Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Τις ημύνθη περί πάτρης;

από e-mail

Μια σύγχρονη διεισδυτική ανάλυση και κυρίως ένα εξόχως επίκαιρο και φωτοβόλο «δια ταύτα» της αγανάκτησης, 1911-2011

Τις ημύνθη περί πάτρης;

Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος. Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμα τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σε εξεθέωναν οι προεστοί κ’ οι «γυφτοχαρατζήδες», τώρα σε «αθεώνουν» οι Βουλευταί κι οι Δήμαρχοι. Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ’ τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν ον ήθελαν παρουσιάσουν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ’ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ’΄αυτού…Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτή διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κι επιδεξιώτερον τον κόθορνον. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εφημερίδα Ακρόπολις, 1896

Το παραπάνω κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, γράφτηκε τη χρονιά των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων και 15 χρόνια πριν τον θάνατο του, όταν ήταν σε ηλικία 45 ετών (1851-1911). Φέτος 160 χρόνια από τη γέννηση του και 100 χρόνια από τον θάνατο του, το άρθρο αυτό του κορυφαίου Έλληνα πεζογράφου διεκδικεί επάξια μια μοναδική επικαιρότητα. Τακτικά εορταστικά Πασχαλινά και Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, «ταπεινά» θέματα γύρω από τη ζωή αδύναμων παιδιών, γυναικών και ηλικιωμένων, εκπαιδευτικά, διοικητικά, εκκλησιαστικά ζητήματα και θέματα οικογένειας, γειτονιάς, ξενομανίας και ταυτότητας, πολιτικής κουλτούρας όπως θα λέγαμε σήμερα, συγκροτούν τη δεσπόζουσα του έργου του Παπαδιαμάντη. Το σύνολο του έργου του που είναι γνωστό, είναι τέσσερα μυθιστορήματα και εκατόν εβδομήντα διηγήματα. Επίσης ορισμένες μεταφράσεις. Τα κείμενα του έχουν δημοσιευθεί σε 14 εφημερίδες, 16 περιοδικά και 4 ετήσια ημερολόγια. Με βάση την αυτοβιογραφία αυτού του πεφωτισμένου κοσμοκαλόγερου, η οποία έχει διασωθεί υπό τα αρχικά «Α.Π.» στα «Άπαντα»: «Εγεννήθην εν δικιάδω, τη 4 Μαρτίου 1851, εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδας, οπου ήκουσα την Α’ και Β’ τάξιν. Την Γ’ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου κ’ έμεινα εις την Πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογής ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κ’ εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας τω 1868 επεχείρισα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη η «η Μετάστασις» έργον μου εις τον Νεολόγον Κ/πόλεως. Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτων εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι Έμποροι των Εθνών» εις το «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδες (Α.Π.)».

Έτος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη λοιπόν το 2011, του γνήσιου ελληνολάτρη χωρίς κούφιο πατριωτισμό, του λαϊκού και ιδεαλιστή Έλληνα λογοτέχνη και ακολουθώντας την προτροπή του Οδυσσέα Ελύτη: "όπου κι αν σας βρίσκει το κακό αδελφοί, όπου κι αν θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη".

Νίκος Γιαννής

www.nicosyannis.gr

Φωτορεπορτάζ από την χθεσινή προβοκάτσια εναντίον των Αγανακτισμένων

http://www.antinews.gr/2011/06/16/106961/

από το http://totallycoolpix.com/2011/06/riots-in-greece/

Κύριε Μάνο είστε πάντα εδώ!

Μάνος Χατζιδάκις, “Για την Παράδοση” (17 χρόνια απουσίας)

http://trelogiannis.blogspot.com/2011/06/17_16.html



Aκούστε το Μάνο Χατζιδάκι, εδώ

Και πρώτα απ’όλα, τι θα πει παράδοση; Είν’ τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια, για υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά, ή εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τ’άστρα εκτόξευσή μας; Πώς είμαστε τοποθετημένοι απέναντί της, είναι Κυρία, παρθένα ή γριά; Και πώς μας φανερώνεται εντός μας; Με μια εσωτερική διεργασία, από ανάγκη που πολλές φορές μας οδηγεί στο βάθος των πηγών μας, ή από διάθεση να’ μαστε κάτι διαφορετικό, να ξεχωρίζουμε απ’ τους άλλους; Είναι παράδοση οι συνήθειες των πατέρων μας, οι παλιές φωτογραφίες των συγγενών μας, που σκονισμένες χάνονται στα συρτάρια, ή εκείνο το φως που μας αποκαλύπτει, το αποτύπωμα των δακτύλων μας, το περίγραμμα του σώματός μας, η σκιά μας;

Ιδιαίτερα τούτο τον χρόνο που την γιορτάζουμε κι επίσημα, μας ήρθε ο πειρασμός να θέσουμε το ερώτημα: Τι πάει να πει παράδοση;

Στις μέρες μας πολύ γιορτάζονται τα “παραδοσιακά” και προστατεύονται όχι μόνο απ’ τις αρχές, αλλά κι από τους συλλόγους, κι από τα γυμναστήρια, κι από τα κόμματα και τις πολιτικές παρατάξεις. Θα ‘χετε ακούσει πως όλοι σκίζονται να μη χαθεί το πρόσωπό μας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, και δίχως να ‘χουμε δραχμή αποφασίζουμε τη διατήρηση κάθε σπιτιού και κάθε χώρου, μες στον οποίο κάποιος πρόγονος έζησε, σκέφτηκε ή τέλος πάντων έφτιαξε κάτι. Χώρια που υπάρχουν εκπομπές στην τηλεόραση, όπου καλοδιατηρημένες Κυρίες με οδοντιατρική άρθρωση και συνεχώς δακρύζοντα μάτια, προσπαθούν να μας πείσουν πως κάθε πρόγονος, όλοι οι πρόγονοι, αρκεί να μην είναι κάποιος ζωντανός, υπήρξαν όλοι τους υπέροχοι, γενναίοι και εθνικοί. Και δεν χωράνε αυτά αμφισβήτηση και κριτική. Αποτελούν παράδοση εθνική. Όμως έχουμε και μια διαφορετική παράδοση, πιο προοδευτική. Μες στην οποία ο συμπαθής μας Μουφλουζέλης κάνει περίπατο με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, σε ώρες απογευματινές. Ο πατήρ ημών Βαμβακάρης μελοποιεί σε ήχο πλάγιο τη “Γυναίκα της Ζάκυνθος” του Διονύσιου Σολωμού. Και η Μαντώ Μαυρογένους χορεύει βαρύ ζεϊμπέκικο με την Ρόζα Λούξενμπουργκ, την Πασιονάρια ή την Πηνελόπη Δέλτα, ενισχύοντας έτσι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών.

Και όλ’ αυτά μας συντηρούν τα τελευταία δέκα χρόνια, σ’ ένα εκτυφλωτικό πανόραμα με μολυσμένο αγέρα, μες στον οποίο κινούμεθα όλοι μας, ανώνυμοι κι επώνυμοι, για να συνθέσουμε τελικά μια καινούρια και συγχρονισμένη εθνική φυσιογνωμία, κατάλληλη για αφίσες και γι’ αναγνωστικά σχολείων κατωτάτης εκπαιδεύσεως. Έτσι, λέμε, θα μπούμε στην αιωνία Ευρώπη. Ενώ άλλοι φωνάζουν πως έτσι θα εξαφανιστούμε μες στην μεγάλη Ευρώπη. Σημασία έχει πως είτε χαθούμε, είτε χωθούμε, θα ‘μαστε μέσα στην Ευρώπη. Κι όσο για την φυσιογνωμία, ας αρκεστούμε στην απλή Μεσογειακή. Η ημιμαθής προσήλωση των νέων μας στα “παραδοσιακά” και η χρήση των στοιχείων τους ανεξέλγκτα, μαζί με τις “φιλότιμες προσπάθειες” των “ειδικών καλλιτεχνών του σήμερα” να συνυπάρξει ο Μάρκος Μπότσαρης με τον Γκεβάρα, περιέχουν, αν όχι κίνδυνο, τουλάχιστο κάτι σαν γελοιοποίηση και μια καχυποψία για την εύκολη παρουσία της παράδοσης στα πόδια μας. Συγχρόνως δε, αποτελεί κι αναστολή για κάθε σοβαρότερη προσπάθειά μας να βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο των καιρών, σαν σύνολο, σαν έθνος και σαν άτομα.

Γιατί, να πούμε την αλήθεια, η αφελής υπενθύμιση της εκ παραδόσεως αρετής μας και της παραδοσιακής γραφικής ιδιοτυπίας μας, αν δεν προκαλεί θυμηδία, τουλάχιστον ενισχύει τον τουρισμό, είναι εμπορεύσιμη, που λένε, και στοχεύει στο να ενισχύσει το εθνικό μας φρόνημα. Άλλο, αν με το εμπόριο του γραφικού εκπορνεύετεαι η εθνική μας ευαισθησία και με την συνεχή πλύση εγκεφάλου περί του εθνικού, διαβρώνεται η ψυχικότητά μας και η πνευματική αντοχή μας.

Αλλά τι γίνεται με την αυθαιρεσία των ασυμβίβαστων και επαναστατημένων νεολαίων, που ανακαλύπτουν απαίδευτες προεκτάσεις ηρώων και γεγονότων του καιρού μας μέσα στην τοπική παράδοση; Πως ν’ αντιδράσει κανείς στις αφελείς δια λόγου ερμηνείες των ποιητικών κειμένων, και στην ακόμη αφελέστερη μουσική τους κάλυψη; Στ’ αλήθεια, είναι παιδεία σήμερα να ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ καθυστερημένα και λυπητερά τους προπολεμικούς και ανώνυμους ρεμπέτες, πλάι σε μεγαλοφάνταστα κι ακόμη αφελέστερα μελωδικά ντυσίματα των λόγων του Μακρυγιάννη ή του Σεφέρη ή του Καβάφη; Κι αυτό είναι παράδοση! Και στ’ όνομά της φυσικά λειτουργεί μια καλοστημένη μηχανή που μας εξουθενώνει. Κι όμως όποιος σκέπτεται και όποιος έχει τουλάχιστον την πρόσφατη συνέχεια του τόπου μέσα του, είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί πως το μόνο που δεν μας χρειάζεται πια είναι το γραφικό, η παράσταση, οι αλλοτινές συνήθειες. Γιατί όλ’ αυτά δεν μας ενώνουν με τους προγόνους μας, αν δεν τους έχουμε ήδη μέσα μας, τοποθετημένους ανεξίτηλα. Και γεννιέται πάλι ένα άλλο ερώτημα. Πόσο μας είναι η παρουσία τους χρήσιμη εντός μας; Και ιδιαίτερα σε τούτους τους καιρούς; Γιατί οι νεκροί, ως γνωστόν, μας συγκρατούν από το κακό, αλλά και μας κρατάνε δέσμιους στη Γη, δεν μας αφήνουν να πετάμε αν δεν τους αρνηθούμε. Χωρίς πάλι αυτό να σημαίνει πως έχουμε ανάγκη από μια χωρίς όρια παρουσία τους. Όταν μετά τον πόλεμο ο Πικιώνης με μαθητές του τοποθετούσε με περίσσια προσοχή το ένα πετραδάκι πλάι στο άλλο στου Λουμπαρδιάρη, ο Ελύτης είχε κιόλας ανακαλύψει, με την βοήθεια της Μαρίνας και της Ελένης του, το Αιγαίο, ο Εγγονόπουλος τα σπίτια των Ιωαννίνων κι ο Μόραλης με τον Νικολάου τις πόρτες και τα παραθύρια της Αίγινας και του Πόρου. Ο Σικελιανός έκανε παρέα με τον Σωτήρη τον Σπαθάρη στην Κηφισιά κι ο Καζαντζάκης έγραφε την “Ασκητική” του απομονωμένος στην Αίγινα. Τότες κι εγώ, γνήσιο παιδί εκείνου του καιρού, πρωτοανεκάλυπτα χωρίς μεθύσια και ναρκωτικά, μονάχα με βαρύ γλυκό, τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη και τον Δασκαλάκη. Πριν τριανταπέντε χρόνια…

Να μην ξεχνάμε επίσης πως η χώρα ήταν κατεστραμμένη απ’ τον πόλεμο, την κατοχή και τους Γερμανούς και το επίσημο ελληνικό κράτος εκείνου του καιρού χτυπούσε κάθε τόσο ένα τεράστιο γκονγκ από το ραδιόφωνο για να μας θυμίζει, με βροντερή φωνή, πως είμαστε τριών χιλιάδων χρονών γέροι, λες κι ήταν φάρμακο ή συνταγή για ανοικοδόμηση. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η ανάγκη για ό,τι μικρό, αληθινό και ταπεινό: αντίδραση υγιής, των φωτισμένων, στον φανφαρονισμό και στον επίσημο και προγονόπληκτο σκοταδισμό. Το γραφικό υπήρξεν απαραίτητο. Με μόνη διαφορά, πως δεν επρόφθασε να γίνει ουσία και να ξεπεραστεί μέσ’ από διεργασίες πνευματικές. Άρχισε ο τουρισμός, η καλοπέραση και το εμπόριο. Υποχρεωθήκαμε να φορέσουμε τις εθνικές στολές και να χορέψουμε τον Καλαματιανό για Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς. Να φωτογραφηθούμε με σπασμένες κολώνες και να μιλήσουμε αρχαία σε αγγλική μετάφραση. Έτσι σήμερα ζούμε την τόσο συγκεχυμένη σχέση μας με την παράδοση. Όλα τα θεωρούμε απαραίτητα, για να μπορέσουμε στο μέλλον να συμπληρώσουμε πιστοποιητικά καταγωγής. Κι ακούγεται παντού το κάπως φαρισαϊκό μας αίτημα. Η Ταυτότητα. Να μην χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα. Αλλά κανείς δεν επιχειρεί να διευκρινίσει ποια στοιχεία ακριβώς συνθέτουν την ταυτότητά μας, για να φροντίσουμε να τα μαζέψουμε και να την προφυλάξουμε επιμελώς μέσα σε πλαστική ή δερμάτινη θήκη. Και τέλος, μας είναι πράγματι απαραίτητη, με τα στοιχεία του παρελθόντος; Αρχίζω επίσης ν’αμφιβάλλω.

Κείνο που νιώθω σίγουρα μέσα μου είναι μια φυσική απέχθεια σ’ ό,τι χρειάζεται παράσταση, σε ό,τι γραφικό. Δεν με ενδιαφέρουν οι συνήθειες του πατέρα μου και των λοιπών συγγενών, παρά μόνο στο ποσοστό που συντηρούνται μέσα μου και μ’ εξυπηρετούν στο σήμερα. Κι αν αυτό που περιέχω είναι μια ένδειξη ελληνικής παράδοσης, τότε καλώς να υπάρξει. Γιατί δεν μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική.

Με δυο λόγια το θέμα μας είναι: Υπάρχει στον καιρό μας μια υπερβολική και αυθαίρετη χρήση της έννοιας παράδοση. Δημιουργούμε παραστάσεις και αποτυπώνουμε τις έγχρωμες φωτογραφίες στη μνήμη των προγόνων μας. Μπερδεύουμε τους Ήρωες και το περιεχόμενό τους και τους κάνουμε να ζουν δισδιάστατα όπως στον Καραγκιόζη ο Μέγας Αλέξανδρος με τον Βεζύρη. Και οι δυο μεγαλόπρεποι και συμπαθείς. Μας εκστασιάζει ο τσάμικος μέσα σε ντισκοτέκ. Είμαστε σε θέση λοιπόν να βρούμε την αληθινή ροή μαας μες στους καιρούς που έρχονται, για να δεχθούμε κάποτε μια οδυνηρή πραγματικότητα σαν την μόνη αλήθεια; Ποιά είναι τα ηθικά στοιχεία μέσα απ’ την παράδοση για να τα συλλέξουμε και πως θα επιτευχθεί η απόρριψη του γραφικού;

Σας τα παραδίδω και συγχωρέστε μου που δεν υπήρξα πιο μεθοδικός στην τοποθέτηση του θέματος. Διαθέτω βλέπετε ποιητική ιδιοσυγκρασία που μου απαγορεύει την ομαλή δομή.

Από το βιβλίο “Ο καθρέφτης και το μαχαίρι”, Ίκαρος १९८८


πηγή

"Κι όμως ξέρω ότι είσαι σαν κι εμένα, σε συνάντησα στην άσφαλτο θαρρώ"...

..."περιμένοντας μαζί καινούργια γέννα, με σημαίες κι ενδοφλέβιο ορό"...

Γέροντας Παΐσιος: «Θὰ ἔρθει ἡμέρα ποὺ ὁ κόσμος θὰ σιχαθεῖ τοὺς πολιτικούς καί θα τούς κυνηγήσει…»

http://pisoapothnkoyrtina.blogspot.com/2011/06/blog-post_3141.html



Ἀργότερα, ἐπισκέφθηκα τὸ Γέροντα μαζὶ μ' ἕνα φίλο μου σμήναρχο, γύρω στὰ τέλη Ὀκτωβρίου τοῦ 1993, καὶ τοῦ ἐξέφρασα τὴν ἀνησυχία μου γι' αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες στὴν πατρίδα μας. Ὁ Γέροντας ἀπήντησε : "Μὴ φοβᾶσαι. Ὁ Θεὸς δὲ θὰ ἐπιτρέψει νὰ γίνει κακό, ἀλλὰ θὰ γίνουν ὅμως πράματα καὶ θάματα ποὺ δὲ θὰ ἐξηγοῦνται μὲ τὴ λογική. Ὁ κόσμος θὰ τοὺς σιχαθεῖ καὶ θὰ τοὺς κυνηγήσει. Ὅπως ἕνα μπαλόνι φουσκώνει καὶ ξαφνικὰ σκάει, ἔτσι θὰ σκάσουν κι αὐτοί! Δὲν μπορῶ νὰ σοὺ πῶ πιὸ πολλά".(Σέλ.425 από το βιβλίο μαρτυρίες προσκυνητών)


πηγή

"Κι ως πότε ετούτη η άμυνα κι ως πού θα μας βγάλει¨...

"Μη ρωτάς πού ταξιδεύω, μη ρωτάς, τη δροσιά κι ότι ανασαίνει ν' αγαπάς"...

Ο αστυνομικός χαφιές έχει και την Κάρτα του Πολίτη...

http://anti-ntp.blogspot.com/2011/06/blog-post_9763.html

OTAN Η ΛΙΑΝΑ ΕΧΕΙ ΚΕΦΙΑ...

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα, των γραφειοκρατών η φάρα...,

http://vathiprasino.blogspot.com/2011/06/blog-post_2096.html

..στήνει με ζήλο περισσό, στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή, την έχω σιχαθεί.




Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, τους γερμανούς τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά, αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες, κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς, με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί, μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.


Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, με τους σοφούς του κράτους τα χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου