http://www.bankingnews.gr/
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Α. ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
Α.1. Η ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑ
Ετεροδικία καλείται η μη υπαγωγή ξένων κρατών στη δικαιοδοσία των εγχώριων δικαστηρίων. Η αναρμοδιότητα αυτή των εγχώριων δικαστηρίων στο να εκδικάζουν υποθέσεις τις οποίες διάδικο μέρος είναι ένα ξένο κράτος αποτελεί καθιερωμένο κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου.
Μπορούμε να δικαιολογήσουμε το θεσμό της ετεροδικίας με δύο κριτήρια:
α) Το ξένο κράτος, στην περιοχή της δράσεως του πρέπει να εξασφαλίζεται από οποιαδήποτε παρεμβολή ξένου κράτους (αρχή της μη επεμβάσεως ενός κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους) και,
β) Η ομαλότητα στις διεθνείς σχέσεις εξασφαλίζεται περισσότερο με την οριοθέτηση των περιοχών δράσεως του κάθε κράτους.
Η αρχή της ετεροδικίας, δεν αποκλείει, ώστε τα κράτη, όταν προκύπτει συγκεκριμένο πρόβλημα, να διαπραγματεύονται και να βρίσκουν λύσεις, που δεν περνούν από τη δικαστική εξουσία του ενός ή του άλλου κράτους.
Η ετεροδικία καλύπτει:
α) πρόσωπα που από την ιδιότητά τους είναι στενότατα συνδεδεμένα με τη λειτουργία του Κράτους και ειδικότερα με τις εξωτερικές τους σχέσεις, και
β) πράξεις που πραγματοποιούνται στο όνομα και για λογαριασμό του ξένου κράτους.
Α.2. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
Μετά την ρωσική επανάσταση του 1917, έχει παρατηρηθεί εντυπωσιακή μεταβολή στους φορείς των οικονομικών σχέσεων. Το κράτος, όχι μόνο στα σοσιαλιστικά συστήματα, αλλά και σε άλλα μικτά συστήματα, είναι ένας φορέας που συνεχώς παρεμβαίνει στις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές. Ο θεσμός της ετεροδικίας αλλοιώνεται, αφού η δικαιολογητική βάση είναι η αποτροπή παρεμβάσεων στην αρμοδιότητα του ξένου κράτους, το οποίο ασκεί πολιτική εξουσία.
Εάν ένα Κράτος λειτουργεί σαν έμπορος, τότε το προνόμιο της ετεροδικίας σημαίνει άνιση μεταχείριση του κράτους αυτού έναντι του αντισυμβαλλομένου του. Αυτός ο αντισυμβαλλόμενος, που είναι συνήθως ιδιώτης, με βάση την απόλυτη ισχύ του προνομίου της ετεροδικίας, χάνει τη δυνατότητα έννομης προστασίας από τα δικαστήρια.
Τα δικαστήρια κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν εν τοις πράγμασι το θέμα. Προκειμένου να καταστεί δυνατή, αφενός η παροχή έννομης προστασίας και αφετέρου να μην παραβιαστεί το προνόμιο της ετεροδικίας, τα Δικαστήρια κατέληξαν σε μια λειτουργική διάκριση των πράξεων. Άρχισαν, δηλαδή, να διακρίνουν τις πράξεις του κράτους, ανάλογα με την επιτελούμενη λειτουργία τους.
Έτσι, εκείνες οι πράξεις που εκδήλωναν δημόσια εξουσία παρέμειναν έξω από τη δικαιοδοσία των εγχώριων δικαστηρίων, ως υποκείμενες στο προνόμιο της ετεροδικίας, ενώ οι υπόλοιπες, που αποτελούσαν πράξεις διαχείρισης, μπορούσαν να εκδικάζονται, ώστε να διαφυλαχθεί η έννοια της δικαιοσύνης στις διεθνείς σχέσεις.
Με βάση τα παραπάνω, στην δεύτερη περίπτωση, ο Δικαστής, αν διαπιστώσει, πως η επίδικη πράξη μπορεί να τελεστεί και από ιδιώτη, δηλαδή δεν είναι από εκείνες που αποτελούν προνόμιο της δημόσιας εξουσίας, κηρύσσει το Δικαστήριο αρμόδιο να εξετάσει την αγωγή και δεν κωλύεται από την ετεροδικία.
Η παραίτηση από την ετεροδικία, που αποτελεί δικαίωμα του εναγομένου ξένου κράτους, πρέπει να είναι ρητή και σαφής. Είναι ρητή, όταν αναφέρεται σε γενική ή ειδική διμερή εμπορική συμφωνία, που ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη παραιτούνται αμοιβαία από το δικαίωμα της ετεροδικίας για τις πράξεις που αφορούν τη σύμβαση.
Παραίτηση από την ετεροδικία μπορεί να γίνει και σιωπηρά. Έτσι, η υποβολή αγωγής από τον εκπρόσωπο του ξένου κράτους, υποδηλώνει σιωπηρή παραίτηση από την ετεροδικία. Το ίδιο συμβαίνει με τη διατύπωση ρήτρας διαιτησίας σε συμβάσεις μεταξύ κρατών και ξένων ιδιωτών.
Α.3. ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑΣ
Αρχικά, το αγγλοσαξονικό σύστημα τάχθηκε υπέρ του δόγματος της απόλυτης ετεροδικίας. Ωστόσο, τα τελευταία 30 χρόνια σημειώθηκε μια ραγδαία εξέλιξη, που οδηγεί στην εγκατάλειψη της απόλυτης ετεροδικίας του ξένου κράτους.
Στις ΗΠΑ, η εξέλιξη αυτή έχει την αφετηρία της στην επιστολή που απέστειλε το 1952 ο αναπληρωτής νομικός σύμβουλος του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών (γνωστή ως Tate Letter) προς το υπουργείο δικαιοσύνης.
Η επιστολή αυτή έδινε την εξής κατευθυντήρια γραμμή: Στο μέτρο που τα δικαστήρια θα ζητούσαν τη γνώμη του υπουργείου των εξωτερικών, η αναγνώριση της ετεροδικίας υπέρ του ξένου κράτους είναι νοητή μόνο όταν το ξένο κράτος ενεργεί υπό την κρατική του ιδιότητα και όχι ως έμπορος.
Η Tate Letter υιοθέτησε, λοιπόν, τη γνωστή διάκριση μεταξύ πράξεων σε iure imperii (δίκαιο των πράξεων δημόσιας εξουσίας) και iure guestionis (δίκαιο των πράξεων που μπορούν να τελεστούν και από ιδιώτη).
Στη λογική αυτή ψηφίστηκε στην Μεγάλη Βρετανία, η νομοθετική πράξη «State Immunity Act -1978» (συντομογραφικά: SIA), καθώς και η αντίστοιχη νομοθετική πράξη των ΗΠΑ με την ονομασία, «Foreign Sovereign Immunities Act-1976» (συντομογραφικά: FSIA).
Έτσι, πχ, το Εφετείο της Μ. Βρετανίας, στην υπόθεση Trendex vs Central Bank of Nigeria, δέχτηκε την αρμοδιότητα των Βρετανικών Δικαστηρίων σε αγωγή κατά της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας, δηλαδή αγωγή κατά νομικού προσώπου, που αποτελεί κατ’ εξοχήν όργανο ξένης πολιτείας.
(Ιστορικό της υποθέσεως: Η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας είχε εκδώσει εγγυητική επιστολή σε βρετανική τράπεζα, για αγορά τσιμέντου που πραγματοποιήθηκε απευθείας από τον Νιγηριανό Υπουργό Άμυνας. Η εγγυητική επιστολή αποδείχτηκε ακάλυπτη. Ωστόσο, θεωρήθηκε ότι η πράξη αυτή του νομικού προσώπου του αλλοδαπού κράτους, ήταν πράξη διαχείρισης (iure gestionis) και συνεπώς μπορούσε να κριθεί από τα Βρετανικά Δικαστήρια).
Τα τελευταία χρόνια, νομολογία και επιστήμη επιδιώκουν ολοένα και μεγαλύτερο περιορισμό του θεσμού της ετεροδικίας. Υποστηρίζεται, πια, η άποψη ότι, όταν ένα κράτος εμφανίζεται στην αγορά και προβαίνει σε πράξεις, οι οποίες στις ανοιχτές οικονομίες καλύπτονται από δικαστική προστασία, τότε το ξένο κράτος υπάγεται στον εγχώριο δικαστή.
Και μάλιστα, η υπαγωγή αυτή είναι ανεξάρτητη από το εάν η πράξη που τελέστηκε ήταν πράξη εξουσίας ή πράξη διαχειρίσεως.
Η θεωρία αυτή αποκαλείται «Market Place Doctrine» (θεωρία της αγοράς) και, παρόλο που είναι υπερβολική, τείνει σήμερα να εφαρμοστεί.
Α.4. ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι άλλο πράγμα είναι η αρμοδιότητα των εγχώριων δικαστηρίων να εξετάζουν αγωγές που στρέφονται κατά ξένων κρατών (Ετεροδικία της Αρμοδιότητας – Immunity from Jurisdiction) και άλλο πράγμα είναι η δυνατότητα λήψεως εκτελεστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου (Ετεροδικία της Εκτέλεσης – Immunity from Execution), δηλαδή η εκτέλεση μιας αποφάσεως των εγχώριων δικαστηρίων (η απόφαση κρίνει ότι μια συγκεκριμένη πράξη αποτελεί πράξη διαχειρίσεως και προχωρεί στην εκδίκαση της, εκδίδει διάταξη του Δικαστηρίου και αυτή η διάταξη εκτελείται).
Το δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ως τμήμα του αστικού δικονομικού δικαίου, ανήκει στο Δημόσιο Δίκαιο.
Επίσης, διατάξεις που αφορούν σε ειδικότερα ζητήματα εκτέλεσης μπορούν να περιέχονται και σε άλλα νομοθετικά κείμενα, όπως λ.χ. το Ν.Δ. της 17.7-13.8/1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», όπου καθιερώνεται ειδική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, ή ο Νόμος 4332/1929, με τον οποίο θεσπίστηκαν δικονομικά προνόμια, ως προς την αναγκαστική εκτέλεση υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, ή τον πρόσφατο Νόμο 3068/2002 για τη συμμόρφωσή του Δημοσίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης κλπ προς τις δικαστικές αποφάσεις κα.
Οι κανόνες, ωστόσο, της αναγκαστικής εκτέλεσης από όποιο νομοθετικό κείμενο και αν προβλέπονται, οφείλουν να εναρμονίζονται πάντοτε με τις διατάξεις του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974) και του πρώτου πρωτοκόλλου αυτής, καθώς και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν.2462/1997), διαφορετικά είναι ανεφάρμοστοι.
Στην Ελλάδα, η ετεροδικία εκτελέσεως προβλέπεται ρητά από το άρθρο 923 του ΚΠολΔ, που αναφέρει ότι «αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του υπουργού της δικαιοσύνης».
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Όσον αφορά το ζήτημα της ετεροδικίας, περιορισμένο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί ετεροδικίας του κράτους» (1972). Η συνθήκη αυτή, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπογράφτηκε στη Βασιλεία στις 16-5-1972 και επικυρώθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Κύπρο.
Εφαρμόζεται και από άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά δεν έχει κυρωθεί από αυτά, με αποτέλεσμα να μην έχει αναπτύξει την απαραίτητη νομική ισχύ και δεσμευτικότητα.
Η σύμβαση αυτή αντιμετωπίζει περιοριστικά την ετεροδικία, αφού περιλαμβάνει κατάλογο περιπτώσεων κατά τις οποίες δεν χωρεί ετεροδικία υπέρ του αλλοδαπού κράτους και γι’ αυτό είναι προβληματική η ευρεία αποδοχή της.
Οι περιπτώσεις που προβλέπει είναι:
α) υποθέσεις που αφορούν σε υποχρεώσεις που ανέλαβε το ξένο κράτος λόγω συμβατικής σχέσεως και που η εκτέλεσή τους πραγματοποιείται στο έδαφος του κράτους του forum,
β) η συμμετοχή του ξένου κράτους σε εταιρία, που η έδρα της βρίσκεται στο έδαφος του κράτους του forum,
γ) πραγματοποίηση εμπορικής, οικονομικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας
δ) ακίνητα
ε) κληρονομικές σχέσεις
στ) αυτοκινητικά ατυχήματα
ζ) διαιτησία.
Για το πρωτότυπο κείμενο της συνθήκης στην Αγγλική γλώσσα, δείτε
http://conventions.coe.int/Treaty/EN/Treaties/Html/074.htm
Αντίστοιχο περιεχόμενο έχει και το άρθρο 12 της «Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών περί Δικαιοδοτικών Ασυλιών των Κρατών και της Περιουσίας τους» (United Nations Convention on Jurisdictional Immunities of States and their Property) η οποία υιοθετήθηκε το 2004, αλλά δεν έχει συγκεντρώσει, μέχρι σήμερα, τον απαιτούμενο αριθμό επικυρώσεων.
Για το πρωτότυπο κείμενο της Σύμβασης στην Αγγλική γλώσσα, δείτε:
http://untreaty.un.org/ilc/texts/instruments/english/conventions/4_1_2004.pdf
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το θέμα της ετεροδικίας έχει απασχολήσει τα Ελληνικά Δικαστήρια, πολύ πριν ανακύψει το ζήτημα του δικαίου το οποίο θα διέπει το PSI και το PSI+.
Ειδικότερα, σχετικά με το ζήτημα των Γερμανικών αποζημιώσεων, έχουν εκδοθεί μια σειρά αποφάσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν και ερμηνεύουν αυθεντικά το ζήτημα της ετεροδικίας. Έτσι, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Λιβαδειάς με την Απόφαση 137/1997, την οποία επικύρωσε η ολομέλεια του Άρειου Πάγου, με την Απόφαση 11/2000, έκρινε, ότι η Γερμανία δεν απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας, για τις φρικαλεότητες των ναζιστικών στρατευμάτων στο Δίστομο και οφείλει να καταβάλει αποζημιώσεις ύψους 28 εκ ευρώ, εντόκως, στους δικαιούχους των αποζημιώσεων.
Ωστόσο, αντίθετα, το 2002 το Ελληνικό Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε σε ανάλογη υπόθεση αγωγών αποζημίωσης που κατατέθηκαν από συγγενείς θυμάτων του Λιδωρικίου, ότι η Γερμανία απολαμβάνει ετεροδικίας ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων (Απόφαση 6/2002).
Το θέμα των Γερμανικών αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτό στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Επανερχόμενος στα του δικαίου της εκτέλεσης, στο πλαίσιο της ΕΕ και προς το σκοπό της ενοποίησης του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών της, ζητήματα εκτελεστότητας ρυθμίζονται πλέον από κανονισμούς, για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται η προηγούμενη νομοθετική τους κύρωση από τα κράτη μέλη. Αναφέρονται ενδεικτικά:
- Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που αντικατέστησε τη σύμβαση των Βρυξελλών. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις. Με την εξαίρεση της Δανίας, ο κανονισμός 44/2001 εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Στα άρθρα 38 επ. του κανονισμού προβλέπεται διαδικασία για την κήρυξη της εκτελεστότητας (exequatur) της αλλοδαπής απόφασης εντός της έννομης τάξης του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου θα συντελεσθεί η αναγκαστική εκτέλεση. Η διαδικασία αυτή είναι πιο απλοποιημένη σε σχέση με εκείνη που προβλεπόταν από τη σύμβαση των Βρυξελλών, καθώς η εκτελεστότητα χορηγείται μόνο με τη διεκπεραίωση ορισμένων διατυπώσεων και εναντίον της μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο μόνο από τον αντίδικο. Πάντως, παρουσιάζει κάποιες αποκλίσεις από τη διαδικασία του άρθρου 905 ΚΠολΔ.
- Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος. Ειδική κατηγορία εκτελεστού τίτλου αποτελεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ της 21ης Απριλίου 2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, με έναρξη ισχύος την 21η Ιανουαρίου 2005 (βλ. και κανονισμό (ΕΚ) 1869/2005 της Επιτροπής για αντικατάσταση των παραρτημάτων του κανονισμού (ΕΚ) 805/2004). Ήδη στο πρώτο άρθρο του κανονισμού 805/2004 αναφέρεται ρητά ότι αυτός «… αποσκοπεί στη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημόσιων εγγράφων σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να πρέπει να ακολουθείται στο κράτος μέλος της εκτέλεσης ενδιάμεση διαδικασία πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση». Τίτλοι εκτέλεσης που μπορούν να πιστοποιηθούν ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί τίτλοι είναι οι αποφάσεις, οι δικαστικοί συμβιβασμοί και τα δημόσια έγγραφα, επί μη αμφισβητούμενων αξιώσεων, καθώς επίσης και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν κατόπιν άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, δικαστικών συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων που πιστοποιήθηκαν ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί τίτλοι (άρθρο 3 κανονισμού).
Το άρθρο 5 του κανονισμού με τίτλο «κατάργηση του exequatur» προβλέπει ότι: «Απόφαση η οποία έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος στο κράτος μέλος προέλευσης, αναγνωρίζεται και εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί εκτελεστή και χωρίς να είναι δυνατή η προσβολή της αναγνώρισης της».
Κύριο, επομένως, χαρακτηριστικό του κανονισμού 805/2004 είναι ότι καταργεί την ενδιάμεση διαδικασία «exequatur». Η διαδικασία αυτή στην ουσία αντικαθίσταται από το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, το οποίο εκδίδεται από το δικαστήριο (στις περιπτώσεις των αποφάσεων και των δικαστικών συμβιβασμών, βλ. άρθρα 6 και 24 του κανονισμού) ή την αρχή (στις περιπτώσεις των δημοσίων εγγράφων, βλ. άρθρο 25 του κανονισμού) της χώρας προέλευσης του τίτλου, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 6 επ. του κανονισμού.
Ως προς τη διαδικασία της εκτέλεσης του άρθρου 20 του κανονισμού, προβλέπει ότι αυτή διέπεται καταρχήν από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, καθώς και ότι η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος εκτελείται υπό τους ίδιους όρους με την απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης.
Επομένως, το κράτος προέλευσης (αρμόδια δικαστήρια ή αρχές) έχει δικαιοδοσία ως προς την πιστοποίηση του τίτλου ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, ενώ το κράτος εκτέλεσης ως προς τα ζητήματα της εκτελεστικής διαδικασίας.
Επίσης προβλέπεται διαδικασία απόρριψης της εκτέλεσης κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη (άρθρο 21 του κανονισμού), εάν η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση, που εκδόθηκε σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εάν η προγενέστερη αυτή απόφαση έχει την ίδια βάση και εκδόθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων και εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης ή πληροί ήδη τους αναγκαίους όρους για την αναγνώριση της στο κράτος μέλος εκτέλεσης και το ασυμβίβαστο δεν προβλήθηκε και δεν μπορούσε να έχει προβληθεί με ένσταση σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων στο κράτος μέλος προέλευσης.
Ωστόσο, καθώς ρητώς προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, σε καμία περίπτωση η απόφαση ή το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν μπορεί να επανεξεταστεί επί της ουσίας στο κράτος μέλος εκτέλεσης.
Στο άρθρο 23 του κανονισμού 805/2004 προβλέπεται ότι το αρμόδιο δικαστήριό ή αρχή του κράτους μέλους μπορεί ύστερα από αίτηση του οφειλέτη να περιορίζει τη διαδικασία εκτέλεσης σε συντηρητικά μέτρα, ή να την εξαρτά από την παροχή εγγύησης που αυτό καθορίζει, ή να την αναστέλλει σε έκτακτες περιστάσεις.
Στη χώρα μας, ο καθ' ου η αναγκαστική εκτέλεση με βάση ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο μπορεί να εναντιωθεί στις περιπτώσεις των παραπάνω άρθρων με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ.
ΑΓΓΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Το Ηνωμένο Βασίλειο (και οι ΗΠΑ) έχουν υιοθετήσει την «περιοριστική» μορφή της ετεροδικίας. Στο πλαίσιο αυτής της περιοριστικής αρχής, ένα ξένο κυρίαρχο κράτος δεν απολαμβάνει ετεροδικία, από τη δικαιοδοσία των Βρετανικών Δικαστηρίων επί απαιτήσεων που προκύπτουν από εμπορικές δραστηριότητες.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του «State Immunity Act -1978», προβλέπεται ρητά, ότι οι προσφορές ομολόγων είναι εμπορικές δραστηριότητες, για τις οποίες τα δικαστήρια της Βρετανίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν τις σχετικές διαφορές (όμοια είναι και η πρόβλεψη στις ΗΠΑ).
Σύμφωνα με τη «State Immunity Act -1978», «Το κράτος δεν απολαμβάνει ετεροδικία όταν ακολουθεί διαδικασίες που αφορούν … μια εμπορική συναλλαγή που έχει αναληφθεί από το κράτος».
Ο ορισμός της «State Immunity Act -1978» ορίζει ότι στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» περιλαμβάνεται «κάθε δάνειο ή άλλη συναλλαγή για την παροχή χρηματοδότησης και οποιαδήποτε εγγύηση ή αποζημίωση σε σχέση με οιαδήποτε τέτοια συναλλαγή ή οποιασδήποτε άλλη οικονομική υποχρέωση».
[State Immunity Act § 3(1)(a)
State Immunity Act § 3(3)(b) - Η ενότητα αυτή ισχύει και για κρατικά ομόλογα.]
Το Βρετανικό Δίκαιο, λοιπόν, λειτουργεί στη λογική, ότι έναν πιστωτή δεν τον ενδιαφέρει η απλή διαπίστωση από την πλευρά του Δικαστηρίου, ότι το κυρίαρχο κράτος-οφειλέτης χρωστάει χρήματα, αλλά τον νοιάζει η ικανότητα του Δικαστηρίου να τον βοηθήσει να εκτελέσει την δικαστική απόφαση και να ανακτήσει το οφειλόμενο χρήμα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τώρα, μετά από την αναφορά όλων των παραπάνω νομοθετημάτων και των ειδικότερων ρυθμίσεων που διαλαμβάνονται σε καθένα από αυτά, μπορούμε να υποβάλλουμε τη συνολική μας προβληματική σε μια υπόθεση εργασίας, ή όπως θα λέγαμε στα έδρανα της Νομικής, σε ένα πρακτικό, στο οποίο μας ζητείται να διαπιστώσουμε τις συνέπειες τις συνέπειες που θα είχε για την Ελλάδα, η υπαγωγή του PSI+ στο αγγλικό δίκαιο.
Οι δηλώσεις Άκερμαν (16-12-2011) αποτελούν την επίσημη, πλέον, επιβεβαίωση και από την πλευρά των δανειστών, πως το δίκαιο των ομολόγων του PSI+ είναι το σημαντικότερο ζήτημα στις διαπραγματεύσεις.
Αν το δίκαιο των ομολόγων του PSI+ ήταν το αγγλικό, τότε σε περίπτωση πτώχευσης, η Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώσει το χρέος της στους δανειστές, σε ευρώ παρά το γεγονός, ότι σε περίπτωση ενδεχόμενης επιστροφής της σε εθνικό νόμισμα, η χώρα θα είχε επιστρέψει σε ένα σημαντικά υποτιμημένο εθνικό νόμισμα.
Αυτό θα προέκυπτε ως υποχρέωση της χώρας από τη διεθνή πολυμερή σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, η οποία μάλιστα, δυνάμει του αρ 28 παρ 1 του Συντάγματος της χώρας θα κατίσχυε έναντι κάθε άλλης (ακόμα και αντίθετης διάταξης) της Ελληνικής έννομης τάξης.
Έτσι, το χρέος της Ελλάδας θα πολλαπλασιαζόταν και καθώς η χώρα θα αδυνατούσε να το αποπληρώσει, οι δανειστές θα αποκτούσαν δικαίωμα κατάσχεσης επί της ελληνικής περιουσίας, με βάση το Αγγλικό Δίκαιο.
Η πρώτη συνέπεια, λοιπόν, θα ήταν μια νομισματική ομηρία στο ευρώ και πάντως, μια νομισματική δέσμευση του χρέους μας σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη πολιτική βούληση της χώρας, να επιστρέψει σε εθνικό νόμισμα.
Κατά δεύτερο λόγο, το ελληνικό χρέος, ως υπαγόμενο και θεωρούμενο υπό το πρίσμα του Αγγλικού «State immunity act» (1978) δεν θα συνιστούσε πράξη άσκησης πολιτικής εξουσίας αλλά εμπορική πράξη, όπως ρητά προβλέπεται στον Αγγλικό νόμο.
Ως τέτοια πράξη, θα ετίθετο υπό δικαστικό έλεγχο από εκάστοτε αρμόδια Δικαστήρια, τα οποία θα καλούνταν να εφαρμόσουν το Αγγλικό Δίκαιο. Στην περίπτωση του PSI+ ήδη γίνεται απόπειρα από τους πιστωτές μας, προκειμένου να οριστούν ως αρμόδια, τα Δικαστήρια του Λουξεμβούργου.
Η άμεση δεύτερη συνέπεια, μιας τέτοιας εξέλιξης, όμως, θα ήταν ότι, με την υπαγωγή του Ελληνικού χρέος στο Αγγλικό Δίκαιο, το Ελληνικό χρέος θα είχε καταστεί αντικείμενο δικαστικών μαχών μεταξύ των ιδιωτών πιστωτών μας και του Ελληνικού Δημοσίου, στα Δικαστήρια του Λουξεμβούργου, τα οποία θα υποχρεούνταν δυνάμει της πολυμερούς συμφωνίας του PSI+ να εφαρμόσουν το Αγγλικό Δίκαιο.
Επειδή από το Αγγλικό Δίκαιο, δεν αναγνωρίζεται στην Ελληνική πολιτεία το δικαίωμα της ετεροδικίας, αυτό θα είχε ως συνέπεια την έκδοση δικαστικών αποφάσεων σε βάρος της Ελλάδας. Αλλά «το κουτί της Πανδώρας» δεν θα εξαντλούσε εκεί τις εκπλήξεις του.
Το Αγγλικό Δίκαιο θα παρείχε δυνατότητα εκτελέσεως των δικαστικών αυτών αποφάσεων ακόμα και στο έδαφος της Ελληνικής επικράτειας.
Συνεπώς, αυτές οι δικαστικές αποφάσεις θα μπορούσαν να περιληφθούν τον εκτελεστήριο τύπο, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 αλλά και τον Κανονισμό (ΕΚ) 805/2004 και θα έθεταν στη διάθεση των πιστωτών μας, όλα τα καταδιωκτικά μέτρα της Ελληνικής νομοθεσίας. Μόνο, που αυτή τη φορά, τα μέτρα αυτά θα στρέφονταν κατά του ίδιου του Ελληνικού Δημοσίου.
Η αναγκαστική εκτέλεση των πιστωτών μας θα μπορούσε να αφορά κινητά του Ελληνικού Δημοσίου, ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου (ιδίως τα ανήκοντα στην λεγόμενη ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου) καθώς και χρηματικές απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, θα διαπιστώναμε ευχερώς, ότι οι χρηματικές απαιτήσεις που έχει το Ελληνικό Δημόσιο, αφορούν κυρίαρχα την απαίτησή του στους φόρους, που καλούμαστε να καταβάλλουμε όλοι μας, φυσικά και νομικά πρόσωπα, που υπαγόμαστε στο Ελληνικό Φορολογικό Σύστημα.
Συνεπώς οι πιστωτές μας, θα αποκτούσαν εκτελεστό τίτλο με τον οποίο θα μπορούσαν να επιδιώξουν την απευθείας εξόφληση του χρέους, επιβάλλοντας κατάσχεση χρηματικής απαιτήσεως στα χέρια καθενός από εμάς, δηλαδή στα χέρια κάθε Έλληνα πολίτη.
Αυτή η «κατάσχεση εις χείρας τρίτου» (εν προκειμένω του Έλληνα πολίτη) θα αποστράγγιζε το κράτος από κάθε έσοδο, καθιστώντας το τελευταίο, πραγματικό όμηρο των δανειστών του, στους οποίους θα έπρεπε, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση να καταφύγει, προκειμένου να εξασφαλίσει έστω και τα στοιχειώδη χρήματα για την εξακολούθηση της ύπαρξής του.
Και ακόμα παραπέρα, θα δημιουργούσε μια νομική και οικονομική φαύλη πραγματικότητα, ένα λογικό παράδοξο: Το Ελληνικό Δημόσιο θα προσέφευγε σε δανεισμό, δανειζόμενο εντόκως τα δικά του χρήματα, δηλαδή τα χρήματα που θα προέρχονταν από την φορολογία των Ελλήνων πολιτών και τα οποία οι τελευταίοι, λόγω των επιβληθέντων κατασχέσεων, θα κατέβαλαν απευθείας στους δανειστές του Ελληνικού Δημοσίου.
Θα μπορούσαμε στην περίπτωση αυτή να μιλήσουμε για μια εν τοις πράγμασι υποκατάσταση του Ελληνικού Δημοσίου από ξένους πιστωτές και πλήρη κατάργηση της κυριαρχίας του.
Σε αυτό το σημείο προβαίνω σε μια παρέκβαση από την ανωτέρω υπόθεση εργασίας και επιστρέφω (στιγμιαία) στην πραγματικότητα, αφού αξίζει να αναφερθεί, ότι, ήδη το Ελληνικό Δημόσιο, στην πραγματικότητα, έχει ήδη επιβάλλει κατασχέσεις επί κινητών, ακινήτων και δικαιωμάτων και αναγγέλλεται σε πλειστηριασμούς που επισπεύδονται κατά των οφειλετών του, προς ικανοποίηση των απαιτήσεών του, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του ΚΕΔΕ. Με το δεδομένο αυτό, επιστρέφω εκ νέου στην υποθετική κατάσταση ισχύος του Αγγλικού Δικαίου για το PSI+ όπου…
…Η αλλοδαπή εκτελεστή δικαστική απόφαση σε βάρος της Ελλάδας, θα επέτρεπε, πέραν όλων των προηγούμενων, στους πιστωτές να ασκούν πλαγιαστικά τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου (να κατάσχουν κινητά, ακίνητα και δικαιώματα και να αναγγέλλονται σε πλειστηριασμούς) επ’ ονόματί τους, προκειμένου για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους, υποκαθιστώντας το Ελληνικό Δημόσιο.
Μάλιστα, η εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο πιστωτική αξίωση θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου και ομοίως τα καταδιωκτικά μέτρα να στραφούν κατά αυτών των περιουσιακών στοιχείων.
Στο σημείο αυτό, θα ανέκυπτε το ερώτημα «τι συνιστά την κινητή και ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;»
Κι αν στο ερώτημα «τι συνιστά την κινητή περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;» η απάντηση είναι (σχεδόν) εύκολη, στο ερώτημα «τι συνιστά την ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;» η απάντηση είναι από αδύνατη έως επικίνδυνη και αφορά και την ιδιωτική περιουσία του κάθε Έλληνα πολίτη.
Στην ακίνητη περιουσία του Δημοσίου υπάγονται όσα ακίνητα έχουν καταχωρηθεί ως δημόσια κτήματα, όλα τα κοινόχρηστα πράγματα, τα εκτός συναλλαγής πράγματα, τα μεταλλεία, τα ορυχεία, τα αδέσποτα, τα ποτάμια, οι λίμνες, οι όχθες, οι αιγιαλοί κλπ.
Αλλά, εν δυνάμει, στην ακίνητη περιουσία του Δημοσίου θα μπορούσε να υπαχθεί και κάθε ακίνητο, το οποίο, μετά το πέρας της Κτηματογραφήσεως και μετά την πάροδο της προθεσμίας για την διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης Κτηματολογικής εγγραφής θα φέρει την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» στα τηρούμενα Κτηματολογικά φύλλα.
Επίσης, κάθε διεκδικούμενο, από το Ελληνικό Δημόσιο, αυτή τη στιγμή ακίνητο, για το οποίο ο ιδιοκτήτης του δεν θα μπορεί να αποδείξει ότι κατέστη κύριος του ακινήτου, είτε με παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας (ιδίως με την απόκτηση της κυριότητας με παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου), είτε, κυρίως, με πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας (με 30ετή άσκηση διακατοχικών πράξεων νομής και κατοχής προ του 1915, δηλαδή με πράξεις νομής και κατοχής προ του 1885, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου) θα κινδύνευε να απολέσει στην ιδιοκτησία του, εάν, είτε απευθείας το Ελληνικό Δημόσιο είτε πλαγιαστικώς ή υποκαθιστώντας το Ελληνικό Δημόσιο πιστωτές του, εξοπλισμένοι με τον εκτελεστό κατά του Ελληνικού Δημοσίου τίτλο ασκούσαν διεκδικητική αγωγή, ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων.
Βέβαια, οι εν λόγω αξιώσεις δεν πρόκειται να ασκηθούν κατά προφανή καταχρηστικότητα. Απεναντίας! Τα δικαιώματα του Δημοσίου, ιδίως επί ακινήτων, μπορούν να μην προβάλλονται επί σειρά ετών, ακόμα και για χρονικό διάστημα, που μπορεί να αγγίζει το χρόνο ζωής 2 ή 3 γενεών! Αλλά αυτό, σε καμιά περίπτωση δεν συνεπάγεται απώλεια αυτών των δικαιωμάτων, ενόψει του απαράγραπτου χαρακτήρα τους.
Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο, με διοικητικές πράξεις μπορεί να καθορίζει τεράστιες εκτάσεις, που περνούν στην κυριότητά του. Οι πράξεις αυτές, αν και δημοσιεύονται στο ΦΕΚ, δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές από τους πολίτες αλλά δημιουργούν συνθήκες προσδοκίας δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας.
Μάλιστα, υπάρχει πλήθος νομοθετικών ρυθμίσεων περί αποσβέσεως των ιδιωτικών δικαιωμάτων στις εκτάσεις αυτές και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομες αποσβεστικές προθεσμίες (πχ η εξάμηνη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει ο ιδιοκτήτης ακινήτου να αναγγείλει τις αξιώσεις του στον Υπουργό Οικονομικών, όταν το ακίνητό του περιληφθεί σε ζώνη αιγιαλού, οπότε και θεωρείται απαλλοτριωθέν το ακίνητο, δυνάμει του άρθρου 10 του Ν.2971/2001 και πολλές παρόμοιες διατάξεις). Με τον τρόπο αυτό, το Ελληνικό Δημόσιο καθίσταται κύριος των εκτάσεων αυτών (αν και πολλές από αυτές τις αποσβεστικές προθεσμίες έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από το ΣτΕ αλλά προϋποτίθεται η εκκίνηση δικαστικού αγώνα για ανάκτηση της κυριότητας από τον πολίτη).
Πάντως, αυτή τη στιγμή υπολογίζονται σε μερικά εκατομμύρια τα ακίνητα που βρίσκονται εντός των λεγόμενων «ζωνών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου» και των οποίων οι ιδιοκτήτες, θεωρούν ότι είναι απόλυτοι κύριοι, νομείς και κάτοχοι των ακινήτων τους.
Ουδέποτε έχουν ενοχληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο, ουδέποτε φαντάστηκαν ότι ενδέχεται η ιδιοκτησία τους να αμφισβητηθεί, ουδέποτε σκέφτηκαν να αναζητήσουν τα αρχικά παραχωρητήρια του Ελληνικού Δημοσίου, με τα οποία αποκτήθηκε το ακίνητό τους από τους δικαιοπαρόχους τους και ουδέποτε σκέφτηκαν, ότι θα πρέπει να αποδείξουν περισσότερα από 130 χρόνια νομής και κατοχής, ώστε να διασφαλιστούν έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και ενόψει Αγγλικού Δικαίου, έναντι των ξένων πιστωτών της χώρας.
Και βέβαια, η «μεγαλοψυχία» του Ελληνικού Δημοσίου ή/και των πιστωτών του δεν θα εξαντλούνταν εκεί. Οι παλαιότερες μέθοδοι της διοικητικής αποβολής ιδιωτών από ακίνητα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ουδόλως συνεισέφεραν στα Δημόσια Οικονομικά. Όμως, με τις νέες ρυθμίζεις του δικαίου της επιφάνειας, τα ακίνητα αυτά, τα οποία θα διεκδικούσε και ενδεχομένως να αποκτούσε το Ελληνικό Δημόσιο, θα αποκτούσαν οικονομική σημαντικότητα. Δηλαδή, θα ήταν δυνατό εκ των υστέρων να συσταθεί δικαίωμα επιφάνειας, καθιστώντας τον μέχρι πρότινος ιδιοκτήτη, νέο επιφανειούχο κι επί της ουσίας μισθωτή στην περιουσία του!
Όλα τα παραπάνω είναι υποθετικές ασκήσεις επί χάρτου, οι οποίες όμως, αποδεικνύουν το πόσο σημαντικό είναι το διακύβευμα, σχετικά με το δίκαιο των ομολόγων.
Αντίθετα, αν το δίκαιο των ομολόγων παραμείνει το Ελληνικό, ως έχει δηλαδή σήμερα, ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας απ' το ευρώ θα της επιτρέψει να προχωρήσει μονομερώς (με νομοθετική πράξη της Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με το τεκμήριο της αρμοδιότητας) σε αναδιάρθρωση του χρέους της με νόμιμο τρόπο ή να το αποπληρώσει σε νέο εθνικό νόμισμα νομίμως, ενώ δεν θα κινδυνεύει από επίσπευση κατά της περιουσίας της.
Το θέμα του δικαίου των ομολόγων και της εξαιρετικής σημασίας του ανέδειξε με σειρά αναλύσεων του στην Ελλάδα ο χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής Πάνος Παναγιώτου, από τα μέσα του 2010, ενώ τον Οκτώβριο του 2011 Έλληνες βουλευτές, κατέθεσαν σχετικές επίκαιρες ερωτήσεις στον Υπουργό Οικονομικών, κύριο Βενιζέλο και στον Πρωθυπουργό, κύριο Παπαδήμο, με την αρχή να γίνεται από τον ανεξάρτητο βουλευτή, κύριο Παναγιώτη Κουρουμπλή.
Υπό το φως των αποκαλύψεων και υπό το βάρος της πίεσης η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πως υπαναχώρησε στη θέση της να παραχωρήσει το δίκαιο στο PSI+, κάτι που σύμφωνα με διεθνή δημοσιεύματα, είχε ήδη συμφωνηθεί από το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, με ωμή παρέμβαση της Γερμανίδας Καγκελαρίου Μέρκελ.
Στη μετά αποκάλυψης περίοδο ο Έλληνας Πρωθυπουργός απάντησε σχετικά με το δίκαιο των ομολόγων στη Βουλή λέγοντας, ότι αυτό δεν έχει ακόμη παραχωρηθεί, επιβεβαιώνοντας πως αποτελεί τμήμα των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διεθνή δημοσιεύματα το θέμα του δικαίου των ομολόγων έχει πράγματι αναδειχθεί στο σημαντικότερο, στις συζητήσεις για το ελληνικό PSI+, καθώς οι δανειστές επιθυμούν να λάβουν όσο το δυνατό μεγαλύτερη ασφάλεια για τα ομόλογα που θα διακρατήσουν αποκτώντας εξαιρετικά δικαιώματα, τα οποία αυτή τη στιγμή δεν έχουν.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η παραχώρηση του ελληνικού δικαίου στους δανειστές θα σημαίνει και την απώλεια του τελευταίου, ίσως, νομικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας με απρόβλεπτες συνέπειες, στην περίπτωση που αναγκαστεί να φύγει από το ευρώ ή να προχωρήσει σε στάση πληρωμών.
Πρόσφατα δημοσιεύματα ανέφεραν πως οι δανειστές επιθυμούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα ζητώντας τα ομόλογα του ελληνικού PSI+ να τύχουν παρόμοιας νομικής κάλυψης με αυτά των δανείων από τους θεσμικούς δανειστές, όπως το ΔΝΤ. Ωστόσο, αυτό συνεπάγεται μεταξύ άλλων και τη μετατροπή του δικαίου τους σε αγγλικό.
Με βάση διεθνή δημοσιεύματα, κάποιοι από την ελληνική πλευρά πιέζουν τους δανειστές να αποδεχτούν ένα PSI+ χωρίς αγγλικό δίκαιο και κάνουν σκληρές διαπραγματεύσεις, έστω και μετά τις σχετικές αποκαλύψεις στην Ελλάδα.
Ακόμη και αν αυτό συμβαίνει τώρα, απλά και μόνο υπό το βάρος της συνειδητοποίησης του μεγέθους της σημασίας του δικαίου των ομολόγων του PSI+, δεν παύει να αποτελεί μία αποκάλυψη για την Ελλάδα, το γεγονός, ότι μέχρι τώρα δεν διαπραγματεύτηκε τίποτε απολύτως με τους δανειστές της, ενέδωσε στις ορέξεις τους, πρόθυμη να εκποιήσει τα πάντα και κατ’ ουσία να απεμπολήσει την εθνική της κυριαρχία και την κυρίαρχη κρατική της οντότητα.
Τόσο καιρό, ακούμε για το μείζον θέμα της υπαγωγής του Ελληνικού χρέους σε αγγλικό δίκαιο. Διαισθαντικά μπορούμε ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι αυτό δεν είναι κάτι καλό.
Ωστόσο, δεν έχει εξηγηθεί, ποιο ακριβώς είναι το διακύβευμα από μια τέτοια μεταβολή.
Επιχειρώ μια πρώτη προσέγγιση του θέματος, ελπίζοντας ότι άλλοι, επιφανέστεροι και αρτιότεροι νομικοί θα αποδώσουν με περισσότερη επιστημονικότητα από εμένα τα εν λόγω ζητήματα.Ωστόσο, δεν έχει εξηγηθεί, ποιο ακριβώς είναι το διακύβευμα από μια τέτοια μεταβολή.
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Α. ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
Α.1. Η ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑ
Ετεροδικία καλείται η μη υπαγωγή ξένων κρατών στη δικαιοδοσία των εγχώριων δικαστηρίων. Η αναρμοδιότητα αυτή των εγχώριων δικαστηρίων στο να εκδικάζουν υποθέσεις τις οποίες διάδικο μέρος είναι ένα ξένο κράτος αποτελεί καθιερωμένο κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου.
Μπορούμε να δικαιολογήσουμε το θεσμό της ετεροδικίας με δύο κριτήρια:
α) Το ξένο κράτος, στην περιοχή της δράσεως του πρέπει να εξασφαλίζεται από οποιαδήποτε παρεμβολή ξένου κράτους (αρχή της μη επεμβάσεως ενός κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους) και,
β) Η ομαλότητα στις διεθνείς σχέσεις εξασφαλίζεται περισσότερο με την οριοθέτηση των περιοχών δράσεως του κάθε κράτους.
Η αρχή της ετεροδικίας, δεν αποκλείει, ώστε τα κράτη, όταν προκύπτει συγκεκριμένο πρόβλημα, να διαπραγματεύονται και να βρίσκουν λύσεις, που δεν περνούν από τη δικαστική εξουσία του ενός ή του άλλου κράτους.
Η ετεροδικία καλύπτει:
α) πρόσωπα που από την ιδιότητά τους είναι στενότατα συνδεδεμένα με τη λειτουργία του Κράτους και ειδικότερα με τις εξωτερικές τους σχέσεις, και
β) πράξεις που πραγματοποιούνται στο όνομα και για λογαριασμό του ξένου κράτους.
Α.2. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
Μετά την ρωσική επανάσταση του 1917, έχει παρατηρηθεί εντυπωσιακή μεταβολή στους φορείς των οικονομικών σχέσεων. Το κράτος, όχι μόνο στα σοσιαλιστικά συστήματα, αλλά και σε άλλα μικτά συστήματα, είναι ένας φορέας που συνεχώς παρεμβαίνει στις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές. Ο θεσμός της ετεροδικίας αλλοιώνεται, αφού η δικαιολογητική βάση είναι η αποτροπή παρεμβάσεων στην αρμοδιότητα του ξένου κράτους, το οποίο ασκεί πολιτική εξουσία.
Εάν ένα Κράτος λειτουργεί σαν έμπορος, τότε το προνόμιο της ετεροδικίας σημαίνει άνιση μεταχείριση του κράτους αυτού έναντι του αντισυμβαλλομένου του. Αυτός ο αντισυμβαλλόμενος, που είναι συνήθως ιδιώτης, με βάση την απόλυτη ισχύ του προνομίου της ετεροδικίας, χάνει τη δυνατότητα έννομης προστασίας από τα δικαστήρια.
Τα δικαστήρια κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν εν τοις πράγμασι το θέμα. Προκειμένου να καταστεί δυνατή, αφενός η παροχή έννομης προστασίας και αφετέρου να μην παραβιαστεί το προνόμιο της ετεροδικίας, τα Δικαστήρια κατέληξαν σε μια λειτουργική διάκριση των πράξεων. Άρχισαν, δηλαδή, να διακρίνουν τις πράξεις του κράτους, ανάλογα με την επιτελούμενη λειτουργία τους.
Έτσι, εκείνες οι πράξεις που εκδήλωναν δημόσια εξουσία παρέμειναν έξω από τη δικαιοδοσία των εγχώριων δικαστηρίων, ως υποκείμενες στο προνόμιο της ετεροδικίας, ενώ οι υπόλοιπες, που αποτελούσαν πράξεις διαχείρισης, μπορούσαν να εκδικάζονται, ώστε να διαφυλαχθεί η έννοια της δικαιοσύνης στις διεθνείς σχέσεις.
Με βάση τα παραπάνω, στην δεύτερη περίπτωση, ο Δικαστής, αν διαπιστώσει, πως η επίδικη πράξη μπορεί να τελεστεί και από ιδιώτη, δηλαδή δεν είναι από εκείνες που αποτελούν προνόμιο της δημόσιας εξουσίας, κηρύσσει το Δικαστήριο αρμόδιο να εξετάσει την αγωγή και δεν κωλύεται από την ετεροδικία.
Η παραίτηση από την ετεροδικία, που αποτελεί δικαίωμα του εναγομένου ξένου κράτους, πρέπει να είναι ρητή και σαφής. Είναι ρητή, όταν αναφέρεται σε γενική ή ειδική διμερή εμπορική συμφωνία, που ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη παραιτούνται αμοιβαία από το δικαίωμα της ετεροδικίας για τις πράξεις που αφορούν τη σύμβαση.
Παραίτηση από την ετεροδικία μπορεί να γίνει και σιωπηρά. Έτσι, η υποβολή αγωγής από τον εκπρόσωπο του ξένου κράτους, υποδηλώνει σιωπηρή παραίτηση από την ετεροδικία. Το ίδιο συμβαίνει με τη διατύπωση ρήτρας διαιτησίας σε συμβάσεις μεταξύ κρατών και ξένων ιδιωτών.
Α.3. ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑΣ
Αρχικά, το αγγλοσαξονικό σύστημα τάχθηκε υπέρ του δόγματος της απόλυτης ετεροδικίας. Ωστόσο, τα τελευταία 30 χρόνια σημειώθηκε μια ραγδαία εξέλιξη, που οδηγεί στην εγκατάλειψη της απόλυτης ετεροδικίας του ξένου κράτους.
Στις ΗΠΑ, η εξέλιξη αυτή έχει την αφετηρία της στην επιστολή που απέστειλε το 1952 ο αναπληρωτής νομικός σύμβουλος του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών (γνωστή ως Tate Letter) προς το υπουργείο δικαιοσύνης.
Η επιστολή αυτή έδινε την εξής κατευθυντήρια γραμμή: Στο μέτρο που τα δικαστήρια θα ζητούσαν τη γνώμη του υπουργείου των εξωτερικών, η αναγνώριση της ετεροδικίας υπέρ του ξένου κράτους είναι νοητή μόνο όταν το ξένο κράτος ενεργεί υπό την κρατική του ιδιότητα και όχι ως έμπορος.
Η Tate Letter υιοθέτησε, λοιπόν, τη γνωστή διάκριση μεταξύ πράξεων σε iure imperii (δίκαιο των πράξεων δημόσιας εξουσίας) και iure guestionis (δίκαιο των πράξεων που μπορούν να τελεστούν και από ιδιώτη).
Στη λογική αυτή ψηφίστηκε στην Μεγάλη Βρετανία, η νομοθετική πράξη «State Immunity Act -1978» (συντομογραφικά: SIA), καθώς και η αντίστοιχη νομοθετική πράξη των ΗΠΑ με την ονομασία, «Foreign Sovereign Immunities Act-1976» (συντομογραφικά: FSIA).
Έτσι, πχ, το Εφετείο της Μ. Βρετανίας, στην υπόθεση Trendex vs Central Bank of Nigeria, δέχτηκε την αρμοδιότητα των Βρετανικών Δικαστηρίων σε αγωγή κατά της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας, δηλαδή αγωγή κατά νομικού προσώπου, που αποτελεί κατ’ εξοχήν όργανο ξένης πολιτείας.
(Ιστορικό της υποθέσεως: Η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας είχε εκδώσει εγγυητική επιστολή σε βρετανική τράπεζα, για αγορά τσιμέντου που πραγματοποιήθηκε απευθείας από τον Νιγηριανό Υπουργό Άμυνας. Η εγγυητική επιστολή αποδείχτηκε ακάλυπτη. Ωστόσο, θεωρήθηκε ότι η πράξη αυτή του νομικού προσώπου του αλλοδαπού κράτους, ήταν πράξη διαχείρισης (iure gestionis) και συνεπώς μπορούσε να κριθεί από τα Βρετανικά Δικαστήρια).
Τα τελευταία χρόνια, νομολογία και επιστήμη επιδιώκουν ολοένα και μεγαλύτερο περιορισμό του θεσμού της ετεροδικίας. Υποστηρίζεται, πια, η άποψη ότι, όταν ένα κράτος εμφανίζεται στην αγορά και προβαίνει σε πράξεις, οι οποίες στις ανοιχτές οικονομίες καλύπτονται από δικαστική προστασία, τότε το ξένο κράτος υπάγεται στον εγχώριο δικαστή.
Και μάλιστα, η υπαγωγή αυτή είναι ανεξάρτητη από το εάν η πράξη που τελέστηκε ήταν πράξη εξουσίας ή πράξη διαχειρίσεως.
Η θεωρία αυτή αποκαλείται «Market Place Doctrine» (θεωρία της αγοράς) και, παρόλο που είναι υπερβολική, τείνει σήμερα να εφαρμοστεί.
Α.4. ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι άλλο πράγμα είναι η αρμοδιότητα των εγχώριων δικαστηρίων να εξετάζουν αγωγές που στρέφονται κατά ξένων κρατών (Ετεροδικία της Αρμοδιότητας – Immunity from Jurisdiction) και άλλο πράγμα είναι η δυνατότητα λήψεως εκτελεστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου (Ετεροδικία της Εκτέλεσης – Immunity from Execution), δηλαδή η εκτέλεση μιας αποφάσεως των εγχώριων δικαστηρίων (η απόφαση κρίνει ότι μια συγκεκριμένη πράξη αποτελεί πράξη διαχειρίσεως και προχωρεί στην εκδίκαση της, εκδίδει διάταξη του Δικαστηρίου και αυτή η διάταξη εκτελείται).
Το δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ως τμήμα του αστικού δικονομικού δικαίου, ανήκει στο Δημόσιο Δίκαιο.
Επίσης, διατάξεις που αφορούν σε ειδικότερα ζητήματα εκτέλεσης μπορούν να περιέχονται και σε άλλα νομοθετικά κείμενα, όπως λ.χ. το Ν.Δ. της 17.7-13.8/1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», όπου καθιερώνεται ειδική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, ή ο Νόμος 4332/1929, με τον οποίο θεσπίστηκαν δικονομικά προνόμια, ως προς την αναγκαστική εκτέλεση υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, ή τον πρόσφατο Νόμο 3068/2002 για τη συμμόρφωσή του Δημοσίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης κλπ προς τις δικαστικές αποφάσεις κα.
Οι κανόνες, ωστόσο, της αναγκαστικής εκτέλεσης από όποιο νομοθετικό κείμενο και αν προβλέπονται, οφείλουν να εναρμονίζονται πάντοτε με τις διατάξεις του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974) και του πρώτου πρωτοκόλλου αυτής, καθώς και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν.2462/1997), διαφορετικά είναι ανεφάρμοστοι.
Στην Ελλάδα, η ετεροδικία εκτελέσεως προβλέπεται ρητά από το άρθρο 923 του ΚΠολΔ, που αναφέρει ότι «αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του υπουργού της δικαιοσύνης».
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Όσον αφορά το ζήτημα της ετεροδικίας, περιορισμένο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί ετεροδικίας του κράτους» (1972). Η συνθήκη αυτή, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπογράφτηκε στη Βασιλεία στις 16-5-1972 και επικυρώθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Κύπρο.
Εφαρμόζεται και από άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά δεν έχει κυρωθεί από αυτά, με αποτέλεσμα να μην έχει αναπτύξει την απαραίτητη νομική ισχύ και δεσμευτικότητα.
Η σύμβαση αυτή αντιμετωπίζει περιοριστικά την ετεροδικία, αφού περιλαμβάνει κατάλογο περιπτώσεων κατά τις οποίες δεν χωρεί ετεροδικία υπέρ του αλλοδαπού κράτους και γι’ αυτό είναι προβληματική η ευρεία αποδοχή της.
Οι περιπτώσεις που προβλέπει είναι:
α) υποθέσεις που αφορούν σε υποχρεώσεις που ανέλαβε το ξένο κράτος λόγω συμβατικής σχέσεως και που η εκτέλεσή τους πραγματοποιείται στο έδαφος του κράτους του forum,
β) η συμμετοχή του ξένου κράτους σε εταιρία, που η έδρα της βρίσκεται στο έδαφος του κράτους του forum,
γ) πραγματοποίηση εμπορικής, οικονομικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας
δ) ακίνητα
ε) κληρονομικές σχέσεις
στ) αυτοκινητικά ατυχήματα
ζ) διαιτησία.
Για το πρωτότυπο κείμενο της συνθήκης στην Αγγλική γλώσσα, δείτε
http://conventions.coe.int/Treaty/EN/Treaties/Html/074.htm
Αντίστοιχο περιεχόμενο έχει και το άρθρο 12 της «Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών περί Δικαιοδοτικών Ασυλιών των Κρατών και της Περιουσίας τους» (United Nations Convention on Jurisdictional Immunities of States and their Property) η οποία υιοθετήθηκε το 2004, αλλά δεν έχει συγκεντρώσει, μέχρι σήμερα, τον απαιτούμενο αριθμό επικυρώσεων.
Για το πρωτότυπο κείμενο της Σύμβασης στην Αγγλική γλώσσα, δείτε:
http://untreaty.un.org/ilc/texts/instruments/english/conventions/4_1_2004.pdf
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το θέμα της ετεροδικίας έχει απασχολήσει τα Ελληνικά Δικαστήρια, πολύ πριν ανακύψει το ζήτημα του δικαίου το οποίο θα διέπει το PSI και το PSI+.
Ειδικότερα, σχετικά με το ζήτημα των Γερμανικών αποζημιώσεων, έχουν εκδοθεί μια σειρά αποφάσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν και ερμηνεύουν αυθεντικά το ζήτημα της ετεροδικίας. Έτσι, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Λιβαδειάς με την Απόφαση 137/1997, την οποία επικύρωσε η ολομέλεια του Άρειου Πάγου, με την Απόφαση 11/2000, έκρινε, ότι η Γερμανία δεν απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας, για τις φρικαλεότητες των ναζιστικών στρατευμάτων στο Δίστομο και οφείλει να καταβάλει αποζημιώσεις ύψους 28 εκ ευρώ, εντόκως, στους δικαιούχους των αποζημιώσεων.
Ωστόσο, αντίθετα, το 2002 το Ελληνικό Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε σε ανάλογη υπόθεση αγωγών αποζημίωσης που κατατέθηκαν από συγγενείς θυμάτων του Λιδωρικίου, ότι η Γερμανία απολαμβάνει ετεροδικίας ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων (Απόφαση 6/2002).
Το θέμα των Γερμανικών αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτό στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Επανερχόμενος στα του δικαίου της εκτέλεσης, στο πλαίσιο της ΕΕ και προς το σκοπό της ενοποίησης του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών της, ζητήματα εκτελεστότητας ρυθμίζονται πλέον από κανονισμούς, για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται η προηγούμενη νομοθετική τους κύρωση από τα κράτη μέλη. Αναφέρονται ενδεικτικά:
- Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που αντικατέστησε τη σύμβαση των Βρυξελλών. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις. Με την εξαίρεση της Δανίας, ο κανονισμός 44/2001 εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Στα άρθρα 38 επ. του κανονισμού προβλέπεται διαδικασία για την κήρυξη της εκτελεστότητας (exequatur) της αλλοδαπής απόφασης εντός της έννομης τάξης του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου θα συντελεσθεί η αναγκαστική εκτέλεση. Η διαδικασία αυτή είναι πιο απλοποιημένη σε σχέση με εκείνη που προβλεπόταν από τη σύμβαση των Βρυξελλών, καθώς η εκτελεστότητα χορηγείται μόνο με τη διεκπεραίωση ορισμένων διατυπώσεων και εναντίον της μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο μόνο από τον αντίδικο. Πάντως, παρουσιάζει κάποιες αποκλίσεις από τη διαδικασία του άρθρου 905 ΚΠολΔ.
- Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος. Ειδική κατηγορία εκτελεστού τίτλου αποτελεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ της 21ης Απριλίου 2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, με έναρξη ισχύος την 21η Ιανουαρίου 2005 (βλ. και κανονισμό (ΕΚ) 1869/2005 της Επιτροπής για αντικατάσταση των παραρτημάτων του κανονισμού (ΕΚ) 805/2004). Ήδη στο πρώτο άρθρο του κανονισμού 805/2004 αναφέρεται ρητά ότι αυτός «… αποσκοπεί στη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημόσιων εγγράφων σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να πρέπει να ακολουθείται στο κράτος μέλος της εκτέλεσης ενδιάμεση διαδικασία πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση». Τίτλοι εκτέλεσης που μπορούν να πιστοποιηθούν ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί τίτλοι είναι οι αποφάσεις, οι δικαστικοί συμβιβασμοί και τα δημόσια έγγραφα, επί μη αμφισβητούμενων αξιώσεων, καθώς επίσης και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν κατόπιν άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, δικαστικών συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων που πιστοποιήθηκαν ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί τίτλοι (άρθρο 3 κανονισμού).
Το άρθρο 5 του κανονισμού με τίτλο «κατάργηση του exequatur» προβλέπει ότι: «Απόφαση η οποία έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος στο κράτος μέλος προέλευσης, αναγνωρίζεται και εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί εκτελεστή και χωρίς να είναι δυνατή η προσβολή της αναγνώρισης της».
Κύριο, επομένως, χαρακτηριστικό του κανονισμού 805/2004 είναι ότι καταργεί την ενδιάμεση διαδικασία «exequatur». Η διαδικασία αυτή στην ουσία αντικαθίσταται από το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, το οποίο εκδίδεται από το δικαστήριο (στις περιπτώσεις των αποφάσεων και των δικαστικών συμβιβασμών, βλ. άρθρα 6 και 24 του κανονισμού) ή την αρχή (στις περιπτώσεις των δημοσίων εγγράφων, βλ. άρθρο 25 του κανονισμού) της χώρας προέλευσης του τίτλου, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 6 επ. του κανονισμού.
Ως προς τη διαδικασία της εκτέλεσης του άρθρου 20 του κανονισμού, προβλέπει ότι αυτή διέπεται καταρχήν από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, καθώς και ότι η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος εκτελείται υπό τους ίδιους όρους με την απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης.
Επομένως, το κράτος προέλευσης (αρμόδια δικαστήρια ή αρχές) έχει δικαιοδοσία ως προς την πιστοποίηση του τίτλου ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, ενώ το κράτος εκτέλεσης ως προς τα ζητήματα της εκτελεστικής διαδικασίας.
Επίσης προβλέπεται διαδικασία απόρριψης της εκτέλεσης κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη (άρθρο 21 του κανονισμού), εάν η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση, που εκδόθηκε σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εάν η προγενέστερη αυτή απόφαση έχει την ίδια βάση και εκδόθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων και εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης ή πληροί ήδη τους αναγκαίους όρους για την αναγνώριση της στο κράτος μέλος εκτέλεσης και το ασυμβίβαστο δεν προβλήθηκε και δεν μπορούσε να έχει προβληθεί με ένσταση σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων στο κράτος μέλος προέλευσης.
Ωστόσο, καθώς ρητώς προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, σε καμία περίπτωση η απόφαση ή το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν μπορεί να επανεξεταστεί επί της ουσίας στο κράτος μέλος εκτέλεσης.
Στο άρθρο 23 του κανονισμού 805/2004 προβλέπεται ότι το αρμόδιο δικαστήριό ή αρχή του κράτους μέλους μπορεί ύστερα από αίτηση του οφειλέτη να περιορίζει τη διαδικασία εκτέλεσης σε συντηρητικά μέτρα, ή να την εξαρτά από την παροχή εγγύησης που αυτό καθορίζει, ή να την αναστέλλει σε έκτακτες περιστάσεις.
Στη χώρα μας, ο καθ' ου η αναγκαστική εκτέλεση με βάση ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο μπορεί να εναντιωθεί στις περιπτώσεις των παραπάνω άρθρων με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ.
ΑΓΓΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Το Ηνωμένο Βασίλειο (και οι ΗΠΑ) έχουν υιοθετήσει την «περιοριστική» μορφή της ετεροδικίας. Στο πλαίσιο αυτής της περιοριστικής αρχής, ένα ξένο κυρίαρχο κράτος δεν απολαμβάνει ετεροδικία, από τη δικαιοδοσία των Βρετανικών Δικαστηρίων επί απαιτήσεων που προκύπτουν από εμπορικές δραστηριότητες.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του «State Immunity Act -1978», προβλέπεται ρητά, ότι οι προσφορές ομολόγων είναι εμπορικές δραστηριότητες, για τις οποίες τα δικαστήρια της Βρετανίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν τις σχετικές διαφορές (όμοια είναι και η πρόβλεψη στις ΗΠΑ).
Σύμφωνα με τη «State Immunity Act -1978», «Το κράτος δεν απολαμβάνει ετεροδικία όταν ακολουθεί διαδικασίες που αφορούν … μια εμπορική συναλλαγή που έχει αναληφθεί από το κράτος».
Ο ορισμός της «State Immunity Act -1978» ορίζει ότι στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» περιλαμβάνεται «κάθε δάνειο ή άλλη συναλλαγή για την παροχή χρηματοδότησης και οποιαδήποτε εγγύηση ή αποζημίωση σε σχέση με οιαδήποτε τέτοια συναλλαγή ή οποιασδήποτε άλλη οικονομική υποχρέωση».
[State Immunity Act § 3(1)(a)
State Immunity Act § 3(3)(b) - Η ενότητα αυτή ισχύει και για κρατικά ομόλογα.]
Το Βρετανικό Δίκαιο, λοιπόν, λειτουργεί στη λογική, ότι έναν πιστωτή δεν τον ενδιαφέρει η απλή διαπίστωση από την πλευρά του Δικαστηρίου, ότι το κυρίαρχο κράτος-οφειλέτης χρωστάει χρήματα, αλλά τον νοιάζει η ικανότητα του Δικαστηρίου να τον βοηθήσει να εκτελέσει την δικαστική απόφαση και να ανακτήσει το οφειλόμενο χρήμα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τώρα, μετά από την αναφορά όλων των παραπάνω νομοθετημάτων και των ειδικότερων ρυθμίσεων που διαλαμβάνονται σε καθένα από αυτά, μπορούμε να υποβάλλουμε τη συνολική μας προβληματική σε μια υπόθεση εργασίας, ή όπως θα λέγαμε στα έδρανα της Νομικής, σε ένα πρακτικό, στο οποίο μας ζητείται να διαπιστώσουμε τις συνέπειες τις συνέπειες που θα είχε για την Ελλάδα, η υπαγωγή του PSI+ στο αγγλικό δίκαιο.
Οι δηλώσεις Άκερμαν (16-12-2011) αποτελούν την επίσημη, πλέον, επιβεβαίωση και από την πλευρά των δανειστών, πως το δίκαιο των ομολόγων του PSI+ είναι το σημαντικότερο ζήτημα στις διαπραγματεύσεις.
Αν το δίκαιο των ομολόγων του PSI+ ήταν το αγγλικό, τότε σε περίπτωση πτώχευσης, η Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώσει το χρέος της στους δανειστές, σε ευρώ παρά το γεγονός, ότι σε περίπτωση ενδεχόμενης επιστροφής της σε εθνικό νόμισμα, η χώρα θα είχε επιστρέψει σε ένα σημαντικά υποτιμημένο εθνικό νόμισμα.
Αυτό θα προέκυπτε ως υποχρέωση της χώρας από τη διεθνή πολυμερή σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, η οποία μάλιστα, δυνάμει του αρ 28 παρ 1 του Συντάγματος της χώρας θα κατίσχυε έναντι κάθε άλλης (ακόμα και αντίθετης διάταξης) της Ελληνικής έννομης τάξης.
Έτσι, το χρέος της Ελλάδας θα πολλαπλασιαζόταν και καθώς η χώρα θα αδυνατούσε να το αποπληρώσει, οι δανειστές θα αποκτούσαν δικαίωμα κατάσχεσης επί της ελληνικής περιουσίας, με βάση το Αγγλικό Δίκαιο.
Η πρώτη συνέπεια, λοιπόν, θα ήταν μια νομισματική ομηρία στο ευρώ και πάντως, μια νομισματική δέσμευση του χρέους μας σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη πολιτική βούληση της χώρας, να επιστρέψει σε εθνικό νόμισμα.
Κατά δεύτερο λόγο, το ελληνικό χρέος, ως υπαγόμενο και θεωρούμενο υπό το πρίσμα του Αγγλικού «State immunity act» (1978) δεν θα συνιστούσε πράξη άσκησης πολιτικής εξουσίας αλλά εμπορική πράξη, όπως ρητά προβλέπεται στον Αγγλικό νόμο.
Ως τέτοια πράξη, θα ετίθετο υπό δικαστικό έλεγχο από εκάστοτε αρμόδια Δικαστήρια, τα οποία θα καλούνταν να εφαρμόσουν το Αγγλικό Δίκαιο. Στην περίπτωση του PSI+ ήδη γίνεται απόπειρα από τους πιστωτές μας, προκειμένου να οριστούν ως αρμόδια, τα Δικαστήρια του Λουξεμβούργου.
Η άμεση δεύτερη συνέπεια, μιας τέτοιας εξέλιξης, όμως, θα ήταν ότι, με την υπαγωγή του Ελληνικού χρέος στο Αγγλικό Δίκαιο, το Ελληνικό χρέος θα είχε καταστεί αντικείμενο δικαστικών μαχών μεταξύ των ιδιωτών πιστωτών μας και του Ελληνικού Δημοσίου, στα Δικαστήρια του Λουξεμβούργου, τα οποία θα υποχρεούνταν δυνάμει της πολυμερούς συμφωνίας του PSI+ να εφαρμόσουν το Αγγλικό Δίκαιο.
Επειδή από το Αγγλικό Δίκαιο, δεν αναγνωρίζεται στην Ελληνική πολιτεία το δικαίωμα της ετεροδικίας, αυτό θα είχε ως συνέπεια την έκδοση δικαστικών αποφάσεων σε βάρος της Ελλάδας. Αλλά «το κουτί της Πανδώρας» δεν θα εξαντλούσε εκεί τις εκπλήξεις του.
Το Αγγλικό Δίκαιο θα παρείχε δυνατότητα εκτελέσεως των δικαστικών αυτών αποφάσεων ακόμα και στο έδαφος της Ελληνικής επικράτειας.
Συνεπώς, αυτές οι δικαστικές αποφάσεις θα μπορούσαν να περιληφθούν τον εκτελεστήριο τύπο, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 αλλά και τον Κανονισμό (ΕΚ) 805/2004 και θα έθεταν στη διάθεση των πιστωτών μας, όλα τα καταδιωκτικά μέτρα της Ελληνικής νομοθεσίας. Μόνο, που αυτή τη φορά, τα μέτρα αυτά θα στρέφονταν κατά του ίδιου του Ελληνικού Δημοσίου.
Η αναγκαστική εκτέλεση των πιστωτών μας θα μπορούσε να αφορά κινητά του Ελληνικού Δημοσίου, ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου (ιδίως τα ανήκοντα στην λεγόμενη ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου) καθώς και χρηματικές απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, θα διαπιστώναμε ευχερώς, ότι οι χρηματικές απαιτήσεις που έχει το Ελληνικό Δημόσιο, αφορούν κυρίαρχα την απαίτησή του στους φόρους, που καλούμαστε να καταβάλλουμε όλοι μας, φυσικά και νομικά πρόσωπα, που υπαγόμαστε στο Ελληνικό Φορολογικό Σύστημα.
Συνεπώς οι πιστωτές μας, θα αποκτούσαν εκτελεστό τίτλο με τον οποίο θα μπορούσαν να επιδιώξουν την απευθείας εξόφληση του χρέους, επιβάλλοντας κατάσχεση χρηματικής απαιτήσεως στα χέρια καθενός από εμάς, δηλαδή στα χέρια κάθε Έλληνα πολίτη.
Αυτή η «κατάσχεση εις χείρας τρίτου» (εν προκειμένω του Έλληνα πολίτη) θα αποστράγγιζε το κράτος από κάθε έσοδο, καθιστώντας το τελευταίο, πραγματικό όμηρο των δανειστών του, στους οποίους θα έπρεπε, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση να καταφύγει, προκειμένου να εξασφαλίσει έστω και τα στοιχειώδη χρήματα για την εξακολούθηση της ύπαρξής του.
Και ακόμα παραπέρα, θα δημιουργούσε μια νομική και οικονομική φαύλη πραγματικότητα, ένα λογικό παράδοξο: Το Ελληνικό Δημόσιο θα προσέφευγε σε δανεισμό, δανειζόμενο εντόκως τα δικά του χρήματα, δηλαδή τα χρήματα που θα προέρχονταν από την φορολογία των Ελλήνων πολιτών και τα οποία οι τελευταίοι, λόγω των επιβληθέντων κατασχέσεων, θα κατέβαλαν απευθείας στους δανειστές του Ελληνικού Δημοσίου.
Θα μπορούσαμε στην περίπτωση αυτή να μιλήσουμε για μια εν τοις πράγμασι υποκατάσταση του Ελληνικού Δημοσίου από ξένους πιστωτές και πλήρη κατάργηση της κυριαρχίας του.
Σε αυτό το σημείο προβαίνω σε μια παρέκβαση από την ανωτέρω υπόθεση εργασίας και επιστρέφω (στιγμιαία) στην πραγματικότητα, αφού αξίζει να αναφερθεί, ότι, ήδη το Ελληνικό Δημόσιο, στην πραγματικότητα, έχει ήδη επιβάλλει κατασχέσεις επί κινητών, ακινήτων και δικαιωμάτων και αναγγέλλεται σε πλειστηριασμούς που επισπεύδονται κατά των οφειλετών του, προς ικανοποίηση των απαιτήσεών του, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του ΚΕΔΕ. Με το δεδομένο αυτό, επιστρέφω εκ νέου στην υποθετική κατάσταση ισχύος του Αγγλικού Δικαίου για το PSI+ όπου…
…Η αλλοδαπή εκτελεστή δικαστική απόφαση σε βάρος της Ελλάδας, θα επέτρεπε, πέραν όλων των προηγούμενων, στους πιστωτές να ασκούν πλαγιαστικά τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου (να κατάσχουν κινητά, ακίνητα και δικαιώματα και να αναγγέλλονται σε πλειστηριασμούς) επ’ ονόματί τους, προκειμένου για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους, υποκαθιστώντας το Ελληνικό Δημόσιο.
Μάλιστα, η εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο πιστωτική αξίωση θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου και ομοίως τα καταδιωκτικά μέτρα να στραφούν κατά αυτών των περιουσιακών στοιχείων.
Στο σημείο αυτό, θα ανέκυπτε το ερώτημα «τι συνιστά την κινητή και ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;»
Κι αν στο ερώτημα «τι συνιστά την κινητή περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;» η απάντηση είναι (σχεδόν) εύκολη, στο ερώτημα «τι συνιστά την ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;» η απάντηση είναι από αδύνατη έως επικίνδυνη και αφορά και την ιδιωτική περιουσία του κάθε Έλληνα πολίτη.
Στην ακίνητη περιουσία του Δημοσίου υπάγονται όσα ακίνητα έχουν καταχωρηθεί ως δημόσια κτήματα, όλα τα κοινόχρηστα πράγματα, τα εκτός συναλλαγής πράγματα, τα μεταλλεία, τα ορυχεία, τα αδέσποτα, τα ποτάμια, οι λίμνες, οι όχθες, οι αιγιαλοί κλπ.
Αλλά, εν δυνάμει, στην ακίνητη περιουσία του Δημοσίου θα μπορούσε να υπαχθεί και κάθε ακίνητο, το οποίο, μετά το πέρας της Κτηματογραφήσεως και μετά την πάροδο της προθεσμίας για την διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης Κτηματολογικής εγγραφής θα φέρει την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» στα τηρούμενα Κτηματολογικά φύλλα.
Επίσης, κάθε διεκδικούμενο, από το Ελληνικό Δημόσιο, αυτή τη στιγμή ακίνητο, για το οποίο ο ιδιοκτήτης του δεν θα μπορεί να αποδείξει ότι κατέστη κύριος του ακινήτου, είτε με παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας (ιδίως με την απόκτηση της κυριότητας με παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου), είτε, κυρίως, με πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας (με 30ετή άσκηση διακατοχικών πράξεων νομής και κατοχής προ του 1915, δηλαδή με πράξεις νομής και κατοχής προ του 1885, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου) θα κινδύνευε να απολέσει στην ιδιοκτησία του, εάν, είτε απευθείας το Ελληνικό Δημόσιο είτε πλαγιαστικώς ή υποκαθιστώντας το Ελληνικό Δημόσιο πιστωτές του, εξοπλισμένοι με τον εκτελεστό κατά του Ελληνικού Δημοσίου τίτλο ασκούσαν διεκδικητική αγωγή, ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων.
Βέβαια, οι εν λόγω αξιώσεις δεν πρόκειται να ασκηθούν κατά προφανή καταχρηστικότητα. Απεναντίας! Τα δικαιώματα του Δημοσίου, ιδίως επί ακινήτων, μπορούν να μην προβάλλονται επί σειρά ετών, ακόμα και για χρονικό διάστημα, που μπορεί να αγγίζει το χρόνο ζωής 2 ή 3 γενεών! Αλλά αυτό, σε καμιά περίπτωση δεν συνεπάγεται απώλεια αυτών των δικαιωμάτων, ενόψει του απαράγραπτου χαρακτήρα τους.
Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο, με διοικητικές πράξεις μπορεί να καθορίζει τεράστιες εκτάσεις, που περνούν στην κυριότητά του. Οι πράξεις αυτές, αν και δημοσιεύονται στο ΦΕΚ, δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές από τους πολίτες αλλά δημιουργούν συνθήκες προσδοκίας δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας.
Μάλιστα, υπάρχει πλήθος νομοθετικών ρυθμίσεων περί αποσβέσεως των ιδιωτικών δικαιωμάτων στις εκτάσεις αυτές και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομες αποσβεστικές προθεσμίες (πχ η εξάμηνη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει ο ιδιοκτήτης ακινήτου να αναγγείλει τις αξιώσεις του στον Υπουργό Οικονομικών, όταν το ακίνητό του περιληφθεί σε ζώνη αιγιαλού, οπότε και θεωρείται απαλλοτριωθέν το ακίνητο, δυνάμει του άρθρου 10 του Ν.2971/2001 και πολλές παρόμοιες διατάξεις). Με τον τρόπο αυτό, το Ελληνικό Δημόσιο καθίσταται κύριος των εκτάσεων αυτών (αν και πολλές από αυτές τις αποσβεστικές προθεσμίες έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από το ΣτΕ αλλά προϋποτίθεται η εκκίνηση δικαστικού αγώνα για ανάκτηση της κυριότητας από τον πολίτη).
Πάντως, αυτή τη στιγμή υπολογίζονται σε μερικά εκατομμύρια τα ακίνητα που βρίσκονται εντός των λεγόμενων «ζωνών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου» και των οποίων οι ιδιοκτήτες, θεωρούν ότι είναι απόλυτοι κύριοι, νομείς και κάτοχοι των ακινήτων τους.
Ουδέποτε έχουν ενοχληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο, ουδέποτε φαντάστηκαν ότι ενδέχεται η ιδιοκτησία τους να αμφισβητηθεί, ουδέποτε σκέφτηκαν να αναζητήσουν τα αρχικά παραχωρητήρια του Ελληνικού Δημοσίου, με τα οποία αποκτήθηκε το ακίνητό τους από τους δικαιοπαρόχους τους και ουδέποτε σκέφτηκαν, ότι θα πρέπει να αποδείξουν περισσότερα από 130 χρόνια νομής και κατοχής, ώστε να διασφαλιστούν έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και ενόψει Αγγλικού Δικαίου, έναντι των ξένων πιστωτών της χώρας.
Και βέβαια, η «μεγαλοψυχία» του Ελληνικού Δημοσίου ή/και των πιστωτών του δεν θα εξαντλούνταν εκεί. Οι παλαιότερες μέθοδοι της διοικητικής αποβολής ιδιωτών από ακίνητα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ουδόλως συνεισέφεραν στα Δημόσια Οικονομικά. Όμως, με τις νέες ρυθμίζεις του δικαίου της επιφάνειας, τα ακίνητα αυτά, τα οποία θα διεκδικούσε και ενδεχομένως να αποκτούσε το Ελληνικό Δημόσιο, θα αποκτούσαν οικονομική σημαντικότητα. Δηλαδή, θα ήταν δυνατό εκ των υστέρων να συσταθεί δικαίωμα επιφάνειας, καθιστώντας τον μέχρι πρότινος ιδιοκτήτη, νέο επιφανειούχο κι επί της ουσίας μισθωτή στην περιουσία του!
Όλα τα παραπάνω είναι υποθετικές ασκήσεις επί χάρτου, οι οποίες όμως, αποδεικνύουν το πόσο σημαντικό είναι το διακύβευμα, σχετικά με το δίκαιο των ομολόγων.
Αντίθετα, αν το δίκαιο των ομολόγων παραμείνει το Ελληνικό, ως έχει δηλαδή σήμερα, ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας απ' το ευρώ θα της επιτρέψει να προχωρήσει μονομερώς (με νομοθετική πράξη της Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με το τεκμήριο της αρμοδιότητας) σε αναδιάρθρωση του χρέους της με νόμιμο τρόπο ή να το αποπληρώσει σε νέο εθνικό νόμισμα νομίμως, ενώ δεν θα κινδυνεύει από επίσπευση κατά της περιουσίας της.
Το θέμα του δικαίου των ομολόγων και της εξαιρετικής σημασίας του ανέδειξε με σειρά αναλύσεων του στην Ελλάδα ο χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής Πάνος Παναγιώτου, από τα μέσα του 2010, ενώ τον Οκτώβριο του 2011 Έλληνες βουλευτές, κατέθεσαν σχετικές επίκαιρες ερωτήσεις στον Υπουργό Οικονομικών, κύριο Βενιζέλο και στον Πρωθυπουργό, κύριο Παπαδήμο, με την αρχή να γίνεται από τον ανεξάρτητο βουλευτή, κύριο Παναγιώτη Κουρουμπλή.
Υπό το φως των αποκαλύψεων και υπό το βάρος της πίεσης η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πως υπαναχώρησε στη θέση της να παραχωρήσει το δίκαιο στο PSI+, κάτι που σύμφωνα με διεθνή δημοσιεύματα, είχε ήδη συμφωνηθεί από το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, με ωμή παρέμβαση της Γερμανίδας Καγκελαρίου Μέρκελ.
Στη μετά αποκάλυψης περίοδο ο Έλληνας Πρωθυπουργός απάντησε σχετικά με το δίκαιο των ομολόγων στη Βουλή λέγοντας, ότι αυτό δεν έχει ακόμη παραχωρηθεί, επιβεβαιώνοντας πως αποτελεί τμήμα των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διεθνή δημοσιεύματα το θέμα του δικαίου των ομολόγων έχει πράγματι αναδειχθεί στο σημαντικότερο, στις συζητήσεις για το ελληνικό PSI+, καθώς οι δανειστές επιθυμούν να λάβουν όσο το δυνατό μεγαλύτερη ασφάλεια για τα ομόλογα που θα διακρατήσουν αποκτώντας εξαιρετικά δικαιώματα, τα οποία αυτή τη στιγμή δεν έχουν.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η παραχώρηση του ελληνικού δικαίου στους δανειστές θα σημαίνει και την απώλεια του τελευταίου, ίσως, νομικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας με απρόβλεπτες συνέπειες, στην περίπτωση που αναγκαστεί να φύγει από το ευρώ ή να προχωρήσει σε στάση πληρωμών.
Πρόσφατα δημοσιεύματα ανέφεραν πως οι δανειστές επιθυμούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα ζητώντας τα ομόλογα του ελληνικού PSI+ να τύχουν παρόμοιας νομικής κάλυψης με αυτά των δανείων από τους θεσμικούς δανειστές, όπως το ΔΝΤ. Ωστόσο, αυτό συνεπάγεται μεταξύ άλλων και τη μετατροπή του δικαίου τους σε αγγλικό.
Με βάση διεθνή δημοσιεύματα, κάποιοι από την ελληνική πλευρά πιέζουν τους δανειστές να αποδεχτούν ένα PSI+ χωρίς αγγλικό δίκαιο και κάνουν σκληρές διαπραγματεύσεις, έστω και μετά τις σχετικές αποκαλύψεις στην Ελλάδα.
Ακόμη και αν αυτό συμβαίνει τώρα, απλά και μόνο υπό το βάρος της συνειδητοποίησης του μεγέθους της σημασίας του δικαίου των ομολόγων του PSI+, δεν παύει να αποτελεί μία αποκάλυψη για την Ελλάδα, το γεγονός, ότι μέχρι τώρα δεν διαπραγματεύτηκε τίποτε απολύτως με τους δανειστές της, ενέδωσε στις ορέξεις τους, πρόθυμη να εκποιήσει τα πάντα και κατ’ ουσία να απεμπολήσει την εθνική της κυριαρχία και την κυρίαρχη κρατική της οντότητα.