Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλ. αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος. Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια άλλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμι, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουράνιους και ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμι για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.
Στις 30 Ιουνίου η Εκκλησία µας εορτάζει τους Δώδεκα Αποστόλους του Χριστού, την «δωδεκάριθμον φάλαγγα» των πρωταγωνιστών του Πνεύματος, όπως αναφέρει ένας ύμνος της εορτής.
“Είκοσι μουρτάτες, [προδότες] βρωμόσκυλα, δεν εμπορείτε να κομματιάσετε;” Την σχετική επιστολή στέλνει από το Λονδίνο ο Ιωάννης Ορλάνδος στις 30/6/1825. Παραλήπτης είναι ο Γ. Κουντουριώτης τον οποίο η βρετανική πολιτική ανέδειξε Πρόεδρο της προσωρινής Κυβέρνησης στην θέση του νόμιμα εκλεγμένου Π. Μαυρομιχάλη.
Ανάλυση: Στέργιος Ζυγούρας
Ιστορικό πλαίσιο της επιστολής
Ιωάννης Ορλάνδος, θύμα της Επιτροπής του Λονδίνου και θύτης της Επανάστασης
Δεν έχει περάσει ούτε μήνας από την δολοφονία του Οδυσσέα. Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από την σύναψη του β΄ δανείου στο Λονδίνο και την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Τον προηγούμενο χρόνο το Λονδίνο “διόρθωσε” τα λάθη του με δραστικές ουσίες, ανακλήσεις ή σφαίρες (Byron, Stanhope, Trelawny) και κατόρθωσε, εξαγοράζοντας τις χαλαρότερες επαναστατικές συνειδήσεις (α΄ εμφύλιος), να κλείσει στην φυλακή ή να θέσει στο περιθώριο τους υπερασπιστές της υπερεθνικής Επανάστασης. Ένα νέο διεθνές και εγχώριο επιτελείο προωθήθηκε από το Λονδίνο προς τον δικό του άνθρωπο, τον πρόεδρο Γ. Κουντουριώτη.
Ο Καραϊσκάκης διέφυγε της παγίδας θανάτου που μετά την περί προδοσίας “δίκη” του έστησαν οι φίλα προσκείμενοι στον Μαυροκορδάτο χριστιανοί οπλαρχηγοί από κοινού με τους Τούρκους της περιοχής.
Ήταν βράδυ στη μονή της Παναγίας της Σαιντανάγιας στο όρος Καλαμούν στην περιφέρεια Δαμασκού. Το μοναστήρι είχε κλείσει. Ένας απρόσμενος επισκέπτης χτυπάει επίμονα την πόρτα.
Και οι τρεις συνοπτικοί ευαγγελιστές, καταγράφουν ένα ερώτημα που γινόταν αντικείμενο συζητήσεως και φιλονικίας μεταξύ των μαθητών του Κυρίου: Ποιος από αυτούς ήταν (ή θα αναδεικνυόταν) ο μεγαλύτερος, δηλαδή ο ανώτερος.
Ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος αξιολόγησε κατά Χριστόν τα πράγµατα του κόσµου, διακηρύττει:«Eγω έχω σταυρωθεί και αποθάνει µαζί µέ τον Χριστό. Δεν ζω πια εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει µέσα µου ο Χριστός».1