Ότε έμελλεν η Κυρία Θεοτόκος
εκδημήσαι προς τον εαυτής Υιόν και Θεόν, δι΄ Αγγέλου κομισθείσα τα
ευαγγέλια παρά του υιού αυτής Χριστού του Θεού ημών, τότε
μετά χαράς δεξαμένη τον λόγον, και τω πόθω της προς τον Υιόν αυτής
θείας μεταστάσεως προσεύξασθαι άρχεται, και φωταγωγεί την οικίαν
ευχαριστήσασα τον Θεώ.
Είτα συγκαλεί τον αδελφόθεον Ιάκωβον και τους συγγενείς και γείτονας,
και ετοιμάζει τα προς ταφήν επιτήδεια. τοις λέγει τα λαληθέντα παρά του
Αγγέλου, την την προς ουρανούς αυτής θείαν Μετάστασιν. Τότε δε
ακούσαντες πάντες, θρήνοις και δάκρυσιν ωλοφύροντο.
Είτα λαβούσα εις τας Αγίας αυτής χείρας τον πάντιμον θησαυρόν, τα Τίμια
και Άγια Δώρα Χρυσόν και Λίβανον και Σμύρναν, άπερ οι Βασιλείς Μάγοι
προσήνεγκαν τω Χριστώ τω Θεώ ημών, και τα οποία η Κυρία Θεοτόκος
συνετήρει πάντα, και ευλογήσασα αυτά ενεχείρισεν εις αυτάς τα πάντιμα
Τίμια Δώρα Χρυσόν και Λίβανον και Σμύρναν εις αυτάς συν τοις Αγίοις
σπαργάνοις του Κυρίου ημών ιησού Χριστού, τα ιερά ταύτα σύμβολα του
Σωτήρος ημών Θεού, τα τίμια και σεβάσμια, άπερ εδόθησαν εις αυτάς τας
πιστάς και ιεράς παρθένους Ιουδαίας μεν κατά το γένος, χριστιανικάς δε
κατά την πίστιν, και εχαρίσθησαν εις αυτάς παρά της Θεοτόκου, ως ο λόγος
άδεται. και κατά διαδοχήν εκ μιας εις άλλην μυστικώς παρεπέμφθησαν
ευλαβώς τιμώμενα.
Ούτω ταύτα τα ιερά σύμβολα διετηρήθησαν, παρέχοντα ιάσεις διαφόρων
νοσημάτων τοις προστρέχουσι, και εφύλαξαν την ευωδίαν, και παρέχοντα
παντοδαπά ιάματα τοις τοις ευλαβώς αυτά προσκυνούσι.
Μαθόντες δε εν τη Κωνσταντινουπόλει τινές φιλόθεοι την χάριν, η
παρέχουσιν υγείαν ψυχής τε και σώματος τα άγια και τίμια του Σωτήρος
Χριστού Δώρα ταύτα, ήλθον και είπον προς τον Βασιλέα Αρκάδιον, ότι εις
Ιεροσόλυμα
διαφυλάττονται τα θεία δώρα των Μάγων συν τοις αγίοις σπαργάνοις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τα
οποία ως ιεράν παρακαταθήκην έδωσεν η Κυρία Θεοτόκος εις τας
υπηρετούσας αυτήν παρθένους, και ευρίσκονται σήμερον εις χείρας
παρθένου, ήτις είναι κατά διαδοχήν κληρονόμος τούτων. εισί δε οι χιτώνες
της Υπεραγίας Θεοτόκου και η Αγία Ζώνη, τα άγια Δώρα των Μάγων και τα
άγια σπάργανα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. ούτοι παρεκάλουν τον
Βασιλέα, ίνα μετά σπουδής πέμψη εις Ιεροσόλυμα και αποκομίση εις
Κωνσταντινούπολιν της δεσποίνης ημών και Θεοτόκου τα άγια φυλακτήρια,
την Ιεράν παρακαταθήκην, προς αγιασμόν του λαού και αρωγήν της
βασιλευούσης πόλεως. Ο δε βασιλεύς Αρκάδιος έπεμψεν εις Ιεροσόλυμα
ιεροπρεπείς άνδρας και βασιλικόν κάτεργον (πλοίον) και8 έλαβον από την
φιλόθεον παρθένον εκείνην την ιεράν παρακαταθήκην της Υπεραγίας
Θεοτόκου, και με ύμνους και θυμιάματα εξαγαγόντες από τα Ιεροσόλυμα τα
άγια φυλακτήρια ταύτα, και εν Κωνσταντινουπόλει αποκομίσαντες, τω
βασιλεί παρέδωκαν.
Ο δε βασιλεύς Αρκάδιος πεσών και προσκυνήσας πίστει και πόθω πολλώ, και
δεξάμενος εις τας χείρας αυτού κατησπάζετο ακορέστως, ομοίως και οι του
βασιλέως υπουργοί, και σύμπας ο λαός αφάτου χαράς και ευφροσύνης
επληρώθησαν. μετά τον ασπασμόν και την προσκύνησιν άπαντες μετά του
εκκλησιαστικού πληρώματος και μετά δορυφορίας ψαλμών, ύμνων, και απείρων
φώτων κατά την αρμόζουσαν τάξιν εις τα βασίλεια ανήλθον, και κατέθεντο
τα άγια ταύτα της Κυρίας ημών Θεοτόκου φυλακτήρια, την αγία ταύτην
παρακαταθήκην, βασιλικά δώρα βασιλέων Περσών, ως ο λόγος εδήλωσε. και
εις δόξαν των πιστών, εις φύλαξιν και αρωγήν βασιλέων, εις ασφάλειαν
όλης της βασιλευούσης, διότι δι΄ αυτών κατά καιρούς και χρόνους
διεσώσατο την εαυτής πόλιν η Κυρία Θεοτόκος.
Εφυλάχθησαν δε σώα πάντα ταύτα τα ιερά κειμήλια της Εκκλησίας,
έως τους χρόνους μετά Χριστόν 1203.
Τότε οι βασιλείς φθάσαντες εις έσχατην ανέχειαν, απεφάσισαν και έδωσαν
γνώμην να γένη συνάθροισις των ιερών σκευών και ιερών κειμηλίων, και εξ
αυτών να πληρωθώσι τα υπεσχεθέντα χρήματα εις τους πολιορκούντας την
Κωνσταντινούπολιν Σταυροφόρους. Ο δε λαός αγανακτήσας εφώρμησε, και
εφόνευσε τους βασιλείς, και οι Λατίνοι αφ΄ ετέρου πολλά οργισθέντες
εκυρίευσαν την Κωνσταντινούπολιν. Οι δε ευγενείς της πόλεως λαβόντες τα
ιερά κειμήλια και πάντας τους ιερούς θησαυρούς και τα ιερά σκεύη
κατέφυγαν εις την Ασίαν, εις την Νίκαιαν πόλιν της Βιθυνίας, όπου εκεί
έστησαν το βασίλειόν των. Ο δε Πατριάρχης κατέφυγεν εις Διδυμότοιχον.
Αφού δε παρήλθον χρόνοι εξήκοντα επί της βασιλείας Μιχαήλ του
Παλαιολόγου, εκυριεύθη πάλιν η Κωνσταντινούπολις, και έλαβε τον
στολισμόν της. Ο δεν εν αυτή Φράγκος βασιλεύς Βαλδουίνος έσωσε την ζωή
του, και ούτως εσυνάχθησαν τα ιερά και άγια κειμήλια και λοιπά ιερά
σκεύη και άγια δωρήματα εις τα βασίλεια της Κωνσταντινουπόλεως, και
εφυλάττοντο ως παρακαταθήκη σωτήριος ταύτης της Βασιλευούσης πόλεως.
Εν τούτοις τοις χρόνοις απέρασαν από την Ασίαν εις την Θράκην τα
οθωμανικά στρατεύματα και εκυρίευσαν την Αδριανούπολιν και πάσαν την
Θρακικήν Μακεδονίαν, και έφθασαν έως εις τα βασίλεια της Σερβίας, την
οποίαν και επολιόρκησεν ο Σουλτάν Μουράτης. ο δε Γεώργιος ο βασιλεύς της
Σερβίας είχε θυγατέρα ωραιοτάτην, Μάρω λεγομένην, ταύτην εζήτησεν ο
Μουράτης να την λάβη νόμιμόν του γυναίκα, και ούτω να λύση την και τους
πολέμους από την Σερβίαν, και να είναι πάντοτε με τον σύνδεσμον της
συγγενικής αγάπης. Ο δε βασιλεύς Γεώργιος στέργει εις τας απαιτήσεις του
Σουλτάνου και του δίδει δια νόμιμόν του γυναίκα την θυγατέρα του Μάρω
με την συμφωνίαν να είναι ελευθέρα εις τα χριστιανικά χρέη της. εξ αυτής
ο Σουλτάν Μουράτης εγέννησε τον Σουλτάν Μεχμέτη, όστις εβασίλευσε μετά
τον θάνατον του πατρός του εν έτει 1450.
Ούτος αφού προετοίμασε τα αρμόδια άρματα ήρχισε και επολιόρκησε στενώς
την Κωνσταντινούπολιν, την οποίαν μετά πεντήκοντα τέσσαρας ημέρας
ελεεινώς επόρθησεν εν έτει 1453 αποκατασταθείς κύριος και βασιλεύς της
Κωνσταντινουπόλεως ο Σουλτάν Μεχμέτης, έδωσε δε εις τους χριστιανούς την
άδειαν να εκτελούν ελευθέρως και αφόβως τας εκκλησιαστικάς τους αυτών
τάξεις και συνηθείας, διότι εγνώριζε τα χριστιανικά έθιμα από την μητέρα
του Μάρω. Η δε βασίλισσα Μάρω ευρέθη και αυτή τότε εις την βασιλεύουσαν
πόλιν, και λαβούσα από το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον τα πάντιμα και άγια
τίμια δώρα των Μάγων, την ανεξάντλητον πηγήν των ιαμάτων, τα εφύλαττεν
ευλαβώς εις το εαυτής βασίλειον τιμώμενα με θυμιάματα και φώτα ως
έπρεπεν. αύτη ευλαβουμένη τον Φιλιππουπόλεως μητροπολίτην Διονύσιον, ως
χρηματίσαντα μαθητήν του Αγίου Μάρκου Εφέσου, ηθέλησε δια να τον
προβιβάση Πατριάρχην, και προσελθούσα εις τον βασιλέα τον παρεκάλεσε να
γένη ο Διονύσιος Πατριάρχης. ο δε βασιλεύς είπεν αυτή, ποίησον μήτερ μου
ό,τι θέλεις, και ούτως έγεινε Πατριάρχης ο Διονύσιος. πλην
διαλογιζομένη η κυρία Μάρω το απαραίτητον του θανάτου, εδυσχέραινεν εις
τα βασίλεια.
Προσήλθε λοιπόν ενώπιον του βασιλέως και του εζήτησε να απεράση το
υπόλοιπον της ζωής της έξω των βασιλικών μεγάρων εν ησυχία. Ο δε
Σουλτάνος ως ήκουσε την φρόνησίν της υπακούσας εδωρήσατο αυτή πάσαν την
επαρχίαν της Έζωβας δια κατοικίαν της, και να νέμεται τα βασιλικά
εισοδήματα προς ζωοτροφίαν της. αύτη η επαρχία εστί πλησίον των Σερρών
και προς τον ποταμόν Στρυμόνα. Εμβάσα λοιπόν εις το βασιλικόν κάτεργον
(πλοίον) μεθ΄ όλων των θησαυρών όπου είχε φέρουσα μεθ΄ εαυτής και τα
τίμια και άγια δώρα των Μάγων δια να έλθη εις την δωρηθείσαν επαρχίαν
της Έζωβας, και πλέουσα έφθασε προς το ακρωτήριον του Άθωνος εις το
νεώριον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου του εν τω Άθω. (εγίνωσκε δε
καλώς το Ιερόν μοναστήριον τούτο, διότι ο πατήρ της Γεώργιος ο βασιλεύς
της Σερβίας ωκοδόμησε τον καθολικόν ναόν του μοναστηριού εις όνομα του
Αγίου Γεωργίου, και ως κτήτωρ και προστάτης της μονής του Αγίου Παύλου
εγνωρίζετο). προσωρμίσθη το βασιλικόν πλοίον προς το νεώριο τη; Μονής
του Αγίου Παύλου μετά της βασιλίσσης κυρίας Μάρω. Μαθόντες τούτο οι
ιερείς και μοναχοί πατέρες της μονής, πάντες οι αδελφοί και το του λαού
πλήθος χαράς απείρου πλησθέντες, εξήλθον της μονής μετά φανών και
λαμπάδων και θυμιαμάτων μεθ΄ ύμνων και ψαλμών κατά την αρμόζουσαν της
μονής προς υπάντησιν των Τιμίων Δώρων των Μάγων,
άπερ προσεκόμιζεν η Κυρία Μάρω να τα αναθέση εις την Ιεράν ταύτην μονήν του Αγίου Παύλου κατά την επιθυμίαν της. ανήρχοντο
δε ούτω πάντες προς το ιερόν μοναστήριον του Αγίου Παύλου κατά την
επιθυμίαν της, και όταν έφθασαν εις την μονόστηλον ελαίαν, ήτις και
σήμερον σώζεται προς πετρώδη τινα όχθην, απέναντι και πλησίον της μονής,
ηκούσθη φωνή αόρατος, λέγουσα. Μάρω μη προβής περαιτέρω εκπλαγείσα επί
τω ακούσματι η βασίλισσα, εστάθη εκεί. Ανοίξασα δε τους θησαυρούς επί
του τόπου τούτου, εθεωρείτο ως άλλη πανήγυρις και εορτή.
Και φωνή αγαλλιάσεως μετ΄ ευφημίας αναφθεγγομένη η βασίλισσα
κατασπαζομένη έλεγε. Ω Δώρα τίμια, άπερ ταύτα προσήνεγκαν οι Μάγοι
Περσών βασιλείς, Χρυσόν και Λίβανον και Σμύρναν Χριστώ τω Θεώ και Σωτήρι
ημών, των πιστών άπαν το πλήρωμα σκεπάσατε, και εκ πάσης επιρροίας
ορατών και αοράτων εχθρών αβλαβείς διαφυλάξατε και εις ιατρείαν
παντοδαπών νόσων και πονηρών πνευμάτων διωκτήριον έσεσθε.
Προσκυνήσασα σε ευλαβώς, αφιέρωσε τα πάντιμα και άγια Δώρα των Μάγων,
Χρυσόν και Λίβανον και Σμύρναν, ως μίαν αναφαίρετον παρακαταθήκην εις
την ιεράν μονήν του Αγίου Παύλου του εν τω Άθω. και ούτως αποχαιρετήσασα
μετά θερμών δακρύων, κατέρχεται δια να έμβη εις το βασιλικόν κάτεργον,
συνακολουθουμένη μετά των ευχών και ευλογιών των πατέρων. Οι σε σεβαστοί
εκείνοι πατέρες ενέπηξαν Τίμιον Σταυρόν, όπου ηκούσθη η αόρατος φωνή,
όστις σώζεται και μέχρι σήμερον, και λέγεται ο σταυρός της Βασιλίσσης.
εχαρίσατο δε και άλλα σκεύη χρυσά και αργυρά και χρυσοΰφαντα δωρήματα
εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους
αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΗ: Κοσμά Μοναχού, Το παρόν Μαρτύριον του αγίου
ενδόξου μεγαλομάρτυρος του Χριστού Γεωργίου του Τροπαιοφόρου : σώζεται
αναπόσπαστον εν τη ιερά βασιλική και πατριαρχική κοινοβιακή Μονή του
Αγίου Παύλου του εν τω Άθω - Υπόμνημα περί των Τιμίων Δώρων και Μάγων εν
τη του Αγίου Παύλου ιερά Μονή τη εν Άθω ευρισκομένη, Νυν εκδίδεται παρά
του ελαχίστου Κοσμά Μοναχού, Εν Ερμουπόλει, Τύποις Ρενιέρη Πρίντεζη,
1880, σς. 1-10 (37-46).