(πηγή) |
του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
από την Αυγή της Κυριακής
«Έχει αρχίσει να με κουράζει αυτή η συζήτηση», είπε ένας πολίτης που παρακολουθούσε διαβούλευση στη Συνέλευση του Συντάγματος για το ευρώ, τις μέρες που η πλατεία ήταν στην ακμή της. Στο πάνελ των συνομιλητών, αλλά και στα ερωτήματα των ακροατών είχε αναπαραχθεί σε όλο της το αδιέξοδο η διχοστασία που διαπερνά την αριστερά στο θέμα του κοινού νομίσματος.
Η ΜΙΑ άποψη (απλουστευτικά διατυπωμένη εδώ) θεωρεί ότι, παρά την κρίση της Ευρωζώνης και την όλο και αντιδραστικότερη μεταρρύθμισή της, είναι προς το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας να δώσει τη μάχη εντός Ε.Ε., μαζί με τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, για την προοδευτική αναδιάρθρωση της ΟΝΕ. Η άλλη άποψη (επίσης απλουστευμένη εδώ) θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ την αποχώρηση από το ευρώ για να απεμπλακεί η Ελλάδα από την κρίση.
ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ που αναπτύσσονται ένθεν κακείθεν αντλούνται από τα αντιφατικά μηνύματα που εκπέμπει η ίδια ευρωπαϊκή ελίτ. «Για να μας θέλουν εκτός ευρώ οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής δεξιάς ή οι φασίζουσες δυνάμεις του Βορρά, αποκλείεται να είναι για το καλό μας», λέει η μία άποψη. «Και γιατί επιθυμεί λυσσαλέα η εγχώρια αστική τάξη, ο ΣΕΒ και η αριστοκρατία του χρήματος να μείνουμε στο ευρώ; Για το καλό μας;» αντιρωτάει η άλλη πλευρά.
ΣΤΗΝ επιχειρηματολογία και των μεν και των δε, ωστόσο, υπάρχουν πολλά κενά.
Στη φιλοευρωπαϊκή επιχειρηματολογία μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει γεγονότα, όπως όσα εξελίσσονται εδώ και δύο εβδομάδες μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας. Κυρίως τη λυσσώδη προσπάθεια που καταβάλλουν πλέον οι ηγεμονεύουσες άρχουσες τάξεις της ΟΝΕ, κυρίως η γερμανική και η γαλλική, να «φυλακιστεί» η Ελλάδα στο ευρώ υπό καθεστώς ελεγχόμενης (επιλεκτικής ή μη, αδιάφορο) χρεωκοπίας.
Στην αντιευρωπαϊκή επιχειρηματολογία, πάλι, μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι ούτε η ελληνική ούτε οι άλλες ευρωπαϊκές ελίτ είναι απολύτως συμπαγείς στη στήριξη του ευρώ. Υπάρχουν τμήματά τους που φλερτάρουν με την ιδέα της διάλυσής του, εν ονόματι τυχοδιωκτικών και κερδοσκοπικών συμφερόντων ή στο πλαίσιο ενός οικονομικού «εθνικισμού» που κερδίζει έδαφος, καθώς η συλλογική «διάσωση» του ευρώ θέτει σε κίνδυνο πλεονεκτήματα που μέχρι σήμερα απολάμβαναν.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ με τις απόψεις αυτές, που φυσικά προϋπήρξαν της κρίσης της Ευρωζώνης, αναπτύσσεται ο προβληματισμός της κοινής γνώμης αν η επιστροφή στη δραχμή είναι τελικά λύση, στον αντίποδα της κυρίαρχης άποψης που την περιγράφει ως συντέλεια του κόσμου. Στον προβληματισμό αυτό θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι το ζήτημα δεν είναι απλώς αν η επιστροφή στη δραχμή είναι εναλλακτική λύση, αλλά ποιος και για ποιού τον λογαριασμό θα τη διαχειριστεί, αν καταστεί μονόδρομος. Γιατί εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, με την Ελλάδα σε κατάσταση ουσιαστικής χρεωκοπίας τουλάχιστον μέχρι το 2020, το πρόβλημα δεν είναι απλώς να ανακτήσει η χώρα την αυτονομία της νομισματικής πολιτικής που θα δώσει την ευχέρεια μιας υποτίμησης.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ είναι να αποδεσμευτεί από τον βραχνά του χρέους, να ανακτήσει τη δυνατότητα να ασκεί τη δημοσιονομική, την τραπεζική, βιομηχανική, φορολογική, μισθολογική, ασφαλιστική και κοινωνική πολιτική της. Να ανακτήσει τον έλεγχο των πηγών του πλούτου, την εποπτεία στρατηγικών τομέων, όλα όσα της στερεί η νεοφιλελεύθερη νομισματική ολοκλήρωση και σήμερα παραδίδονται στους πιστωτές ως εμπράγματες ασφάλειες ή ευκαιρίες λεηλασίας. Εν ολίγοις, το ζήτημα είναι να αποκτήσει η χώρα τη δυνατότητα παραγωγικής ανασυγκρότησής της προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας.
«ΝΑΙ, αλλά πού; Εντός ευρώ ή εκτός ευρώ;» επιμένει το ερώτημα.
Δεν θέλω να το παίξω αγνωστικιστής (σε γενικές γραμμές συντάσσομαι με την άποψη ότι η ρήξη με το ευρώ είναι αναπόφευκτη) αλλά νομίζω πως η προβληματική και των δύο τάσεων έχει μια κοινή αναπηρία: διατυπώνεται με τρόπο που αναστέλλει την κοινή δράση.
Μπροστά στην καταστροφή που συντελείται, ενώ η κυβέρνηση απογυμνώνεται από τα τελευταία προσχήματα και διαπραγματεύεται με τους πιστωτές όσα μέχρι χθες χαρακτήριζε όλεθρο (αναδιάρθρωση, μερική χρεωκοπία, προσωρινό χρεοστάσιο), υπάρχει η αδήριτη ανάγκη ενός ελάχιστου κοινού βηματισμού- πολιτικού, προγραμματικού, συνδικαλιστικού, κινηματικού, ακόμη και εκλογικού- από δυνάμεις που μπορούν να εκφράσουν τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Ένας βηματισμός που θα εκτρέψει τη χώρα από τον κατήφορο της βαρβαρότητας, την οποία οι ευρωκράτες εμφανίζουν ως απαύγασμα αλληλεγγύης. Εξάλλου, κι επειδή η ασφυκτική διαπλοκή Ευρωζώνης και τοκογλυφίας εμπεριέχει το σπέρμα της αυτοκαταστροφής (και όλα παίζονται), οι εξελίξεις μπορεί να μας προλάβουν κι η ΟΝΕ να διαλυθεί πριν καν «διασωθεί».
Και τότε το ζήτημα θα είναι πάλι: ποιος και για λογαριασμό ποιού θα διαχειριστεί τη νέα πραγματικότητα;