα ιλαρά χρώματα του αττικού δειλινού, έδεναν απόλυτα με τα ηχοχρώματα που απέδιδε ο κορυφαίος ερμηνευτής.
«Οιστρος ακολασίας….». Αυτή την υπέροχη μελωδία με την ύφεση στον ΠΑ, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ήταν εμπνευσμένη από το αττικο δειλινό; Ποιός δεν ένοιωθε την αύρα της θάλασσας να κατακλύζει τα σωθικά του στο «...τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ…»
Η Μ. Εβδομάδα ξεκινούσε πανηγυρικά την Κυριακή των Βαΐων το πρωί. Θυμάμαι, μια χρονιά, τον Σπύρο Περιστέρη, να ερμηνεύει «Την κοινήν Ανάστασιν» από τονική βάση SOL δίεση!! Όταν το μέλος εφθασε στο «...Σοί τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοώμεν…» δεν μπορώ να ξεχάσω την ανατριχίλα που ένοιωσα. Εσείετο η Μητρόπολη από την συγκλονιστική ερμηνεία της μελωδίας του. Ο δάσκαλος, στην Λειτουργία των Βαΐων, απέδιδε έναν τέταρτο ήχο «αρχαιοπρεπή» και με έντονο το αίσθημα της αναμονής για τα επερχόμενα σπουδαία.
Και μετά το τέλος της Λειτουργίας, λιγομίλητος, πήγαινε να ξεκουραστεί για την πρώτη Ακολουθία του Νυμφίου..
Τέτοια περίπου ήταν η ώρα όταν οι συνεργάτες του τον έφερναν στην Μητρόπολη. Με το χαρακτηριστικό του βάδισμα να προχωρά, από το δεξιό κλίτος, προς το Ιερό, για να ετοιμαστεί.
Η εισαγωγή στον Νυμφίο… «Εκ Νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου…».
και μετά, τό περίφημο «Ερχόμενος ο Κύριος...»
Όλα αποτελούσαν προκλήσεις για δυσθεώρητες πνευματικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις.
· Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται... Ότε οι ένδοξοι μαθηταί.... με τις αριστοτεχνικές εναρμονίσεις, ο Κανόνας του Μ. Σαββάτου με τα DO, που όσο και να έχουν αμφισβητηθεί από τους υπέρμαχους της «κουραστικής» μονοφωνίας, αποτελούν μνημεία εκκλησιαστικής τέχνης. Διατηρούν την ιερότητα στην ερμηνεία και κοινωνούνται εκκλησιαστικά από τον πιστό, χωρίς να παρεμβάλλουν μονολιθικές φόρμες θρησκευτικών προτύπων που ως στόχο τους έχουν να δημιουργήσουν «δέος» και «φόβο». Η μυσταγωγία, κατά τον Περιστέρη, είναι φώς, ήλιος, αίσθηση και όχι φλύαρος συναισθηματισμός ούτε αποστεομένες ιεροτελεστίες εκπεφρασμένες σε σκληρυμένα μουσικά μοτίβα και τρόπους έκφρασης. Δεν είναι τυχαίο ότι από φημισμένους συνθέτες και διανοούμενους, ο δάσκαλος χαρακτηρίστηκε ως «ο Ελύτης της εκκλησιαστικής μουσικής». Ετσι, λοιπόν, το έργο του δεν υπερβάλλει στον συναισθηματισμό, όπως κάνει η ευρωπαική εκκλησιαστική μουσική, όπως η σχολή Σακελλαρίδη αλλά και ούτε παρουσιάζεται σκοτεινή και φίλο-μεσαιωνική, όπως η σχολή Καρρά. Έχει απόλυτα την αίσθηση του μέτρου όπως την δίδαξαν σε αυτή την γη, αιώνες τωρα, οι προγονοί μας. «Έβαζε», μελωδικά πάλι, στο στόμα του Χριστού τα λόγια «...ει ουν υμείς φίλοι μου εστέ...» και σε καλούσε να Τον ακολουθήσεις με το ξέσπασμα «εμέ μιμείσθαι». Και δακρύζοντας, διαπίστωνε την μεγάλη αλήθεια: «Εγώ ειμί της ζωής η άμπελος».
· Η Ακολουθία των Παθών ξεκινούσε, αν θυμάμαι καλά, στις 6:30 το απόγευμα. Απο κάτι παλιές μεταδόσεις της ΕΡΤ, βλέπω και ξαναβλέπω αυτή την Ακολουθία. Και κάθε φορά ανακαλύπτω και κάτι διαφορετικό. Κάτι το διαφορετικό. Με χρονική αγωγή και με τις κατάλληλες μελωδικές φόρμες, κατάφερνε να μεταφέρει τον πιστό στα γεγονότα που συνέβησαν εκείνο το βράδυ. Χωρίς δραματικές και θεατρικές κορώνες, έτσι όπως η «στιγμή» των Παθών εξελισσόταν τα χρόνια εκείνα, αποτέλεσε και αποτελεί μνημείο εκκλησιαστικής τέχνης. Με τον αριστερό χορό, υπό τον Ευάγελλο Τζελλά, να ακολουθεί άνετα την μεγαλειώδη απόδοση του Πρωτοψάλτη, με έναν Αρχιεπίσκοπο (αναφέρομαι στον μακαριστό Σεραφείμ Τίκκα) να παρακολουθεί σεμνά την Ακολουθία και να παρεμβαίνει λειτουργικά μόνο εκεί που πρέπει, με το Ιερατείο να απαγγέλει υποδειγματικά τα αποσπάσματα των Αποστόλων από τα Πάθη, με τους εκάστοτε Διακόνους να αποδίδουν σε πολύ υψηλές περιοχές, με πάθος και δύναμη που τους έδινε η νιότη το 12ο Ευαγγέλιο και να προκαλούν ρίγος στο εκκλησίασμα.
Όλα αυτά, λοιπόν, εκτός από την μεταφυσική δυναμική που κάθε μια Ακολουθία έχει, αποτελούν «μνημείο εκκλησιαστικής μουσικής», το οποίο πρέπει να παραδίδεται στους Σπουδαστές της εκκλησιαστικής μουσικής σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Αυτό είναι το «εκκλησιαστικό ελληνικό ορατόριο».
· Έχει ξημερώσει Μ. Παρασκευή. Είναι η ώρα της εμμελούς απαγγελίας μπροστά στον Σταυρό. Ο καλλιτέχνης του αιώνα μας, ίσταται μόνος του κάτω από τον Σταυρό Αυτού που ἠταν η μεγάλη του αγάπη, ο μεγάλος του πόθος, η μεγάλη του έμπνευση. Και κάθε φορά το αποτέλεσμα, μεγαλειώδες. Γιατί με τον Περιστέρη, η κάθε φορά ήταν σαν να’ναι η πρώτη φορά. Και ακόμα τότε που είχε αρκετα μεγαλώσει και τον εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του, αυτή η κόπωση γινόταν γλυκια, μελωδική, ανθρώπινη που δεν κούραζε. Και αυτό το πάθος του ανταμείφθηκε με την γαλήνεια Έξοδό του από την ζωή, ανήμερα του Σταυρού.
· Δειλινό Μ. Παρασκευής, «η πιο ερωτική ώρα του χρόνου», όπως έγραψε ο Ν. Ξυδάκης στην Καθημερινή. Παντού ησυχία, «σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία…» Είναι η ώρα των εγκωμίων στον Μεγάλο Νεκρό!! Κλασσικές μουσικές φόρμες. Κάποιες χρονιές και το «Αι γεννεαί πάσαι...» κατά Σακελλαρίδη, για «να κάνει την χάρη του ιερατείου και του κόσμου». Και παρ’όλη την«επισημότητα» της βραδιάς, τους πολιτικούς και στρατιωτικούς σε αυστηρό πρωτόκολλο, το άγημα, τα ακριβά φορέματα και κουστούμια, και πάλι η ερμηνεία του ήταν τόσο μεγαλοπρεπής και παθιασμένη (θυμάμαι τα αργά Ευλογητάρια του Λαμπαδαρίου σε συνεπτυγμένο χρόνο και δακρύζω) που έβγαινες από τον Ναό έχοντας γαλήνη και αίσθηση Θεού, σαν να ήσουν σε ένα παπαδιαμαντικο ξωκκλήσι, κάπου στο Αιγαίο.
Εχει αρχίσει και φυσάει κρύο αεράκι. Είναι αρχές του Απρίλη και η άνοιξη ακόμα δεν είναι κραταιά. Αυτή η παγωμένη αίσθηση, μου υπενθυμίζει ότι πρέπει να συνεχίσω για κάτω για να συναντήσω τους γνωστούς μου. Εχει βραδιάσει και έχω αργήσει.
Εγώ πια, έχω εγκαταλείψει τον χώρο του αναλογίου. Σε ‘κείνο το παγκάκι, μόλις ξανάζησα την Μ. Εβδομάδα της αθωότητας, του πολιτισμού, των γιγάντων...
ο Αθηναίος