Στις 2 Απριλίου 1822, ανήμερα το Πάσχα, άρχισε η μεγάλη σφαγή. Δεκαπέντε χιλιάδες Τούρκοι έφτασαν στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά όπου είχαν καταφύγει 5.000 Χιώτες και τους κατέσφαξαν. Η Νέα Μονή έγινε ο τάφος 2.300 Χριστιανών. Τα τραγικά γεγονότα προκάλεσαν εκδηλώσεις συμπάθειας και διαμαρτυρίας σε όλη την Ευρώπη και ενέπνευσαν πολλούς καλλιτέχνες.
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Καστάνης μας ανέφερε ότι μόλις ο δάσκαλός του, ο Δημητριάδης, αναχώρησε για τη Θεσσαλία, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση που έθεσε φραγμό σε κάθε πρόοδο κι άρχισαν οι πρώτες μάχες στις παραδουνάβιες χώρες. Τα νέα της Επανάστασης, προσθέτει, εξήγειραν πολλούς Χίους, οι οποίοι διακατέχονταν από πατριωτικό ενθουσιασμό.
Οι σπουδαστές του Πανεπιστημίου Χίου αναφωνούσαν: «Ζήτω η Ελευθερία». Πολλοί πολίτες εγκατέλειψαν το γραφείο και συμμετείχαν στους τόνους αγαλλίασης παρά την προσπάθεια των αρχόντων και του κλήρου να καταστήσουν τη Χίο ουδέτερη. Υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες για την άμεση εξέγερση της Χίου. Η επιτυχία, όμως, της Επανάστασης στη Σάμο, καθώς και οι πιέσεις και οι βαρύτατες φορολογίες που είχε επιβάλει στους κατοίκους του νησιού ο νέος διοικητής Βαχίτ Πασάς, ο οποίος, κατά τον Καστάνη, έφθασε στη Χίο με φυλές ληστών, απαιτώντας χρήματα και άμισθη εργασία από τους εντοπίους, επηρέασε τους Χίους. Σύμφωνα μάλιστα με ένα διάταγμα, κάθε εντόπιος ήταν δεδηλωμένος σκλάβος στο έλεος των κατακτητών. Οι δολοφονίες ήταν συχνές στη Χίο. Πρόσωπα και των δύο φύλων υβρίζονταν ή θανατώνονταν με την πλέον ασήμαντη αφορμή. «Σαν λύκοι οι απάνθρωποι τύραννοι ηρεύνησαν σχολαστικά τις κατοικίες των Χίων, δεν ικανοποιήθηκαν από τις συνεισφορές του πλούτου των κατοίκων, αλλά εκμεταλλευόμενοι τον ουδέτερο χαρακτήρα της νήσου ήθελαν να οργιάσουν μέσα στο αίμα των κατοίκων». Ως εχέγγυα πίστης προς την τουρκική εξουσία οι Χίοι έδωσαν ομήρους από τα πλέον διακεκριμένα μέλη της εκκλησιαστικής και πολιτικής τάξης, συμπεριλαμβανομένου του αρχιεπισκόπου Πλάτωνος. Αυτοί οι άνθρωποι, ενηνήκοντα τον αριθμόν, φαίνονταν σχεδόν θυσιασμένοι στον βωμό της ουδετερότητας. Ο αρχιερέας Πλάτων με υψηλό αίσθημα ευθύνης και σύνεση κατέβαλε κάθε προσπάθεια να αποτρέψει τους Σαμίους να προχωρήσουν σε απερίσκεπτο εγχείρημα, που θα έβλαπτε τη Χίο. Στις κατηγορίες των Σαμίων που υποκίνησαν την επανάσταση της Χίου, ότι οι Χίοι είναι δειλοί και απάτριδες και ότι «προτιμώντες το συμφέρον τους θυσιάζουν το γενικόν...», ο αρχιερέας Πλάτων, αναλογιζόμενος την ευθύνη που είχαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων συνιστούσε περίσκεψη, σύνεση. Η επιφυλακτική και συνετή στάση του απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση, δεν πρέπει να εκληφθεί ως δειλία και αφιλοπατρία. Τουναντίον, αν και θεωρούσε την επανάσταση της Χίου άκαιρη και ολέθρια, μετά την έκρηξή της παρέμεινε πλησίον των λογικών του προβάτων και θυσιάστηκε εκουσίως στον βωμό της πίστης και της πατρίδας.
Η επιτυχία όμως της επανάστασης στη Σάμο και οι δυσβάσταχτες πιέσεις του Βαχίτ Πασά, είχαν δημιουργήσει σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού νέο επαναστατικό αναβρασμό και οι Χιώτες, κατά τον Κουτσονίκα, άλλοι «με την ελπίδα της βελτιώσεως της εαυτών τύχης, άλλοι υπό αληθούς πατριωτικού αισθήματος κινούμενοι έτρεχαν εντός της επαναστατημένης Ελλάδος και παντί σθένει ενήργουν να κινήσωσι την Χίον εις επανάστασιν...». Ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, ο οποίος είχε αποκτήσει γόητρο με την επανάσταση της Σάμου και ο Χίος παλαίμαχος Αντώνης Μπουρνιάς, ο οποίος είχε υπηρετήσει υπό τον Ναπολέοντα, υπήρξαν οι αρχηγοί της επανάστασης στη Χίο.
Στις 10 Μαρτίου οι δύο αρχηγοί του κινήματος, χωρίς να ειδοποιήσουν την κυβέρνηση και τα ναυτικά νησιά, ξεκίνησαν από τη Σάμο. Ο Μπουρνιάς είχε υπό την εξουσία του λίγους φυγάδες Χίους (κατά τον Σπηλιάδη 150) και ο Λυκούργος Λογοθέτης διέθετε οκτώ βρίκια και 30 σακολέβες και 500 δικούς του, κατά τον Χριστ. Καστάνη, με στολίσκο από σαράντα μικρά σκάφη, κυρίως ιστιοφόρα, επανδρωμένα με διακόσιους περίπου πολεμιστές. Απόφασή τους να πάρουν τη Χίο από τους Τούρκους. Ο πραγματικός αριθμός των πολεμιστών κυμαίνεται. Ένα ψαριανό έγγραφο της 16ης Μαρτίου, σύγχρονο με τα γεγονότα, αναφέρει ότι «οι γενναίοι Σάμιοι απέρασαν επάνω εις την Χίον με τέσσερις χιλιάδες, στρατόπεδον». Επειδή, όμως, ο Κουτσονίκας και ο Τρικούπης ισχυρίζονται ότι οι «οπλοφόροι» του Λυκούργου ήταν 2.500, οι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται τον ίδιο αριθμό.
Ο λαός της Χίου και οι σπουδαστές τους δέχθηκαν ως ελευθερωτές. Τα όρη ηχούσαν από το «Ζήτω η Ελευθερία». Ατυχώς από τους Σαμίους πολύ λίγοι ήταν ένοπλοι, οι περισσότεροι είχαν μόνο ένα μαχαίρι ή ξύλα ή ένα μόνο πυροβόλο. Οι Χίοι, αγανακτισμένοι από τον πολυχρόνιο ζυγό, «την απαραδειγμάτιστον τυραννίαν του καταράτου εκείνου Βαχίτ Πασά» σημειώνει ο Μάμουκας, «όστις ως άλλος φαραώ επιθεωρητής του έργου των, τους κατετυράννει με εργοδιώκτας, με στέρησιν τροφής και ποτού, εις την διαβολικήν εκείνην επίνοιάν του να καθαρισθή τουτέστιν η λεγομένη Σούδα, ότι ένα τοιούτον πνεύμα πως ημπόρει ν’ αποφράξη τα ώτα εις το γλυκύ της ελευθερίας όνομα· ήκουε το δυστυχές την λέξιν ελευθερίαν και εγλυκαίνετο, αλλ’ ηπόρει εν ταυτώ πώς ηδύνατο να την απολαύση... Μόλις λοιπόν οι Σάμιοι κατέβησαν εις την χώραν, και όλα συναλλήλως τα χωρία άοπλα τους ηκολούθησαν, ερχόμενοι άλλος με ράβδον, άλλος με σούβλαν και άλλοι με θέριστρα, διά ν’ αντιπαραταχθούν κατά των Τούρκων, αφού έκλεισαν τους Τούρκους μέσα εις το κάστρον, έδραμον προς το ύψωμα της Τουρλωτής, όπου έβαλαν εν μικρόν κανόνι, το οποίον έφερον μεθ’ εαυτών και εις το ίδιον εν άλλο μικρόν, το οποίον έβαλαν επάνω εις τον λόφον τον ονομαζόμενον Ψωμί ... και αφού εθανάτωσαν όσους Τούρκους έλαχον, όσους δηλαδή δεν έφθασαν να κλυσθώσιν, εδόθησαν εις την κραιπάλην και ως να είχον βεβαίαν, την νίκην, αναβαίνοντες από τα υψώματα των τζαμιών, ωνείδιζον με φωνάς ατάκτους τους εν τω κάστρω Τούρκους, βλασφημούντες την θρησκείαν των και ακούοντες με γέλια τας αμοιβαίας των βλασφημίας κατά της θείας ημών πίστεως...».
Στο μεταξύ ο σουλτάνος έλαβε τα πρώτα μέτρα για την καταστολή του κινήματος. Διέταξε τον φόνο τριών ομήρων από τη Χίο, των προκρίτων Παντελή Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεόδ. Ράλλη καθώς και 60 εμπόρων που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη.
30 Μαρτίου, Μεγάλη Πέμπτη, ο Καρά Αλής βρισκόταν στις βόρειες ακτές της Χίου, με ισχυρότατο στόλο 34 πλοίων (46 κατά τον Κουτσονίκα), ενώ ματαίως το Μινιστέριον των Ναυτικών ζητούσε την επομένη βοήθεια από τα ναυτικά νησιά.
Ο Καστάνης μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα συμβάντα. Εγκατέλειψαν οικογενειακώς την Παναγία την Λατομήτισσα και κατέφυγαν στην ασφυκτικά γεμάτη από εντοπίους Καθολικούς και Έλληνες της Ιωνίας οικία του Άγγλου προξένου και με άλλες τρεις οικογένειες οδηγήθηκαν στον σταύλο της. Στον δρόμο, είδαν την κολοσσιαία τουρκική αρμάδα να προχωρεί, επτά πλοία να προπορεύονται ως τέρατα της θαλάσσης, είκοσι έξι φρεγάτες και κορβέτες συνοδευόμενες από μικρότερα σκάφη και αναρίθμητες βάρκες. Ο βομβαρδισμός άρχισε. Η γη σείστηκε, το φρούριο εξαπέλυσε από τις πολεμίστρες του την οργή του. Η φωτιά εμαίνετο από σπίτι σε σπίτι. Κραυγές ακούγονταν κι ο καπνός ανέβαινε στον ουρανό. Αθώες οικογένειες έκραζαν για έλεος. Οι Τούρκοι, βοηθούμενοι από μηχανικούς της Δύσης, ασκήθηκαν στο πυροβολικό, Μουσουλμάνοι και πολιτισμένοι Ευρωπαίοι ενωμένοι έδωσαν ένα δείγμα της μοχθηρίας τους.
Οι κάτοικοι σε κατάσταση αλλοφροσύνης κρύβονταν ή έσπευδαν να σωθούν. Οι Τούρκοι προχωρούσαν λυσσαλέα στο έργο της καταστροφής και της σφαγής.
Είκοσι και περισσότεροι Τούρκοι που ελευθερώθηκαν από τους τάφους όπου είχαν κρυφτεί από τους Καθολικούς, εξαιτίας της οργής των Σαμίων, μπήκαν στο λεπροκομείο και έσφαξαν τους ενοίκους, δηλ. τους λεπρούς, προκαλώντας ένα χείμαρρο αίματος, ο οποίος έρεε από το κατώφλι.
Αφηγούμενος τα της σφαγής της Χίου ο Ανδρέας Μάμουκας, αναφέρει: «...κατ’ ακρίβειαν ποτέ κανείς δεν ήθελέ σε την ιστορήση, μόνος την εννοείς εάν συλλογισθής, ότι εκεί η γη και ο ουρανός είδον να πράττωνται επάνω εις την ανθρωπότητα θηριωδέστερα των όσα εις τίγρεις, παρδάλεις και σ’ άλλα αιμοβόρα θηρία της Αφρικής υπαγορεύει η άλογος μανία κατά των ομοφύλων τους ζώων...».
«Ατυχώς, 40 σαμιακά πλοία ήταν αραγμένα στο Κοντάρι και το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης έφυγον όσον τάχιστα, μ’ όσους επρόφθασαν να λάβουν εντοπίους τους, μη θελήσαντες να δεχθούν κανέναν Χίον, μαζί τους.
»Έτσι οι Τούρκοι εξήλθον το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου επληθύνθησαν. Η χώρα ήταν ήδη υπό την εξουσίαν τους. Άρχισαν να λεηλατούν πρώτον τα σπίτια της Χώρας, έπαιρναν ό,τι τους άρεσε και έπειτα έκαιαν τα σπίτια. Αποτεφρώθηκε και η ωραία Βιβλιοθήκη του σχολείου με όλην την οικοδομήν. Στη συνέχεια προχώρησαν στον Κάμπον. Όσους Χίους συναντούσαν τους σκότωναν. Έσφαζαν, έκαιαν, λεηλατούσαν τα πάντα. Γέροντες, άνδρες, γυναίκες θανατώνονταν, νέοι από 15 χρόνων και άνω, βρέφη αποσπώμενα από τας αγκάλας των μητέρων τους, άλλα ερίπτοντο εις την θάλασσαν, άλλα εις τα όρη. Όσοι ενόμισαν, ως τέλος των δεινών τους, την προσκύνησιν των Τούρκων, έλαβον αξιοθρήνητον τέλος. Νέοι από 20 έως 28 χρόνων, χείρα με χείρα δεμένοι, εσχημάτιζον ορμαθούς, έχοντες προ του θανάτου εζωγραφισμένον εις το πρόσωπον τον θάνατον. Οι οιμωγές τους έκαναν ν’ αντηχή ο τόπος. Υπέρ τον έναν μήνα συνεχίσθηκε αυτό. Από όσους συνελάμβαναν άλλους τους έσφαζαν αμέσως και τους έκαιαν μετά τη σφαγή. Σε όποιον δρόμο κι αν εβάδιζεν κανείς σπανίως έβλεπε δύο λεπτών διάστημα κενόν, χωρίς να απαντήση πτώματα το εν μετά το άλλο. Κατά το νότιον μέρος της πόλεως δεν έμεινεν δρόμος κενός χωρίς νεκρούς, σπάνιες οικίες που να μην είχαν καεί, μέρος απότιστον από αίμα. Στους ανθρώπους των Μαστιχοχωρίων έδειξαν οι Τούρκοι σκόπιμη ημερότητα, για να τους προδίδουν όσους κατέφευγαν στα μέρη τους.
Αντίσταση γενναία στους Τούρκους, λέγεται ότι πρόβαλαν οι κάτοικοι του Βροντάδου και των Καρδαμύλων.Στο ακρωτήρι του Κάβο Μελανιός, απέναντι από τα Ψαρά βρήκαν καταφύγιο περίπου 10.000 Χιώτες και περίμεναν τα ψαριανά πλοία να τους μεταφέρουν στα Ψαρά. Δυστυχώς όμως η μεγάλη θαλασσοταραχή τους στάθηκε εμπόδιο και σφαγιάσθηκαν σχεδόν όλοι από τους Τούρκους με απερίγραπτη λύσσα.
Εβραίοι, Αρμένιοι, Φράγκοι, ενέπαιζαν τους δυστυχείς Χίους συμπράττοντες με τους Οθωμανούς και λέγοντας χλευαστικά στους άτυχους Έλληνας: “Ελευθερία, ελευθερία, πάρε την ελευθερία σου από το γιαταγάνι”.
Αρκετές χιλιάδες Χίοι είχαν καταφύγει εκεί περιμένοντας την άφιξη φιλικών σκαφών που δεν εμφανίστηκαν όμως. Μερικοί ήταν σφαγμένοι στην ξηρά, άλλοι στο νερό όπου πνίγηκαν ή σουβλίστηκαν, το ιππικό τους ποδοπάτησε, κι οι στρατιώτες του πεζικού τους κατέκαψαν. Οι σωροί των νεκρών εκτόξευαν ρυάκια αίματος, που έβαφαν το κύμα πορφυρό, με βαρύ ερυθρό χρώμα.
Οι Εβραίοι βοηθούν τους Τούρκους στην ανακάλυψη και στη σφαγή των αθώων Χίων. Μερικοί αιχμάλωτοι διατηρούνται για να λειτουργούν σαν οδηγοί υπό την απειλή του θανάτου. Στην ακροθαλασσιά ανακαλύπτονταν πολλοί φυγάδες να κείτονται πολλές ημέρες βυθισμένοι εν μέρει στο νερό. Η τυχαία άφιξη του Έλληνα ναυάρχου Τομπάζη συνέβαλε στη διάσωση πολλών ψυχών.
Σατανικό τέχνασμα
Ο Καρά Αλής σχεδίασε επίσης ένα άλλο απαράμιλλο, σατανικό θα λέγαμε, τέχνασμα. Συγκάλεσε τους Ευρωπαίους προξένους και τους παρακάλεσε να αναγγείλουν δημοσία την κατάπαυση της σφαγής όλων των Χίων, λέγοντάς τους να τους προσκαλέσουν να βγουν από τους κρυψώνες τους, να επιστρέψουν στην πόλη και στα χωριά τους. Ατυχώς οι πρόξενοι δέχθηκαν το προδοτικό έργο και σηκώνοντας τις σημαίες τους περιφέρονταν σε ολόκληρο το νησί σε κάθε σπήλαιο και βράχο, κάθε βουνό και κάθε απόκρημνο μέρος και σάλπισαν την ευσπλαχνία των Μουσουλμάνων. Οι δυστυχείς Χίοι άφηναν τους κρυψώνες τους χαροποιημένοι από την ψεύτικη ελπίδα ότι θα σώζονταν, τουλάχιστον από τη σφαγή.
Είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις των πληρεξουσίων του Χριστιανισμού παρά στις υποσχέσεις του ναυάρχου.
Μ’ αυτή την εμπιστοσύνη όλοι οι πρόσφυγες εκτός από εκείνους που ήταν στα βόρεια του νησιού έστειλαν επτακόσιους προύχοντες να πέσουν στα πόδια του Καρά Αλή, ελπίζοντας ότι το έργο της σφαγής θα σταματούσε εκείνη τη νύχτα. Αλλά την ίδια νύχτα ο ναύαρχος κρέμασε και τους επτακόσιους προύχοντες στα κατάρτια του στόλου και έδωσε το σήμα της σφαγής όλων όσοι ζούσαν ακόμη.
Την Κυριακή του Πάσχα η εχθρική δύναμη, 15.000 συνολικά άνδρες (κατά τον Σπηλιάδη 13.000) προχώρησαν προς το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, όπου κατέσφαξαν και πυρπόλησαν πέντε χιλιάδες Χίους. Μερικά από τα κρανία των Χίων αυτών, σημαδεμένα από τα μοχθηρά κτυπήματα, μεταφέρθηκαν από ταξιδιώτες ακόμη και στην Αμερική για να δείξουν σε όλους την προδοσία των Τούρκων και των Ευρωπαίων συνενόχων τους.
Η βυζαντινή Νέα Μονή, κτισμένη από τον Κωνσταντίνο τον Μονομάχο, έγινε ο τάφος δύο χιλιάδων τριακοσίων Χριστιανών. Ο περικαλλής εκείνος ναός κάηκε και οι θησαυροί του λεηλατήθηκαν.
«Μέσα στο φρούριο, η μοχθηρή Υψηλότης, ο πασάς, περίμενε την επιστροφή των συμμοριών των επιδρομέων. Οι αξιωματικοί τήρησαν την αυστηρή διαδικασία, να διαβιβάσουν στον σουλτάνο δείγματα της καταστρεπτικής τους φιλοπονίας. Δόθηκε επιχορήγηση για τα κεφάλια που θα έκοβαν και κάθε γραφέας κατέγραφε στο ημερολόγιο της τυραννίας, κατά τη συνήθεια. Για να προλάβουν την απάτη, έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα διατηρούσαν στην άλμη και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια. Τα έστελναν στον σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν αν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους αρχιεπισκόπους, άρχοντες ή κληρικούς... Χίλια διακόσια κεφάλια είχαν ήδη καταγραφεί στην ιστορία της αμοιβής που δόθηκε για τον καθ’ ένα. Οι νέοι, βλέποντας τους τυράννους τους αδυσώπητους και υπακούοντας στην προσταγή των μητέρων τους, έπεσαν ως μάρτυρες, προτιμώντας ένα δοξασμένο θάνατο παρά μια άχαρη αποστασία. Τα θύματα διατάζονταν να γονατίσουν. Γονατίζοντας ο κάθε μάρτυρας αναφωνούσε: “Μνήσθητί μου, Κύριε”! Ενώ αυτός έλεγε αυτά τα λόγια, το γιαταγάνι έπεφτε επάνω στον λαιμό του, αποκόπτοντάς τον μ’ ένα κτύπημα τόσο ξαφνικό, ώστε η γλώσσα εξακολουθούσε να κινείται. Τότε ο Τούρκος έφερε ψυχρά το σπαθί στα χείλη του, σκουπίζοντας το αίμα με το στόμα του».
Ελάχιστοι από τους σφαγιασθέντες Χριστιανούς, στο οστεοφυλάκιο της Νέας Μονής Χίου
Τέλος ο ναύαρχος αποφάσισε να εκτελέσει τους ομήρους που του είχαν παραδοθεί ένα χρόνο πριν. Την 4η Μαΐου, ο αρχιεπίσκοπος Πλάτων, με πενήντα άλλους οδηγήθηκαν για εκτέλεση. Χάριν πρωτοτυπίας, για μια γενική εκτέλεση, ικριώματα ανυψώθηκαν, ώστε όλοι να αφανισθούν συγχρόνως . Οι Εβραίοι προθυμοποιήθηκαν να σύρουν τα πτώματα στη θάλασσα με κάθε περιφρόνηση.Αυτή ήταν η νίκη των Εβραίων επί των εχθρών τους.Η συμπεριφορά των θυμάτων χριστιανοπρεπής. Τα πρόσωπά τους μετά τον θάνατο μαρτυρούσαν την εσωτερική τους αγνότητα, μας λέει ο Χρ. Καστάνης.
Ο Ανδρέας Μάμουκας μας διέσωσε ονομαστικό κατάλογο των θυμάτων παρέχοντας περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτούς.
Η λεηλασία, οι εμπρησμοί, οι σφαγές και η αιχμαλωσία των κατοίκων αφάνισαν κυριολεκτικά ένα νησί, που έσφυζε από ζωή. Από έναν πληθυσμό εκατόν τριάντα έως εκατόν πενήντα χιλιάδων κατοίκων, έμειναν στη Χίο λιγότεροι από δύο χιλιάδες.
Βεβαίως οι Τούρκοι δεν έμειναν ατιμώρητοι για τα ανοσιουργήματα και τα εγκλήματά τους. Πανώλη ενέσκηψε και ορισμένα ζώα έγιναν ιδιαζόντως δηκτικά, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα. Εβραίοι και Αρμένιοι βοηθούν τους Τούρκους για να εξολοθρεύσουν τα ενοχλητικά ζώα. Γέμισε η Χίος από ποντικούς και γάτες που τρέφονταν από τα πτώματα. Οι γάτες μάλιστα τρελάθηκαν. Τις κατέλαβε ένα είδος υδροφοβίας, με συνέπεια να είναι το δάγκωμά τους δηλητηριώδες. Οι γάτες ένωσαν τις δυνάμεις τους με τις αγέλες των σκύλων, που σύχναζαν στην αγορά κρεάτων για τροφή.
Το μέγα κακό εις βάρος της Χίου συντελέσθηκε τους μήνες Απρίλιος - Μάιος του 1822. Το νησί ήταν πια ένας σωρός ερειπίων. Η συμφορά της συγκίνησε όλο τον πολιτισμένο κόσμο και έγινε αφορμή να πυκνωθεί το υπέρ της Ελλάδος φιλελληνικό ρεύμα. Πλήθος περιηγητών, που επισκέφθηκαν τη Χίο μετά την καταστροφή, μας δίνουν συγκλονιστικές περιγραφές.
Η συμφορά της Χίου απασχόλησε και θα εξακολουθεί να απασχολεί την επιστήμη, συγκίνησε λογοτέχνες και ζωγράφους, και κινητοποίησε τη δημοσιογραφία χάριν της ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης και ευαισθητοποίησε τα Κοινοβούλια αρκετών χωρών.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ως πηγή πολύτιμη για την εποχή αυτή το βιβλίο του Στυλιανού Γ. Βίου. «Η Σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού», όπου καταγράφονται πολύτιμες ιστορικές ειδήσεις από αφηγήσεις αυτοπτών επιζώντων. Είναι στ’ αλήθεια συγκλονιστικές μαρτυρίες και ειδήσεις πολύτιμες για τα τραγικά εκείνα γεγονότα. Διαβάζοντας κάθε μαρτυρία ξεχωριστά, φέρνεις στον νου σου τον πίνακα του Ντελακρουά, αφού, όπως προσφυώς ελέχθη, οι παραστάσεις του Ντελακρουά και οι αφηγήσεις των αυτοπτών έχουν την ίδια συγκινησιακή ένταση και ζωντάνια. Βεβαίως, ο γενναίος Ψαριανός ναυτικός Κωνσταντίνος Κανάρης με την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας εκδικήθηκε την καταστροφή της Χίου, γεγονός όμως που όξυνε την εκδικητικότητα των Τούρκων, αφού έσυραν εννιακόσιους φυλακισμένους από τις υπόγειες φυλακές του φρουρίου και τους θανάτωσαν, θερίζοντας μια πλούσια συγκομιδή Μαρτύρων που κραύγαζαν το «Μνήσθητί μου Κύριε...».