Μένης Κουμανταρέας-Νοέμβριος 2010 στην δημοσιογράφο
Σταυρούλα Παπασπύρου για την
Ελευθεροτυπία>
-Προχθές, κατεβάζοντας τα σκουπίδια, έπεσα πάνω
σ' έναν αξιοπρεπέστατο 45άρη -Βούλγαρος ήταν- που προθυμοποιήθηκε να μου
τα πετάξει ο ίδιος, για ένα ευρώ... Πριν από δεκαπέντε χρόνια,
περπατούσαμε με τη Λιλή στο Λονδίνο και βλέπαμε τους αστέγους να
κοιμούνται μέσα σε ακριβά παπλώματα. Τώρα, οι άστεγοι είναι κι εδώ
καθημερινό θέαμα, μέσα σε νάιλον και σε κούτες... Ομως κι ο κόσμος της
νύχτας έχει αλλάξει σύνθεση. Υπάρχουν πολλές ξένες πόρνες και αρκετά
επικίνδυνα μέρη πια, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Τα
βόρεια προάστια, πάντως, μου φαίνονται πολύ πιο απωθητικά. Την Κηφισιά
λες και δεν την έχει αγγίξει η κρίση. Πίσω από κάθε τζιπ, κι ένας
φοροφυγάς...»
-Πώς είναι η καθημερινότητά σας, τώρα που μείνατε μόνος;
«Με τη Λιλή γνωριζόμασταν απ' το '66, παντρευτήκαμε το '80 κι είναι
τόσο πρόσφατος ο θάνατός της που σαν να βρίσκεται ακόμα δίπλα μου. Της
χρωστάω πάρα πολλά. Με πήρε από τη μάνα μου και μ' έμαθε να ζω έξω απ'
τους δικούς μου, μ' έμαθε με το αλάθητο ένστικτό της να ξεχωρίζω τους
φίλους τους πραγματικούς και μ' έβαλε μέσα στην οικογένειά της που έγινε
και δική μου, με δεσμούς πολύ πιο ισχυρούς κι από τους συγγενείς μου εξ
αίματος. Παρηγοριέμαι στη σκέψη πως υπάρχουν άλλοι δύο χήροι κοντά μου,
ο Τίτος Πατρίκιος κι ο Αλέξης Πανσέληνος. Για να μην πω και πόσες
χιλιάδες άλλοι, που δεν τους ξέρω, και που δεν έχουν συντροφιά την τέχνη
τους».
Τον Μάρτιο του 2013 η
Σταυρούλα Παπασπύρου είχε ρωτήσει τον
Μένη Κουμανταρέα στην διάρκεια μιας ακόμη συνέντευξης στην Ελευθεροτυπία>
-Ζείτε μόνος. Η μητέρα σας έφυγε πλήρης ημερών, πρόσφατα
χάσατε και τη Λιλή, τη γυναίκα σας. Οι περισσότεροι της γενιάς σας έχουν
αποχωρήσει. Σε ποιον δίνετε λογαριασμό, ενδόμυχα;
-Εχω πάρα πολλούς συγγενείς από τη μεριά της Λιλής, εξαιρετικούς
ανθρώπους, που τους θεωρώ οικογένειά μου. Αυτοί μου δίνουν τη δύναμη να
μπορώ να έχω μέτρο σε ό,τι κάνω. Στο καινούργιο, όμως, το ανέκδοτο
μυθιστόρημά μου, δεν έχω την παραμικρή αναστολή να πω πράγματα που ίσως
θα μπορούσαν να ενοχλήσουν είτε εκείνους είτε φίλους μου. Το ότι
είμαι μόνος μού δίνει περισσότερη δύναμη ν' αποφασίζω ποιος είμαι, πού
βρίσκομαι και τι θέλω να κάνω πραγματικά. Το λέμφωμα δε που με
ταλαιπώρησε πέρσι, πιστεύω ότι με όπλισε με ακόμα μεγαλύτερη
συναίσθηση».
Ο Μένης Κουμαντερέας βρέθηκε νεκρός τα ξημερώματα στο διαμέρισμά του, στην οδό Ζακύνθου 3, στην Κυψέλη.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι στιγμής, βρέθηκε από συγγενικό του πρόσωπο στις 00:45, και έφερε εκδορές στο πρόσωπο.
Οι πρώτες εκτιμήσεις της αστυνομίας μιλούν για ληστεία, καθώς το
σπίτι βρέθηκε αναστατωμένο, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ίχνη παραβίασης.
Ο Μένης Κουμανταρέας είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1931 και εκτός
από την πεζογραφία είχε ασχοληθεί με αρθρογραφία και μεταφράσεις.
Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, είχε τιμηθεί το 1967 με το
Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το
1976.
Είχε μεγαλώσει στην Αθήνα και ήταν απόφοιτος του Πρότυπου Λυκείου Αθηνών
Κάρολος Μπερζάν, ενώ φοίτησε στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Αν και εργαζόταν κατά καιρούς σε ναυτιλιακές και
ασφαλιστικές εταιρείες, από το 1982 ζούσε αποκλειστικά από τη συγγραφική
του δραστηριότητα.
Mιλώντας στα ΝΕΑ και τον Μανώλη Πιμπλή θα πει για την την κρίση «Κάποτε
αναγκαία, αν σκεφτεί κανείς την πάλαι ποτέ μανία των γυναικών να
γεμίζουν το πρωινό τους με αγορές ακριβών φορεμάτων. Με τις κάρτες τους.
Το βλέπω και ως τιμωρία. Για μια μερίδα του κόσμου που ζούσε βολεμένος
σε έναν ηδονικό τρόπο ζωής. Η δική μας η μεσαία αστική τάξη έχει ίσως
πληγεί με τους φόρους περισσότερο από τη λαϊκή τάξη. Νομίζω ότι στο
μέλλον θα πρέπει να διαγράψουμε μια λέξη από το λεξιλόγιό μας: τη λέξη
"Μνημόνιο" που έχει γίνει τρόμος, φόβος και καραμέλα μαζί. Το μέλλον της
Ελλάδας το βλέπω αβέβαιο, όμως αβέβαιο είναι και το μέλλον της Ευρώπης.
Θα πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσο η Ευρώπη θα είναι μια οικονομική
μόνο ένωση ή μια ομοσπονδία κρατών. Εξού και ο καβγάς με την προεδρία
του Γιούνκερ. Ολα αυτά όμως είναι πολιτική. Εγώ κοιτώ τη δουλειά μου, το
γράψιμο, μια δουλειά στην οποία μπορώ να αποδώσω. Χωρίς ντρίπλες και
χωρίς πουλημένα παιχνίδια. Θα πρέπει όλοι τους να φροντίζουν τις
δουλειές τους και μόνο. Τον κ. Καμίνη, τον οποίο ψήφισα, τον παρακαλώ να
γκρεμίσει την Ομόνοια και να την ξαναχτίσει. Διότι είναι ένα αίσχος
αυτό στον ομφαλό της πόλης. Ευτυχώς που μέσα στο Δημοτικό Συμβούλιο
είναι άνθρωποι όπως ο Βασίλης Βασιλικός και η Μάρω Δούκα. Αν πάντως με
ρωτάγατε αν θα έμπαινα κι εγώ, θα σας έλεγα "όχι, με τίποτα". Γιατί δεν
κάνω γι' αυτή τη δουλειά. Πρέπει να έχεις κανείς συνείδηση των δυνατοτήτων του».
Για το ίδιο θέμα στη
Βάνα Λυκομήτρου για τον 9,84 «Η
οικονομική κρίση είναι απόρροια μιας ηθικής κρίσης στο βάθος. Η ηθική
του μεταπολεμικού κόσμου, η οποία άραξε στα βράχια ενώ ταξίδευε-επειδή
ακριβώς ήταν αμέριμνη πήγε και προσάραξε. Φταίνε πάρα πολλά πράγματα για
τη σημερινή κατάσταση και όχι μόνο οι πολιτικοί που, εντάξει, έχουν
χάσει την αξιοπιστία τους, αλλά και ο μέσος άνθρωπος αφέθηκε σε αυτόν
τον κατακλυσμό της κατά φαντασίαν ευημερίας που ζήσαμε... όπως
αποδείχθηκε. Φταίει κι αυτός! Επομένως είναι μια εποχή πέρα από την
όποια αντίδραση του μέσου ανθρώπου και κατ' επέκτασιν και του συγγραφέα,
ο οποίος αποτελεί οδηγό γι αυτόν που τον διαβάζει. Είναι το μάζεμα μέσα
σε μια τακτοποίηση ιδεών, των ιδανικών που έχουν κουρελιαστεί, όλων των
σημάτων που δίνουν μια κατεύθυνση στην ανθρωπότητα».
Ο Κουμανταρέας ξεκινάει την καριέρα του ως λογοτέχνης στα τριανταένα του χρόνια, το 1962, με
τα «Μηχανάκια».
Το έργο αυτό αποτελεί μια προσωπογραφία της γενιάς του, προεικονίζοντας
τους ήρωες που θα πρωταγωνιστήσουν στα επόμενα έργα του.
Στο πρώτο διήγημα με τον ομώνυμο τίτλο πρωταγωνιστής είναι ένας
νεαρός που βρίσκεται μετέωρος και συμπιεσμένος ανάμεσα σε δυο κυρίαρχους
τύπους: τον «γκομενάκια» και τον «κουλτουριάρη», που τυχαίνει επί πλέον
να είναι και χριστιανός. Ο δεύτερος αυτός, λειτουργώντας ως υπερεγώ,
δεν θα τον αφήσει να απολαύσει τη γυναικεία συντροφιά, που θα του
προμηθεύσει η συναναστροφή του με τον άλλο τύπο.
Στο
«Λουτρό», ένα από τα λίγα αισιόδοξα έργα του, ο
νεαρός εξεγείρεται ενάντια στην υπερπροστατευτική μητέρα του. Είναι ο
μόνος από τους εξεγερμένους ήρωες του Κουμανταρέα, από τον ωραίο λοχαγό
που τα βάζει με το στρατιωτικό κατεστημένο μέχρι τον Σερέτη που σπάζει
τη ρουτίνα της καθημερινότητας φιλοδοξώντας να κάνει καριέρα
ποδοσφαιριστή, που πετυχαίνει.
Στην
«Επαρχία Λοκρίδος» ο νεαρός ήρωας είναι ένα πρόπλασμα του Σερέτη της
«Φανέλας με το εννιά».
Ο τελικός θάνατός του φαίνεται ως αποτέλεσμα της άτης, λόγω της ύβρεως
μιας αλαζονικής συμπεριφοράς. Όμως, όπως έχει επισημάνει ήδη η κριτική
για την «Φανέλα με το εννιά» και τον
«Ωραίο λοχαγό»,1
το κυρίαρχο θέμα δεν είναι το θέμα της άτης που έρχεται ως αποτέλεσμα
της ύβρεως (που δεν υπάρχει άλλωστε στον «Ωραίο λοχαγό»), αλλά το θέμα
του «Πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ» του Όσκαρ Ουάιλντ, μια ελεγεία για τα
νιάτα, τη δύναμη και την ομορφιά που αδήριτες νομοτέλειες καταδικάζουν
στη φθορά και στην παρακμή.
Ο
«Σκαπανέας» εισάγει στη μακρά σειρά περιθωριακών που θα πρωταγωνιστήσουν στο «
Χερουβείμ και Σεραφείμ» (1981),
ταλαιπωρημένα από τη ζωή πρόσωπα, τα οποία ο συγγραφέας βλέπει με
συμπάθεια και κατανόηση, ακόμη και τον «Πολύβιο», τον επιδειξία στο
ομώνυμο διήγημα. Δεν θα χάσει όμως την ευκαιρία να καταφερθεί ενάντια
στον στρατοκρατικό αυταρχισμό, λες και είχε υποψιαστεί από τότε ότι
επρόκειτο να κυριαρχήσει και στην πολιτική μας ζωή πέντε χρόνια
αργότερα, με μια έξυπνη αφηγηματική τεχνική. Η κυρίως αφήγηση αποτελεί
τη λεκτική μεταγραφή μιας κινηματογραφικής ταινίας, την προβολή της
οποίας, σε μια παράσταση μπροστά σε μια επιτροπή λογοκρισίας, διακόπτει
κατά διαστήματα ένας αξιωματικός, για να αποκαλύψει με τα σχόλιά του το
χαρακτηριστικό εκείνο στρατοκρατικό πνεύμα το οποίο θέλει να σατιρίσει ο
Κουμανταρέας.
Όταν αυτό θα επιβληθεί με τη δικτατορία του 67, θα πέσει θύμα της
και ο ίδιος, με το δεύτερο βιβλίο του, το «Αρμένισμα», μια συλλογή από
τρία διηγήματα. Στη συλλογή αυτή ο Κουμανταρέας χρησιμοποιεί το παρελθόν
για να σχολιάσει το παρόν. Φουκαράδες όπως οι
«αρμένηδες» στο «Αρμένισμα», και ο πιτσιρίκος του «Μέρα του 1638», είναι
τα θύματα ενός στυγνού και ανελέητου κόσμου, στον οποίο είναι
αναπόδραστα «ερριγμένοι», χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να πιάσουν καθόλου
το νήμα της τύχης τους στα χέρια τους. Το ίδιο θύματα ενός διεφθαρμένου
κόσμου είναι και τα πρόσωπα του
«Γάμου του Σπόρου και της
Ποπαίας», ένα μίνι «Σατιρικόν», όπου εδώ ο παρελθοντικός χρόνος εισβάλει
με μια αντικατοπτρική (mise en abyme) ιστορία από τα ρωμαϊκά χρόνια της
παρακμής.
Τα
«Καημένα» (1972) είναι δυο κακόμοιρα, «καημένα»
αλητάκια, που κάηκαν σε ένα καίκι (Το ίδιο εφέ δισημίας στον τίτλο είχε
χρησιμοποιήσει και στο «Αρμένισμα» ο συγγραφέας). Στην
«Αγία Κυριακή στο βράχο», το
δεύτερο διήγημα αυτού του βιβλίου, οι κάτοικοι ενός ολόκληρου χωριού
πέφτουν θύματα πειρατών που ήλθαν μεταμφιεσμένοι σε θεατρίνους.
Κύριο υφολογικό στοιχείο αυτών των πρώτων έργων είναι το εφέ της
επανάληψης σε λεκτικό επίπεδο, που φτάνει σε ολόκληρες περιόδους. Όμως
στα «Καημένα» παρατηρούμε μια αλλαγή στην αφηγηματική τεχνική, που θα
χαρακτηρίσει τα επόμενα έργα του συγγραφέα. Μέχρι τώρα ο αφηγητής ήταν
εξωδιηγητικός-ετεροδιηγητικός, ο κλασικός τριτοπρόσωπος αφηγητής. Τώρα
οι αφηγητές είναι μεν ετεροδιηγητικοί, είναι όμως ενδοδιηγητικοί. Αυτό
το πετυχαίνει ο Κουμανταρέας στα «Καημένα» με το να δημιουργεί μέχρι και
τρίτο επίπεδο αφήγησης, σε διαδοχικά εγκιβωτισμένες
μαρτυρίες/διηγήσεις. Στο «Χερουβείμ και Σεραφείμ» ο αφηγητής είναι
ενδοδιηγητικός, όμως είναι ετεροδιηγητικός, αφού πρωταγωνιστές είναι
άλλα πρόσωπα, γνωστά στον αφηγητή.
Και ενώ στο έργο αυτό ο αφηγητής ταυτίζεται περίπου με τον
συγγραφέα, στο τελευταίο έργο του Κουμανταρέα «Η μυρωδιά τους με κάνει
να κλαίω» αφηγητής είναι ένας κουρέας που αφηγείται ιστορίες πελατών
του. (σελ. 32)
Η «
Βιοτεχνία υαλικών» (1975) εισάγει στην αστική
θεματολογία των επόμενων έργων του, με μια μυθοπλασία που τοποθετείται
στο παρόν και σε συγκεκριμένους πια, κατονομαζόμενους χώρους. Το θέμα
της είναι η διαδρομή προς τον μικροαστικό συμβιβασμό της πάλαι ποτέ
αγωνίστριας Μπέμπας, που παράτησε τον αγώνα για κοινωνική αλλαγή για να
αφοσιωθεί στο εξής στην ανόρθωση της βιοτεχνίας υαλικών της, με
αποτέλεσμα να καταντήσει γνήσιος εκπρόσωπος του μικροαστισμού εκείνου
εναντίον του οποίου αγωνίστηκε στα νιάτα της. Θέμα ήδη πολυδουλεμένο από
τον Κώστα Μουρσελά στα θεατρικά του, δεν θα το ξαναπιάσει ο
Κουμανταρέας. Όμως πίσω από το θέμα αυτό του συμβιβασμού υπάρχει επίσης η
κυρίαρχη θεματική του, αυτή της ανελέητης φθοράς, που αν και εδώ
πρόκειται για φθορά ιδανικών, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τη
συμβολοποιήσει με τη σωματική φθορά της γερασμένης πια Μπέμπας.
Στο έργο αυτό ο Κουμανταρέας θα φλερτάρει για πρώτη και τελευταία
φορά με τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, συμφύροντας μάλιστα υφολογικά και τον
ευθύ λόγο των προσώπων με τον πλάγιο της αφήγησης καταργώντας τα
εισαγωγικά με τα οποία εγκιβώτιζε μέχρι τότε τον ευθύ λόγο των προσώπων.
Ακόμη, επίσης για πρώτη και για τελευταία φορά, θα τεμαχίσει τον
ευθύγραμμο χρόνο της αφήγησης με ευρείες αναδρομές στο παρελθόν, που
τίθεται αντιστικτικά στο παρόν.
Στην
«Κυρία Κούλα» (1978) και το «Κουρείο» (1979) κυρίαρχο είναι το θέμα της φυγής από την καθημερινότητα, με τη μορφή του μοτίβου της αναζήτησης ενός (άλλου) συντρόφου.
Η κυρία Κούλα θα φλερτάρει με τον μικρότερό της νεαρό, όμως
δεν θα τολμήσει να προχωρήσει στη σχέση. Επίσης, δυο τουλάχιστον από
τις ηρωίδες της Μάρως Βαμβουνάκη, στο τρίτο μυθιστόρημά της με τον
παραπλανητικό τίτλο «Το χρονικό μιας μοιχείας» και στο τελευταίο της
έργο «Ο πιανίστας και ο θάνατος», θα υποχωρήσουν επίσης από μια ερωτική
σχέση που η κοινωνία φαίνεται να καταδικάζει. Και οι δύο συγγραφείς
εκδραματίζουν ίσως πραγματικές καταστάσεις και διλήμματα του γυναικείου
αναγνωστικού κοινού, του οποίου οι υπερεγωτικές αντιστάσεις φαίνονται να
είναι πάρα πολύ ισχυρές, ικανοποιώντας ταυτόχρονα το αίσθημα ενός
ανδρικού αναγνωστικού κοινού, που θα δυσφορούσε μπροστά σε ανεπίτρεπτες
κοινωνικά σχέσεις. Τις σώζουν έτσι κι από το θάνατο. Δεν είναι τυχαίο
ότι σε σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η γυναίκα με την
ανεπίτρεπτη σεξουαλικότητα τιμωρείται. Στον «Αλέξη Ζορμπά» σκοτώνεται. Ο
Τολστόι και ο Φλωμπέρ βάζουν τις ηρωίδες τους ’ννα Καρένινα και μαντάμ
Μποβαρύ να αυτοκτονήσουν. Ούτε και η «Τες ντ Ωμπερβίλ» του Τόμας
Χάρντυ θα γλιτώσει το θάνατο.
Στην παραλογοτεχνία τα πράγματα δεν θα συνέβαιναν ακριβώς έτσι.
Ίσως μια διαφοροποιούσα αρχή, πέρα από την ποιότητα του λόγου, ανάμεσα
στη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία, να είναι και η εξωκειμενική
λειτουργία της μυθοπλασίας. Η λογοτεχνία έχει ως καθήκον να εκδραματίζει
πραγματικά προβλήματα, δίνοντας τις λύσεις που δίνει στις περισσότερες
περιπτώσεις η ίδια η ζωή. Η παραλογοτεχνία αντίθετα, όπως και ο
εμπορικός κινηματογράφος, προσφέρεται ως φαντασίωση, ως ικανοποίηση στο
φανταστικό επίπεδο της τέχνης απωθημένων αισθημάτων, και κυρίως ενός
ανικανοποίητου ερωτισμού. Στην ταινία "Σαράντα καράτια" του Μilton
Katselas, από το ομώνυμο θεατρικό έργο των Barillet & Gredy, με την
Λιβ Ούλμαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μια παρόμοια ερωτική σχέση ανάμεσα
στην σαραντάρα και τον εικοσάρη δεν ματαιώνεται, αλλά ικανοποιείται.
Τολμούμε να πούμε ότι μόνο χάρις στο πρόσωπο της Λιβ Ούλμαν δεν
σκανδαλίζει τους αρσενικούς θεατές.
Η «αρσενική» κυρία Κούλα του «Κουρείου», ο Μενέλης, θα
χάσει την «Ευτυχία» μέσα από τα χέρια του. Ασφαλώς δεν ήταν για τα
δόντια του. Θα γυρίσει σαν βρεγμένη γάτα στην νόμιμη αγαπημένη του, τη
Λίτσα, αν και ίσως είναι αργά.
Ο «Ωραίος λοχαγός» (1982) είναι ένα αντίγραφο του Joseph K. του Κάφκα, χωρίς όμως να έχει το δικό του δραματικό τέλος.
Ή μήπως το έχει; Το σφρίγος και η ομορφιά του ωραίου
λοχαγού χάνονται ανεπιστρεπτί, θύμα και αυτός ενός αδυσώπητου
μηχανισμού, του στρατού, που αποφασίζει, διατάσσει και επιβάλλει, χωρίς
καμιά δύναμη να μπορεί να τον λυγίσει (εδώ οι αποφάσεις του Συμβουλίου
Επικρατείας), την αποπομπή του λοχαγού από το στράτευμα με τη μορφή της
πρόωρης συνταξιοδότησης για λόγους υγείας.
Η ιστορία του «Ωραίου λοχαγού» δίνεται με φόντο τις
εκάστοτε πολιτικές εξελίξεις, στις οποίες αναφέρονται φλύαρα τα πρόσωπα
του έργου. Ο συγγραφέας σε συνέντευξή του λέγει ότι ήθελε μέσα από την
ιστορία του λοχαγού να περάσει ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας μας από
το 59 έως το 68.2
Ο αναγνώστης δεν αποκομίζει μια τέτοια αίσθηση. Αν το πετύχαινε, ο
ωραίος λοχαγός θα έχανε την οικουμενικότητα που έχει ως αντίγραφο του
Joseph K. To ιστορικό φόντο λειτουργεί τελικά ως βάθος, χρονολογώντας
έμμεσα, όπως αρμόζει στη λογοτεχνία, τα επεισόδια της ιστορίας του
λοχαγού. Ως σύζευξη του ατομικού με το κοινωνικό, όπου η ατομική
περίπτωση φαίνεται ως αναπόφευκτη απόρροια μιας συγκεκριμένης
κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, λειτουργεί αρκετά αμυδρά.
Ο Σερέτης στη «Φανέλα με το εννιά» (1986) είναι κι αυτός
ένας έντονα «ωραίος» έφηβος. Διαφέρει όμως από τον «ωραίο» λοχαγό. Δεν
κατακτά τη συμπάθειά μας. Η αλαζονική συμπεριφορά του είναι εκείνη που
τον οδηγεί στην τελική πτώση, και όχι οι εξωτερικές πιέσεις ενός
αδυσώπητου μηχανισμού, όπως τον λοχαγό.
Ο κόσμος του ποδοσφαίρου που απεικονίζεται είναι ελάχιστα
πειστικό. Το ότι ο Σερέτης πούλησε τον αγώνα ήδη στο δεύτερο ματς που
έδινε με την ομάδα του φαντάζει ελάχιστα αληθοφανές.3 Έτσι,
δικαιολογημένα (σελ. 33) θα έλεγα, η κριτική δέχθηκε το έργο αυτό με
κάποιο σκεπτικισμό, ενώ το κοινό αναμφίβολα θέλκτηκε περισσότερο από το
φόντο του έργου, τον κόσμο του ποδοσφαίρου, που το έργο αυτό αποτελεί
την πρώτη του εξεικόνιση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Αυτό μάλλον
αποτέλεσε και το κίνητρο για την κινηματογραφική μεταφορά του.
Στη «Συμμορία της άρπας» (1993) ο Κουμανταρέας κάνει ακόμη
μια στροφή, προς το γκροτέσκ και το θρίλερ, που θα τα συναντήσουμε και
στο επόμενο έργο του «Η μυρουδιά τους με κάνει να κλαίω». Όλο το έργο
κινείται μέσα σε μια ατμόσφαιρα σασπένς και μυστηρίου, γύρω από το
πρόσωπο του μαέστρου, ενός φιλόμουσου, σεξουαλικά περιθωριακού, όπως
είναι κάποιοι από τους ήρωες του «Χερουβείμ και Σεραφείμ», χωρίς όμως να
ανήκει στην τάξη τους. Και εδώ ο ήρωας δεν αποτελεί πρόσωπο με το οποίο
θα μπορούσε να ταυτισθεί ο αναγνώστης και να το αγαπήσει. Και καθώς δεν
είχε το ελκυστικό φόντο της φανέλας, δεν αποτέλεσε ιδιαίτερη εκδοτική
επιτυχία. Το αντίθετο συνέβη με το «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω»
(1996). Κατά τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, βρίσκεται ήδη στη
δέκατη έκδοση, ενώ η «Συμμορία της άρπας», εκδομένη το 1993, βρίσκεται
μόλις στην τρίτη. Και αυτό γιατί τα άτομα που πρωταγωνιστούν,
περιθωριακά ή μη εξίσου ταλαιπωρημένα, αποτελούν γνήσιες τραγικές
φιγούρες.
Ο Κουμανταρέας είναι περισσότερο διηγηματογράφος, κι ας είναι
αρκετά εκτεταμένα τα διηγήματά του, και όχι μυθιστοριογράφος. Το
μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο, και ο Κουμανταρέας νιώθει άνετα μόνο με
τον κεντρικό του ήρωα, δεν έχει μάτια παρά μονάχα γι αυτόν. Τα υπόλοιπα
πρόσωπα, όταν δεν είναι αφηγητές, είναι απλώς φιγούρες φόντου. Τα πιο
εκτεταμένα έργα του, για να χρησιμοποιήσουμε μια μουσική μεταφορά, είναι
κονσέρτα για ένα όργανο και ορχήστρα, και όχι συμφωνίες, με όλα τα
όργανα να παίζουν περίπου ισότιμα. Ένα κονσέρτο για βιολεντσέλο και
ορχήστρα είναι ο «Συμμορία της άρπας», με βιολεντσέλο τη σκοτεινή
προσωπικότητα του μαέστρο. Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα είναι η
«Φανέλα με το εννιά», με το πιάνο σε μπετοβενικούς χειμάρρους, σαν τη
χειμαρρώδη προσωπικότητα του Σερέτη.
Το κονσέρτο για βιολί λείπει. Τα υπόλοιπα έργα είναι μουσικές
δωματίου, duo (ο «Ωραίος λοχαγός» και η «Κυρία Κούλα»), ή κουαρτέτα (Η
«Βιοτεχνία υαλικών» και το «Κουρείο»). Όσο για το «Χερουβείμ και
Σεραφείμ» και «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω», δεν είναι παρά
διηγήματα που με την επινόηση του ενιαίου αφηγητή πλασάρονται ως
μυθιστορήματα. Ανάλογη επινόηση κάνει και η Αλκυόνη Παπαδάκη στο
τελευταίο έργο της «Οι κάργες». Οι κάργες, παίζοντας το ρόλο του
αφηγητή, συνδέουν μεταξύ τους άσχετες ιστορίες. Ως γνωστό το διήγημα
στις μέρες μας θεωρείται αντιεμπορικό είδος, ενώ πολύ εμπορικότερο
θεωρείται το πολυσέλιδο μυθιστόρημα.
Ο Κουμανταρέας δεν περιορίστηκε μόνο στην αφηγηματική πεζογραφία.
Έχει γράψει και άλλα κείμενα, κυρίως νεκρολογίες προσφιλών προσώπων, τα
οποία δημοσιευμένα κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά, εκδόθηκαν κάτω από
τον συλλογικό τίτλο «Ο πλανόδιος Σαλπιγκτής» (1989). Οι λογοτεχνικές
τους αρετές είναι ολότελα προφανείς, σε βαθμό που να παρασύρεται ο
Δημοσθένης Κούρτοβικ και να χαρακτηρίσει το Play, μια πλασματική
συνέντευξη στον εαυτό του, ως διήγημα.
Πόσο από το μυθοπλαστικό υλικό του Κουμανταρέα είναι πραγματικό και πόσο φανταστικό;
Στην εποχή της λατρείας του ντοκουμέντου, των απομνημονευμάτων και
των μυθιστορηματικών βιογραφιών (το βιβλίο της Δήμητρας Λιάνη και τα
έργα του Φρέντυ Γερμανού με τα υψηλά τιράζ νομίζω ότι αποκαλύπτουν του
λόγου το αληθές) είναι δικαιολογημένο να αναρωτιέται κάθε αναγνώστης.
Βέβαια, μόνο ο συγγραφέας μπορεί να αποκαλύψει πόσο από το υλικό του
είναι πλασματικό και πόσο πραγματικό. Για τα «Καημένα» ξέρουμε ότι
πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Πόσοι όμως από τους ήρωες του
«Χερουβείμ και Σεραφείμ» υπήρξαν υπαρκτά πρόσωπα, τα οποία γνώρισε ο
συγγραφέας-αφηγητής; Και πόσες από τις ιστορίες του «Η μυρωδιά τους με
κάνει να κλαίω» είναι αληθινές;
Για μια απ αυτές μπορούμε να αποφανθούμε με σιγουριά. Το ομολογεί
εξάλλου και ο συγγραφέας. Είναι η ιστορία εκείνου του μαύρου που έφαγε
μια καμαριέρα στο Χίλτον, κάπου στα μέσα της δικτατορίας, περιστατικό
που «ψιθυρίστηκε» ευρέως τότε. Για τις υπόλοιπες δεν ξέρουμε.
Η «Μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω», το καλύτερο κατά τη γνώμη μου
έργο του μέχρι στιγμής, θα άξιζε την τιμή ενός Κρατικού Βραβείου. Όμως
έχει κερδίσει ήδη το βραβείο στις καρδιές των αναγνωστών, με τις
αλλεπάλληλες εκδόσεις που πραγματοποιεί. (σελ. 34)
Ο ΑΓΙΣ ΜΠΡΑΤΣΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΝΗ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ
Σας καλωσορίζω στον αφηγηματικό κόσμο του Μένη Κουμανταρέα.
Ποιος ξέρει, ίσως αν χιόνιζε σήμερα, όπως στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, θα γινόμασταν άσπροι κι εμείς σαν τον μπαρμπα-Γιαννιό (Η Γυναίκα που Πετάει, σ
.35
). Η άφιξή μας στο έργο κάθε λογοτέχνη δίνει ερεθίσματα να
χαρτογραφήσουμε
εσωτερικά τοπία, να διευθετήσουμε τη σχέση μας με το αδιανόητο. Αυτό το
σημαδιακό ταξίδι, είτε χιονίζει είτε όχι, μπορεί να το επιχειρήσει
κανείς με οποιοδήποτε βιβλίο του Κουμανταρέα, γιατί όλα τα έργα του
διακρίνονται από συνεκτικότητα, τόσο υφολογική όσο και θεματική.
Στον πυρήνα της πεζογραφίας του βρίσκεται ο Άνθρωπος. Εκείνο το άγνωστο
πρόσωπο που προσδίδει στα πράγματα και στη φύση μας μιαν ανώτερη
υπόσταση, γιατί ντύνει τη ζωή με σκέψη και αίσθημα.
Ο Ίμρε Κέρτες πιστεύει ότι:
«Το πραγματικό μέσο έκφρασης του ανθρώπου είναι η ζωή του».
Αυτό φαίνεται έκδηλα και στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του
Κουμανταρέα. Κυριαρχούν μεν σε αυτά βιωματικά γεγονότα και πρόσωπα που
καθόρισαν τον συγγραφέα. Όμως εκείνος με αφορμή την ιδιωτική του σφαίρα
δε γράφει, φυσικά, για τη ζωή του, αλλά, όπως σε όλα του τα γραπτά, μας
μιλά ευρύτερα για την ύπαρξη. Αποκωδικοποιεί αρχέγονα αινίγματα.
Αινίγματα όπως: η μετέωρη σχέση που μας συνδέει με τον Άλλο, οι
αντιφάσεις που χρωματίζουν κάθε χαρακτήρα, η ακραία μας πορεία προς την
ωριμότητα.
Ο Κουμανταρέας δε θα διαφωνούσε με την ομολογία του Fernando Pessoa ότι
«η ουσία του κόσμου δεν είναι η πρωτοτυπία αλλά η ανανέωση». Έτσι, από τα
Μηχανάκια
κιόλας ο θεματικός άξονας των βιβλίων του παραμένει σταθερός και το
ζητούμενο ένα: με χειρισμούς εξαίσιους να τον ανανεώνει κάθε φορά.
Σε όλα του τα κείμενα συναντάμε πρόσωπα που
πιάνουν τον εαυτό τους λυπημένο και ένοχο, σαν κάτι να τους έλειψε από παλιά. Κάτι αναντικατάστατο(Το Κουρείο, σ
.34
).
Όπως διαλύονται οι χίμαιρες, πέφτουν τα οράματά τους και σκοτώνονται (Το Κουρείο, σ
.22
). Τη μέρα κινούνται
στο άπλετο φως της κοινωνίας και τη νύχτα βρίσκονται ξαφνικά στο σκοτεινό κατώγι των αισθήσεων (Νώε,σ
.25
). Είναι γι’ αυτούς
ο χρόνος τέλεια καταστροφή, η χρυσή επιφάνεια με τους λαμπερούς ωροδείχτες, και μέσα τα γρανάζια σκουριασμένα (Το Αρμένισμα, σ
.159
). Πονάνε από μια φυσική και αναπότρεπτη αιτία, γιατί ζούνε με
μεταχειρισμένα αγγίγματα (Το Αρμένισμα, σ
.164
).
Όπου και να στραφούν αντικρίζουν καθρέφτες που δυναμώνουν την
απουσία. Οι καθρέφτες έχουν μια ιδιάζουσα λειτουργία στα μυθιστορήματα
του Κουμανταρέα. Δε μεγαλώνουν το χώρο. Επάνω τους ανακλώνται συνειρμοί,
επιθυμίες, κρυφές αμφιβολίες, το πέρασμα του χρόνου. Κι όταν κανείς
αναρωτιέται τι ώρα είναι, το είδωλό του απαντά:
Ό,τι ώρα ήταν δυστυχώς πάντα. Είτε πολύ αργά, είτε πολύ νωρίς (Νώε, σ
.194
). Πρόκειται για πρόσωπα που
φοβούνται μη σε κάποιον απ’ όλους τους καθρέφτες μια μέρα χαθούν (Το Κουρείο,σ
.61
). Γι’ αυτό γελάνε στη στιλπνή επιφάνεια με την ελπίδα να
τους κάνει ένα νόημα φιλικό (Το Αρμένισμα,σ
.141
). Καθρεφτίζονται
σα να θέλουν να βεβαιωθούν για την αρτιμέλεια του κορμιού τους (Βιοτεχνία Υαλικών, σ
.25
).
Και ξαφνικά βλέπουν μέσα τους κακόφημους δρόμους.
Μισοσκόταδο.
Μια γυναίκα λιπόσαρκη, κιλοτάκι ξεχειλωμένο, πεσμένα στήθια. Κάθεται κι
αυτή μπρος σ’ ένα ραγισμένο καθρέφτη δοκιμάζοντας ένα ψεύτικο κολιέ. Με
την είσοδο των πελατών, αφήνει το κολιέ να της πέσει (Νώε, σ
.78
).
Αλήθεια, βίωσαν ποτέ μια τέτοια σκηνή ή μήπως την έζησαν σ’ ένα
μυθιστόρημα; Δεν μπορούν να θυμηθούν. Ίσως γι’ αυτό ζούνε με χάπια,
κι οι φράσεις τους μυρίζουν νικοτίνη (Βιοτεχνία Υαλικών,σ
.118
). Καμιά φορά
σκέφτονται να πάνε σ’ ένα ξενοδοχείο, να μείνουν εκεί με ψεύτικο όνομα (Νώε, σ
.185
), σαν να παίζουν σε ταινία του Antonioni. Είναι σημαδεμένοι από μια φράση που τους ψιθύρισαν κάποτε:
«Η ευτυχία είναι μια λέξη που υπάρχει στα λεξικά».
Κατά βάθος τους αρέσει κάθε τι
που δύει, που βουλιάζει (Το Αρμένισμα,σ
.102
). Ακόμα και
η νύχτα είναι ένα πέλαγος που διασχίζουν με βυθισμένη τη συνείδηση (Ο Ωραίος Λοχαγός,σ
.43
). Ό,τι έχει απομείνει από τα παλιά και λησμονημένα, τις διαδηλώσεις περασμένων δεκαετιών,
τα κλομπ που βαρούσαν στο ψαχνό, τα υπόγεια στην Ασφάλεια τις νύχτες (Βιοτεχνία Υαλικών, σ
.170
), τους έχει αφήσει
μια γεύση σκουριάς, αυτήν που πιάνουν τα ύφαλα στα πλοία, οι στριφογυριστές σκάλες στα παλιά σπίτια (Βιοτεχνία Υαλικών,σ
.170
). Ακούνε από παντού συμβουλές ότι χρειάζεται υπομονή και χρόνος. Αλλά
υπομονή και χρόνος είναι αυτά που τους σακάτεψαν τόσον καιρό (Βιοτεχνία Υαλικών,σ
.114
). Αν λυπούνται για κάτι, είναι γιατί δεν έμαθαν
αυτό που θα ’πρεπε να ’ναι απ’ τα πρώτα μαθήματα στη ζωή: να διαλέγουν τους ανθρώπους που τους περιστοιχίζουν (Το Αρμένισμα, σ
.123
). Γιατί όλο προσπαθούν να νιώσουν κάτι που δεν το έχουν, όπως θα σχολίαζε και η Virginia Woolf.
Έτσι, ο Άλλος έχει πάντα κάτι
από το άπιαστο, το φευγαλέο, που τα όνειρα και οι αυταπάτες συντηρούν (Το Κουρείο,σ
.52
).
Δεμένοι κι εξαρτημένοι από οικογένειες πώς να είναι αυτάρκεις; (Το Κουρείο, σ
.63
). Είναι πρόσωπα που
ξέρουν τι κάνουν, μόνο που δεν ξέρουν πώς να το κάνουν (Το Αρμένισμα, σ
.121
). Χαρακτήρες με μια έμφυτη εξάρτηση: τη νεότητα.
Διότι οι άνθρωποι ζούνε μια φορά. Όταν είναι νέοι. Ή αρκετά νέοι. Έπειτα, όλα τ’ άλλα που έρχονται τους είναι ξένα (Η Μυρωδιά τους με Κάνει να Κλαίω, σ
.198
). Κι όλη η αγωνία
είναι να γίνουν ώριμοι, χωρίς να χάσουν την πρώτη δροσιά. Θέλουν να γίνουν σοφοί, μαζί κι αθώοι. Γίνεται; (Η Συμμορία της Άρπας,σ
.198
). Κι όμως,
υπήρξαν κάποτε ευτυχισμένοι. Μα η ευτυχία είναι μια κατάσταση που τη φτιάχνεις εκ των υστέρων στο μυαλό (Η Συμμορία της Άρπας, σ
.184
). Το πέρασμά τους από τη ζωή
εξαγνίζεται, γίνεται λυτρωτικό για τον αναγνώστη (Η Γυναίκα που Πετάει,σ
.237
).
Ο θαυμαστός τρόπος που οι λέξεις ξετυλίγονται μας λύνει από τα δεσμά με τα οποία η μοίρα έχει καθηλώσει κι εμάς τους ίδιους
(Νώε,σ
.151
).
Ο Κουμανταρέας θέλγεται από καταστάσεις και πρόσωπα
που έχουν φτάσει στα ύψη μιας θριαμβευτικής απελπισίας (Ο Ωραίος Λοχαγός,σ
.184
). Πιστεύει ότι
κάθε
πλάσμα στο σύμπαν δικαιούται μια περίοδο χάριτος, μια στιγμή
αποκάλυψης, ένα διάστημα στη διάρκεια του οποίου τα πράγματα του
φανερώνονται στην πρωτεϊκή τους μορφή (Νώε, σ.216
). Ίσως γι’ αυτό ο θίασός του κι όταν
σωπαίνει, είναι οι σιωπές του σαν τα παλιά βιολιά μέσα σε σκονισμένες θήκες (Βιοτεχνία Υαλικών,σ
.154
).
Να μη μας διαφύγει: τα δομικά υλικά του Κουμανταρέα δεν είναι μόνο ο
εσωτερικός ρυθμός των φράσεων, αλλά και η έμμεση επίδραση της κλασικής
κυρίως μουσικής, που συχνά ενσωματώνει στα έργα του. Γράφει για να
αναδείξει «το μουσικό χαρακτήρα της φύσης και της πραγματικότητας», όπως
θα έλεγε και ο Γιώργος Χειμωνάς.
Όσο για τις ίδιες τις λέξεις, πηγάζουν αβίαστα από ένα λόγο που
ανάγεται τόσο στον Ευριπίδη –όπως η φράση «αποφώλιον τέρας»– όσο και σε
κουβέντες που μαθαίνει κανείς στο δρόμο. Και ο Κουμανταρέας αγαπάει πολύ
τις κουβέντες αυτές. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο που μας έχει δώσει την
πιο απροσδόκητη προέκταση του ρήματος «καυλώνω». Γράφει για τους
θαμώνες ενός οίκου ανοχής:
Έμπαιναν καυλωμένοι κι έβγαιναν μαγεμένοι.
Ας προσέξουμε και κάτι άλλο: γνωρίζουμε από τον Wallace Stevens ότι:
«Ο άνθρωπος είναι η φαντασία ή μάλλον η φαντασία είναι ο άνθρωπος».
Η αφηγηματική ανάπτυξη αυτής της θέσης, όπου φαντασία και
πραγματικότητα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, αποτυπώνεται πλήρως στα
τελευταία κείμενα του Κουμανταρέα. Αναφέρομαι στο μυθιστόρημα
Νώε
και στο εκτενές διήγημα «Κουαρτέτο». Όλα τα έργα του αποτελούν μιαν
αδιάσπαστη ενότητα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η κοσμοαντίληψη που διατρέχει
τα
Μηχανάκια αναπτύσσεται σαν σπόρος για να καρποφορήσει στα μελλοντικά του μυθιστορήματα. Γράφει στα
Μηχανάκια:
Φτάνει
να κάνεις κάτι όχι απλά και μόνο για να λες πως το ’κανες, αλλά γιατί
μέσα σου θα το θέλεις και ο ίδιος. Και είναι αδύνατο να μη θέλει κανείς
κάτι σ’ αυτή τη ζωή (Τα Μηχανάκια, σ
.204
). Και επανέρχεται στον Νώε, στο ίδιο μοτίβο:
Πρέπει να είναι κανείς ταγμένος κάπου. Σ’ ένα θεό. Κι αν δεν υπάρχει; Τότε, τον δημιουργείς μόνος σου. (Νώε, σ
.235
).
Σε όλα τα αφηγήματά του η σκηνογραφία είναι αθηνοκεντρική.
Αλλά ο ήλιος που στη δεκαετία του ’60
αντανακλούσε στις προσόψεις των κτιρίων, στερώντας τις κολόνες από κάθε βάρος, κάνοντας τις στέγες χάρτινες σαν σκηνικό (Ο Ωραίος Λοχαγός, σ
.169
) γίνεται στη
Φανέλα με το Εννιά το ίδιο απέραντο
μυστήριο που έχει γίνει και η Αθήνα (Η Φανέλα με το Εννιά, σ
.209
).
Μυστήριο που ο Κουμανταρέας θέλει να ξεδιαλύνει στο τελευταίο του
διήγημα «Παντός Ελεήμονος». Εκεί μας οδηγεί πίσω από το σκηνικό της
πόλης. Είναι μια πρόσοψη που δεν κρύβει, όπως άλλοτε, την αποξένωση αλλά
μια πιο διαβρωτική αλήθεια: τον αποκλεισμό του άλλου μόνο και μόνο
επειδή είναι διαφορετικός από εμάς.
Ήρθε η ώρα τώρα να αποχαιρετήσουμε τα μέλη του θιάσου του. Δεν είναι
πρόσωπα απαισιόδοξα. Νιώθουν πανέτοιμα για κάθε γόνιμη χαρά, κι ας
βρίσκεται αυτή στο στιγμιαίο και στο εφήμερο. Γι’ αυτό εάν τα ρωτούσαμε
τι θα ’θελαν πιο πολύ, θα μας απαντούσαν με μια φωνή:
Θα ’θελα να ’ταν χτες. (Αρμένισμα, σ
.90
).
Νομίζω ότι υπάρχει ένα motto που διαχέεται στην ατμόσφαιρα του
Κουμανταρέα. Το δανείζομαι από τον Raymond Carver: «Τα πράγματα
αλλάζουν. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Όμως, αλλάζουν, χωρίς εσύ να το
καταλαβαίνεις ή να το θέλεις.» Είναι γνωστό ότι ο επιμελητής του Raymond
Carver ισχυριζόταν ότι ήταν αποφασιστική η συμβολή του στα πρώτα
διηγήματα του Αμερικανού συγγραφέα, φτάνοντας ως την ακρότητα να
διεκδικεί και ένα μέρος της πατρότητάς τους. Αλήθεια, τα σχόλια, οι
διαγραφές ολόκληρων σελίδων και οι προσθήκες στα δοκίμια ενός κειμένου
τι μπορεί να υποκρύπτουν;
Ως
επιμελητής αρκετών βιβλίων του Κουμανταρέα θα πω επιγραμματικά: Είναι
αδύνατον να εμφυσήσεις πνοή, ρυθμό και ύφος σε οποιοδήποτε άτεχνο
γραπτό. Του προσίδεις μονάχα αναγνωσιμότητα για εμπορική χρήση. Κανείς
δεν είναι σε θέση να καθοδηγήσει έναν συγγραφέα στη θεμελίωση του έργου
του. Ο Γιώργος Χειμωνάς γράφει πως «ό,τι γυμνότερο έχει ο άνθρωπος είναι
ο λόγος». Εάν ο συγγραφέας δεν μπορεί να χειριστεί αυτή τη γύμνια,
κανένας επιμελητής δε θα τον διασώσει. Ο επιμελητής παίζει το ρόλο που
διαδραματίζουν οι σύμβουλοι ενός ηγέτη. Όσο καίριος κι αν είναι αυτός ο
ρόλος, δε γίνεται ποτέ αποφασιστικός. Θεωρώ μάλιστα ότι η πεμπτουσία των
παρεμβάσεων σε ένα αφήγημα είναι ευθέως ανάλογη με την αξία του
κειμένου. Δηλαδή, όσο περισσότερες προοπτικές διανοίγονται στον
επιμελητή καθώς το διαβάζει, τόσο περισσότερες ιδέες συλλαμβάνει που θα
βοηθήσουν τον συγγραφέα στην οριστική επεξεργασία του λόγου του. Κι ο
συγγραφέας χρειάζεται αυτή τη βοήθεια, γιατί όπως έχει πει και ο Κινέζος
ποιητής Λου Τσι:
Μόνο γράφοντας και μετά διορθώνοντας
και διορθώνοντας
μπορεί κανείς να κερδίσει την απαραίτητη
ενόραση.
Από τη συνεργασία μου με τον Κουμανταρέα συγκράτησα την πρωτοφανή του
ευχέρεια να προτείνει πολλαπλές και ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις,
όποτε του επεσήμανα ότι κάποια πρόταση χρειαζόταν επαναδιατύπωση. Και
κάτι ακόμη: στην ποίηση ο τελευταίος στίχος έχει ιδιαίτερη βαρύτητα,
διότι σηματοδοτεί την έξοδο προς το φως. Ας μην ξεχνάμε ότι τα διηγήματα
έχουν μια φυσική κλίση προς τα ποιήματα. Κι αυτό διαφαίνεται στην
τελευταία τους παράγραφο, που έχει μια ανάλογη βαρύτητα. Ο Κουμανταρέας,
ο οποίο δεν παραλείπει να εγκιβωτίζει στα περισσότερα έργα του στίχους
ποιητών – της Σαπφούς, του Κάλβου, του Καβάφη, του Rilke -, καταφέρνει
ώστε η τελευταία παράγραφος στα διηγήματά του να είναι όπως ακριβώς και η
ποίηση: μια ενδοφλέβια ένεση.
Θυμάμαι επίσης κάτι χαρακτηριστικό από την εποχή που διορθώναμε τη νέα έκδοση της
Βιοτεχνίας Υαλικών. Υπήρχε μια παρομοίωση που δε μου άρεσε:
Ο ήλιος χαμήλωνε, έπαιρνε χρώματα βαθυκόκκινα, σα να είχαν πετάξει κανένα σφαχτάρι μέσα.
Του είπα: «Μένη, γιατί δεν το αλλάζεις; Τι το θέλεις αυτό το
σφαχτάρι;». Αυθόρμητα ξεσπάσαμε και οι δυο σε γέλια. Στο τέλος μού είπε:
«Άγη, δεν πειράζει, άσ’ το όπως είναι». Ήξερα από τον Wallace Stevens
ότι η ποίηση, η λογοτεχνία είναι μια θεραπεία του μυαλού. Κι ίσως το
γέλιο μας σήμαινε ότι αυτή η θεραπεία δε χρειάζεται πολλές εξηγήσεις.
Κύριε Κουμανταρέα, σας ευχαριστούμε γι’ αυτό που κάνετε.
Γιατί ό,τι κάνετε κάνει καλύτερο ό,τι έχετε κάνει.
Αυτό δεν είναι κολακεία.
Είναι στίχος του Σαίξπηρ.
Οι σελίδες που αναφέρονται αντιστοιχούν στην 1η έκδοση των βιβλίων.
Στο Ξυλόκαστρο, 1997