Χριστουγεννιάτικες Ἱστορίες, ἀρ. 15
Ἀκούμπησε
τὸ φορτίο μὲ τὰ ξύλα στὸν ὀγκόλιθο
ποὺ ἐξεῖχε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Ὁ
ἀνήφορος τῆς ἔκοψε τὰ πόδια. Κοντοστάθηκε
νὰ πάρει ἀνάσα, σκούπισε μὲ τὴν ποδιὰ
τὸ ξαναμμένο της πρόσωπο. Ἀμνοεριφάκια
παιχνιδιάρικα, λιγοστά, μετρημένα στὰ
δάχτυλα τῆς μιᾶς χειρὸς – τὸ μικρό
της ποίμνιο - τὴν προσπέρασαν ἀνυπόμονα
κι ἔτρεξαν βιαστικὰ γιὰ τὸ στέκι τους.
Ὁ ἥλιος, ξεφεύγοντας γιὰ μιὰ μονάχα
στιγμὴ ἀπ’ τὰ πυκνὰ σύννεφα, ἔστειλε
τὸ τελευταῖο χάδι του στὴ γῆ καὶ
βούτηξε πρὸς τὴ δύση χλωμός.