Συνολικές προβολές σελίδας


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ 512, 30.05.14: Παραίτηση Κωστόπουλου Alphabank !! Γιατί;

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Πέμπτη, 29 Μαΐου 2014 - 12:59

Alpha Bank: Παραιτείται ο Γ. Κωστόπουλος



Το ΙΝΚΑ παρότι είναι φυσικό κάθε άνθρωπος στην εξέλιξη της χρονικής πορείας του να έρχεται η ώρα της αποχώρησης αισθάνεται ότι κάτι εξαιρετικά σημαντικό στα τραπεζικά της Ελλάδας έχει συμβεί.
Αυτό είναι βέβαιο.
Η παραίτηση του ιστορικού τραπεζίτη Γιάννη Κοστώπουλου από το κουμάντο στην τράπεζά του, είναι ιστορικό γεγονός στον Ελληνικό αλλά και διεθνή Ευρωπαϊκό και Υπερατλαντικό τραπεζικό χώρο.
Αυτό δεν είναι μια απλή είδηση.
Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό και ιστορικό γεγονός.
Ο τραπεζίτης Γιάννης Κωστόπουλος, δεν είναι, δεν ήταν, ένας τραπεζίτης μόνο.
Είναι, ήταν, διεθνής οικονομικός παίχτης αλλά και ο εν ου παικτοίς και στην πολιτική στην Ελληνική κυβερνητική πορεία.
Η ιστορία του και η εξέλιξή του, είναι ένας μαραθώνιος με συνεχείς νίκες και επιτυχίες.
Ο Ανίκητος τραπεζίτης, ο πρωταθλητής θα λέγαμε και είναι, σε μια ταραχώδη πορεία των τραπεζικών πραγμάτων στην Ελλάδα των τελευταίων 50 χρόνων.
Το ΙΝΚΑ είχε γράψει στην εφημερίδα μας της 15.12.2003 Η Αλίκη στην χώρα των Δανεικώνγια την Alphabank.
Η τράπεζά του, με αυτά και παρόλα αυτά, φάνηκε πως κράτησε αρκετά ψηλά τον πήχη στην δεοντολογία της τραπεζικής συμπεριφοράς.
Η τράπεζά του φάνηκε πως ανέβηκε στην κορυφή του πήχη.
Ο άριστος και ακούραστος τιμονιέρης της τράπεζας πίστεως, τραπεζούλας που την έκανε διεθνή Alphabank, στην γωνία της Σταδίου και Πεσμαζόγλου, που πήρε ολόκληρο το τετράγωνο της ΙΟΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ μέχρι την Πανεπιστημίου και τα καταστήματα όλης της Ελλάδας, αλλά και την Εμπορική τράπεζα ολόκληρη μετά την διοίκησή της από τον κ. Στουρνάρα σημερινό ΥπΟικ.
Μια πολύ μεγάλη, πολύ δυνατή και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία γράφει τις τελευταίες της σελίδες.
Δεν θέλουμε να μάθουμε το γιατί.
Ο Γιάννης Κωστόπουλος μόνος του είναι Ιστορία.
Ότι γίνεται κάτω από τον ήλιο γίνεται γνωστό. Θα δείξει.

Περί ησυχίας και ελευθερίας...

από e-mail

"Θα μπορέσει ο σημερινός άνθρωπος να υπερβεί τη φυσική του ροπή προς την αδράνεια, την ησυχία;
Άλλωστε ο Θουκυδίδης το είχε πει αυτό: Ή ελευθερία ή ησυχία, πρέπει να διαλέξετε.
Ή θα είσαστε ελεύθεροι ή θα είσαστε ήσυχοι.
Και τα δυο μαζί δεν γίνονται."

Κορνήλιος Καστοριάδης

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

O Αναληφθείς Χριστός, το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη


http://www.agioritikovima.gr/diafora/theologikos-log/diafora/item/33989-o-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%86%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%82,-%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%89%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CF%87%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%B4%CF%8C%CE%BD%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CE%BF%CE%B4%CE%B7%CE%B3%CE%B5%CE%AF-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%BE%CE%B7
  • Από  sophia-siglitiki.blogspot.gr
O Αναληφθείς Χριστός, το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη
Του Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος
Ὅταν τὰ χελιδόνια μένουν ἀπὸ τροφὴ καὶ τὸ κρύο πλησιάζει, ξεκινοῦν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὰ θερμὰ κλίματα. Ἐκεῖ θὰ βροῦν πολὺ ἥλιο καὶ ἀρκετὴ τροφή. Ἕνα χελιδόνι πετᾶ μπροστά, δοκιμάζει τὸν ἀέρα καὶ δείχνει τὸ δρόμο.
Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα χελιδόνια ἀκολουθοῦν τὴν πορεία του.
Ὅταν οἱ ψυχὲς μας μένουν ἀπὸ τροφὴ στὸν ὑλικὸ κόσμο κι ὅταν ἡ κρυάδα τοῦ θανάτου πλησιάζει, τότε τί καλὰ θὰ ἦταν νὰ ὑπῆρχε ἕνα χελιδόνι σὰν κι ἐκεῖνο, νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ τόπο θερμό, ὅπου θὰ βρίσκαμε πολλὴ πνευματικὴ ζέστη καὶ τροφή!
Ὑπάρχει ἄραγε τέτοιος τόπος; Καὶ μποροῦμε ἄραγε νὰ βροῦμε τέτοιο χελιδόνι;
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει κανένας πού νὰ μπορεῖ νὰ δώσει ἀξιόπιστη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό. Μόνο ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ παραδείσου πού νοσταλγεῖ ἡ ψυχή μας, τώρα πού ζεῖ στὸ παγωμένο σύθαμπο τῆς ἐπίγειας ὕπαρξής μας.
Γνωρίζει ἐπίσης τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο χελιδόνι, τὸ πρῶτο πού πετάει πρὸς τὸν τόπο τῆς νοσταλγίας, τῆς ἐπαγγελίας, πού διαλύει τὸ σκοτάδι, διαπερνᾶ μὲ τὰ δυνατὰ φτερὰ του τὴ βαριὰ ἀτμόσφαιρα ἀνάμεσα σὲ γῆ καὶ οὐρανὸ κι ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὸ σμῆνος πού ἀκολουθεῖ. Κι ἀκόμα ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία στὴ γῆ θὰ σοῦ πεῖ γι’ ἀμέτρητα σμήνη χελιδονιῶν πού ἀκολούθησαν τὸ πρῶτο Χελιδόνι καὶ πέταξαν μαζί Του στὸν εὐλογημένο τόπο, ὅπου ἀφθονοῦν ὅλα τ’ ἀγαθὰ, τὸν τόπο τῆς αἰώνιας ἄνοιξης.
Θὰ ἔχεις ἀντιληφθεῖ πώς μὲ τὸ σωστικὸ αὐτὸ χελιδόνι ἐννοῶ τὸν ἀναληφθέντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ ἴδιος δὲν εἶπε πώς εἶναι ἡ Ὁδός; Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος στοὺς ἀποστόλους,«πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν. ιδ’ 2, 3); Καὶ πρὶν ἀπ’αὐτὸ δὲν τοὺς εἶχε πεῖ,«κἀγώ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν.ιβ’ 32);
Ὅλ’ αὐτὰ πού ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ, ἄρχισαν νὰ ἐκπληρώνονται λίγες βδομάδες ἀργότερα καὶ συνεχίζουν νὰ ἐκπληρώνονται μέχρι σήμερα καὶ θὰ ἐκπληρώνονται ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Χριστός, πού ἦταν ἡ ἀρχή τῆς πρώτης δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἔγινε ἀρχή καὶ τῆς δεύτερης δημιουργίας ἢ ἡ εὐλογημένη ἀνακαίνιση τῆς παλιᾶς.
Ἡ ἁμαρτία ἔδεσε τὰ φτερὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῶν ἀπογόνων του κι ἔτσι ἀπομακρύνθηκαν ὅλοι ἀπὸ τὸν Θεό, τοὺς τύφλωσε ὁ ἴδιος πηλὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν πλαστεῖ. Ὁ Χριστός, ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ πρῶτος Ἄνθρωπος, ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀναλήφθηκε μὲ πνευματικὰ φτερὰ στὸν οὐρανό, στὸ θρόνο τῆς αἰώνιας δόξας καὶ δύναμης. Βάδισε τὸ δρόμο πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἄνοιξε ὅλες τὶς πύλες του γιὰ τοὺς πιστοὺς πού ἔχουν ἀνοιγμένα τὰ πνευματικὰ φτερά τους, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὰ ἀϊτόπουλα, ὅπως τὸ χελιδόνι πού πετᾶ πρῶτο, ἐπικεφαλῆς, δείχνει στὸ σμῆνος τὸ δρόμο κι ἐκμηδενίζει τὴν ἀντίσταση τοῦ ἀέρα.
«Τὶς δώςῃ μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι και καταπαύσω;» (Ψαλμ. νδ’ 7), ἀναφωνεῖ θλιμμένος ὁ Ψαλμωδὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί; Ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος: «ἡ καρδιά μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ’ ἐμέ· φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ’ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος» (Ψαλμ. νδ’ 5,6). Τέτοια τρομερὴ αἴσθηση νεκρικῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας πρέπει νὰ ἐπικρατοῦσε στὶς ἐρημιὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς, σὰν ἐφιάλτης σκοτεινὸς πού βάραινε ὅλο τὸ λογικὸ καὶ δίκαιο κόσμο πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ.
«Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει φτερὰ γιὰ νὰ πετάξω μακριὰ ἀπ’αὐτὴ τὴ ζωή;» πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἐρώτηση πού ἔκαναν πολλὲς εὐγενικὲς κι εὐαίσθητες ψυχές. Ἀλλά ποῦ θὰ κατευθυνθεῖς, ἁμαρτωλὴ ἀνθρώπινη ψυχή; Μπορεῖς ἀκόμα νὰ ὀνειρεύεσαι, νὰ νιώθεις τὸν τόπο τῆς θαλπωρῆς καὶ τοῦ φωτὸς ἀπ’ ὅπου ἐξορίστηκες; οἱ πύλες ἔκλεισαν πίσω σου, τὶς προσέχουν τὰ χερουβὶμ μὲ τὰ πύρινα ξίφη τους, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν προσέγγισή σου. Ἡ ἁμαρτία κόλλησε τὰ φτερά σου, ὄχι τὰ φτερὰ τοῦ πτηνοῦ, μὰ τὰ θεϊκά, κι ἔχεις ἐγκλωβιστεῖ στὴ γῆ. Χρειάζεσαι κάποιον γιὰ νὰ σ’ ἐλευθερώσει πρῶτα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ σὲ καθαρίσει καὶ νὰ νὰ σὲ βοηθήσει νὰ σταθεῖς ὄρθιος.
Μετὰ χρειάζεσαι κάποιον νὰ τοποθετήσει νέα φτερά, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ πετάξεις. Μετὰ θὰ χρειαστεῖς κάποιον ἄλλον, κάποιον πολὺ δυνατό, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ παραμερίσουν τὰ χερουβὶμ μὲ τὰ πύρινα ξίφη, ὥστε γιὰ χάρη Του νὰ περάσεις στὴν ἔνδοξη πατρίδα σου. Καὶ τελευταῖο, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον πού θὰ ζητήσει γιὰ λογαριασμό σου ἔλεος ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ὥστε νὰ σὲ δεχτεῖ ξανὰ στὸν τόπο τῆς αἰώνιας πατρίδας.
Αὐτὸς ὁ «κάποιος» ἦταν ἄγνωστος στὸν προχριστιανικὸ κόσμο.
Αὐτοαποκαλύφτηκε ὡς Κύριος καὶ Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, Υἱὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Ἀπὸ ἀγάπη γιὰ σένα κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ντύθηκε ἀνθρώπινη σάρκα, φυλακίστηκε γιὰ χάρη σου, ἐπειδὴ ἤσουν φυλακισμένος, ἵδρωσε, κρύωσε, πείνασε καὶ δίψασε, δέχτηκε ἐμπτυσμούς, καρφώθηκε στὸ σταυρό, ἔμεινε στὸν τάφο τρεῖς μέρες, κατέβηκε στὸν Ἅδη γιὰ νὰ καταστρέψει μιὰ φυλακὴ χειρότερη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, πού εἶχε προετοιμαστεῖ γιὰ σένα ὅταν ἡ ψυχή σου θὰ χωριζόταν ἀπὸ τὸ σῶμα. Καί ὅλ’ αὐτὰ γιὰ νὰ σὲ σώσει ἀπὸ ἐκεῖ πού κυλιόσουν στὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, νὰ σὲ κάνει νὰ σταθεῖς ὄρθιος. Μετὰ ἀναστήθηκε «ἐκ νεκρῶν», γιὰ νὰ δώσει καὶ σὲ σένα φτερά, νὰ πετάξεις στὸν οὐρανό. Τελικὰ ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ γιὰ ν’ ἀνοίξει καὶ γιὰ σένα τὸ δρόμο, νὰ σὲ ὁδηγήσει στὰ σκηνώματα τῶν ἀγγέλων.
Τώρα δὲν ἔχεις λόγο ν’ ἀναστενάζεις μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὅπως ὁ προφητάνακτας Δαβίδ, οὔτε νὰ ἐπιθυμεῖς πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς. Τώρα ἐμφανίστηκε ὁ Ἀετός, πού ἄνοιξε τὰ φτερά Του καὶ σοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο. Τὸ μόνο πού ἔχεις νὰ κάνεις, εἶναι ν’ ἀναπτύξεις τὰ πνευματικὰ φτερὰ πού σοῦ δόθηκαν ὅταν βαφτίστηκες στὸ ὄνομά Του καὶ νὰ ἐπιθυμήσεις μ’ ὅλη σου τὴν ψυχὴ ν’ ἀνεβεῖς ἐκεῖ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Ἴδιος.
Ὁ Κύριος ἔκανε τὰ ἐνενήντα ἐννιὰ ἀπὸ τὰ ἑκατὸ βήματα πού χρειάζεσαι γιὰ τὴ σωτηρία σου. Δὲν θὰ προσπαθήσεις νὰ κάνεις τὸ βῆμα πού ἀπέμεινε γιὰ νὰ ἐπιτύχεις τὴ σωτηρία σου, ὅταν μάλιστα «οὕτω γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Β’ Πέτρ.α’ 11);
Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ ἦταν τόσο ἀπρόσμενη στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ἦταν καὶ στοὺς ἀγγέλους ἡ ἐλευσή Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ κι ἡ κατὰ σάρκα γένννησή Του. Ἀλλά καὶ ποιὸ γεγονὸς στὴ ζωή Του δὲν ἀντιπροσωπεύει κάτι μοναδικὸ κι ἀπρόσμενο στὸν κόσμο;
Ὅπως οἱ ἄγγελοι παρατηροῦσαν μὲ θαυμασμὸ πῶς ξεχώριζε ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὴν πρώτη δημιουργία καὶ τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ξηρά, πῶς τοποθέτησε τὰ ἄστρα στὸν οὐράνιο θόλο καὶ πῶς δημιούργησε τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τελικὰ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, δίνοντάς του ψυχὴ ζῶσα, ἔτσι κι ἐμεῖς ὅλοι βλέπουμε μὲ θαυμασμὸ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Σωτήρα μας, ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παναγίας Παρθένου ὡς καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Ἀπὸ μιὰ πρώτη ματιὰ ἦταν ὅλα ἀπρόσμενα, ἀναπάντεχα. Ὅταν ὅμως γίνεται φανερὸ πώς ὑπηρετοῦν τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μας, ὅλοι οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι πρέπει νὰ κραυγάσουν μὲ χαρὰ καὶ νὰ δοξολογήσουν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Δὲν μπορεῖς ν’ ἀφαιρέσεις κάποιο γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴ παραμορφώσεις ὁλόκληρο τὸ ἔργο Του, ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ κόψεις τὸ χέρι ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ τὸ πόδι του καὶ νὰ μὴ τὸν παραμορφώσεις, ἤ νὰ βγάλεις ἀπὸ τὸν οὐράνιο θόλο τὸ φεγγάρι ἤ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ μυριάδες ἄστρα καὶ νὰ μὴν παραμορφώσεις τὴν τάξη καὶ τὸ κάλλος τοῦ οὐρανοῦ.
Γι’ αὐτὸ μὴ σκέφτεσαι πώς ἴσως «δὲν ἦταν ἀπαραίτητο ν’ ἀναληφθεῖ ὁ Κύριος». Ὅταν μερικοὶ ἀπό τούς Ἰουδαίους ἀναγκάστηκαν νὰ παραδεχτοῦν καὶ νὰ κραυγάσουν πώς «καλῶς πάντα πεποίηκε» (Μάρκ. ζ’ 37), πῶς ἐμεῖς πού βαφτιστήκαμε στὸ ὄνομά Του νὰ μὴν πιστέψουμε πώς ὅλα ὅσα ἔκανε ἦταν καλά; Ὅλα τὰ σχεδίασε καὶ τὰ ἔφτιαξε μὲ μεγάλη σοφία. Καὶ ἡ Ἀνάληψή Του ἦταν καλὰ σχεδιασμένη, μὲ πολλὴ σοφία, ὅπως ἦταν κι ἡ Ἐνσάρκωση, τὸ Βάπτισμα, ἡ Μεταμόρφωση κι ἡ Ἀνάστασή Του. «Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω» (Ἰωάν. ιστ’ 7), εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του.
Βλέπεις πώς ρυθμίζει καὶ κάνει τὰ πάντα γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων; Κάθε λόγος καὶ κάθε πράξη Του ἔχουν ὡς σκοπὸ τους τὸ καλὸ ὅλων μας. Διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχε ἀναληφθεῖ. Ἂς μείνουμε ὅμως στὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάληψης, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὰ δυό του ἒργα: στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του: «εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ» (Λουκ. κδ’ 46). Ἀπὸ ποιὸν γέγραπται; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸ ἔγραψε, μέσῳ τῶν προφητῶν στὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς Ψαλμούς. Ὁ Κύριος ἐκτιμᾶ τὰ βιβλία αὐτά, στὸ μέτρο πού ἀναφέρονται προφητικὰ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τοῦ συμβοῦν. Ἐκεῖ εἶχαν γραφεῖ κι ἐκπληρώθηκαν. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ σκιά, ἐδῶ ἡ ζωὴ κι ἡ ἀλήθεια.
«Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45). Ἡ «διάνοιξη» τοῦ νοῦ εἶναι θαῦμα ἴσο μὲ ἀνάσταση νεκρῶν, γιατί κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ πέπλο τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη βρίσκεται στὸ σκοτάδι τοῦ τάφου.
Διαβάζει, μὰ δὲν καταλαβαίνει, κοιτάζει, μὰ δὲ βλέπει, ἀφουγκράζεται, μὰ δὲν ἀκούει. Ποιὸς ἄνθρωπος στὴν Ἱερουσαλὴμ εἶχε δεῖ κι εἶχε διαβάσει καλύτερα ἀπό τούς Γραμματεῖς τὰ λόγια τῶν Γραφῶν; Μὰ τὰ προσέξανε τόσο λίγο! Γιατί ὁ Κύριος δὲν τράβηξε τὸν πυκνὸ πέπλο ἀπὸ τὸ νοῦ τους, ὥστε νὰ κατανοήσουν κι αὐτοὶ ὅπως οἱ ἀπόστολοι; Ἐπειδὴ οἱ ἀπόστολοι θέλησαν νὰ γίνει αὐτὸ ἐνῶ οἱ Γραμματεῖς ἀρνήθηκαν.
Ἐπειδὴ οἱ Γραμματεῖς κι οἱ πρεσβύτεροι εἶπαν ὅτι «οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός ἐστι» καὶ περίμεναν τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν, οἱ ἀπόστολοι ὅμως εἶπαν: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰωάν. στ’ 68). Ὁ Θεὸς «διανοίγει τὸ νοῦ» ἐκείνων πού τὸ θέλουν χορηγεῖ τὸ ζῶν ὕδωρ σ’ αὐτοὺς πού διψᾶνε, ἀποκαλύπτεται σὲ ὅσους τὸν ἀναζητοῦν.
O Αναληφθείς Χριστός, το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη. (Άγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς) Αέναη επΑνάσταση
«Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει…» Ἄν τὴν Ἁγία Γραφὴ τὴν εἶχαν γράψει συνηθισμένοι ἄνθρωποι, μὲ ἀνθρώπινη ἀντίληψη, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ εἶχε ἀναφερθεῖ στὰ κείμενά τους. Τὰ κείμενα τῶν προφητῶν ὅμως ἦταν ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ὁ Θεός, πού εἶναι πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις Του, ἔστειλε τὸ Μονογενῆ Του Υἱό γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὶς προφητεῖες καὶ νὰ τηρήσει τὶς ἐπαγγελίες Του. «Οὕτως ἔδει…» εἶπε Ἐκεῖνος πού βλέπει ὁλόκληρο τὸν κτιστὸ κόσμο, ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη στὴν ἄλλη, ὅπως ὁ ἄνθρωπος βλέπει μιὰ γραμμένη σελίδα πού ἔχει μπροστά του. Κι ὅταν ὁ πάνσοφος λέει πώς «οὕτως ἔδει…» δὲν εἶναι καταγέλαστοι οἱ τυφλοὶ πού λένε πώς δὲν ἦταν ἀπαραίτητο νὰ γίνει ἡ Ἀνάληψή Του; Ἔπρεπε νὰ γίνει. Ὁ Κύριος ἔπρεπε νὰ πάθει στὴν ὥρα Του, νὰ χαρεῖ στὴν αἰωνιότητα. Ἔπρεπε ν’ ἀναστηθεῖ, γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς στὴν αἰώνια ζωή.
«Καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν και ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ» (Λουκ. κδ’ 47). Ὁ Μάρκος στὸ εὐαγγέλιό του ἀναφέρει τὸ ἴδιο μὲ ἄλλα λόγια: «κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μάρκ. ιστ’ 15). Πάσῃ τῇ κτίσεισημαίνει σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, στὴν ΙΣΤ΄ ὁμιλία του λέει: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάτι κοινὸ μὲ ὅλη τὴν κτίση. Μὲ τὴν πέτρα ἔχει τὴν ἴδια ὕπαρξη· μὲ τὸ ξύλο, τὴ ζωή· μὲ τὰ ζῶα, τὶς αἰσθήσεις· μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὸ νοῦ… Ἔτσι μὲ τὴν ἔκφραση πάσῃ τῇ κτίσει πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὸν ἄνθρωπο».
Ἂν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν εἶχε πάθει καὶ δὲν εἶχε πεθάνει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ποιὸς ἀπό μᾶς θὰ γνώριζε πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι τέτοιο θανατηφόρο δηλητήριο; Ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, ποιὸς ἀπό μᾶς, πού εἶχε ἀνακαλύψει πόσο φοβερὸ πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ εἶχε ἐλπίδα; Τότε ἡ μετάνοια θὰ ἦταν ἀνώφελη, ἡ συγχώρηση ἀδύνατη. Ἡ μετάνοια συνδέεται μὲ τὸ πάθος, ἡ συγχώρηση μὲ τὴν ἀνάσταση, μέσω τῆς Θείας χάρης. Μὲ τὴ μετάνοια ὁ παλιὸς ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας πεθαίνει, ὁδηγεῖται στὸν τάφο. Μὲ τὴ συγχώρηση γεννιέται ὁ νέος ἄνθρωπος, στὴν καινούργια ζωή.
Προσέξτε! Ἐδῶ εἶναι οἱ πιὸ χαρμόσυνες εἰδήσεις γιὰ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ξεκινώντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Εἶναι ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὸ δίκαιο Ἰωσὴφ μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α’ 21). Αὐτὰ βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἐμπειρία Ἐκείνου πού ἔπαθε καὶ τὸ δικαίωμα Αὐτοῦ πού νίκησε. Γιατί λέει ὅμως, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ; Γιατί στὴν Ἱερουσαλὴμ ἔγινε ἡ μέγιστη θυσία γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἔλαμψε ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης. Ἂν ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀντιπροσωπεύει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ κάποιο μυστηριώδητρόπο εἶναι εὐνόητο πώς ἡ μετάνοια κι ἡ ταπείνωση πρέπει νὰ ξεκινήσουν ἀπὸ τὸ νοῦ κι ἀπὸ κεῖ νὰ διαχυθοῦν σ’ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη.
Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ ἔστειλε τὸ σατανᾶ στὴν κόλαση· ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ χώρισε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ἀπὸ τὸν Θεό, ὤθησε τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Γραμματεῖς νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστό. Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ εἶναι τὸ πιὸ πρόσφορο ἔδαφος γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ ἡ ἁμαρτία ὡς τὶς μέρες μας. Ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν γονατίσει μπροστὰ στὸν Χριστό, τὰ γόνατά του δὲν θὰ λυγίσουν. Ὅποιος ξεκίνησε νὰ εἰρηνέψει τὸ νοῦ του μὲ τὴ μετάνοια, ἄρχισε ἤδη νὰ θεραπεύει καὶ τὰ βαθύτερα τραύματά του.
«Ὑμεῖς δὲ ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. κδ’ 48). Μάρτυρες σὲ τί; Μάρτυρες τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τῆς ἔνδοξης Ἀνάστασής Του. Μάρτυρες τῆς ἀνάγκης γιὰ μετάνοια, μάρτυρες τῆς ἀλήθειας, τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ διώκτης ἄλλαξε κι ἔγινε ἀπόστολος, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι» (Πράξ. κστ’ 16).
Κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶπε στὸ πρῶτο κήρυγμά του πρὸς τὸ λαὸ μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὐ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες» (Πράξ. β’ 32).
Λέει ἐπίσης κι ὁ ἀπόστολος κι εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν… ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον» (Α’ Ἰωάν. α’1, 3).
Οἱ ἀπόστολοι ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ, τῶν θαυμάτων Του κι ὅλων ἐκείνων πού ἔγιναν στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ὅλων αὐτῶν στὰ ὁποῖα θεμελιώθηκε ἡ σωτηρία μας. Ἄκουσαν, εἶδαν, συμμετεῖχαν στὴν Ἀλήθεια. Ἦταν οἱ πρῶτοι πού μπῆκαν στὸ πλοῖο τῆς σωτηρίας, γιὰ νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μπορέσουν νὰ βάλουν κι ἄλλους στὸ πλοῖο γιὰ νὰ τοὺς σώσουν. Ὁ νοῦς τους ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια κι οἱ καρδιὲς τους καθαρίστηκαν ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τούς διαβεβαίωσε γι’ αὐτό: «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν» (Ἰωάν. ιε’ 3). Κι ἦταν μάρτυρες ὄχι μόνο τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, πού μποροῦσαν νὰ δοῦν, ν’ ἀκούσουν, νὰ ἐρευνήσουν καὶ ν’ ἀγγίξουν σχετικὰ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἦταν μάρτυρες καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀναγέννησης καὶ ἀνακαίνισης τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸ εὐαγγέλιο δὲν ἀνοίχτηκε μόνο μπροστὰ στὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιά τους, ἀλλά καὶ μέσα τους, στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ τους. Στὰ τρία χρόνια πού ἦταν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ τους ἔγινε ὁλόκληρη ἐπανάσταση.
O Αναληφθείς Χριστός, το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη. (Άγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς) Αέναη επΑνάσταση
Ἡ ἐπανάσταση αὐτὴ συνίστατο στὴν ὀδυνηρὴ διαδικασία θανάτου τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, καὶ στὴν ἀκόμα πιὸ ὀδυνηρὴ γέννηση μέσα τους τοῦ νέου, τοῦ καινοῦ ἄνθρωπου. Πόσους νεκρικοὺς πόνους δοκίμασε ἡ ψυχὴ τους ὡσότου ἀναγεννηθοῦν, φωτιστοῦν καὶ μπορέσουν τελικὰ ν’ ἀναφωνήσουν: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Α’ Ἰωάν. γ’ 14); Πόσος χρόνος, πόσος κόπος, πόση ἀμφιβολία, φόβος, ἀγωνία, περιπλάνηση καὶ ἔρευνα, ὥσπου νὰ γίνουν ἀληθινοὶ καὶ πιστοὶ μάρτυρες τῶν σωματικῶν παθῶν, τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καθὼς καὶ τῶν δικῶν τους πνευματικῶν παθῶν,τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνάστασής τους; Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βέβαια οἱ ἀπόστολοι δὲν ἦταν ἀρκετὰ ὥριμοι καὶ πνευματικὰ σταθεροί.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος συνέχισε νὰ τοὺς καθοδηγεῖ σὰν παιδιὰ καὶ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνει τὴ στιγμὴ τοῦ χωρισμοῦ μὲ τὰ λόγια: «Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς» (Ἰωάν. ιδ’ 18). Γι’ αὐτὸ κι ἔμεινε μαζί τους σαράντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3). Καὶ τελικά τούς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δύναμιν ἐξ ὕψους.
«᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν».(Λουκ. κδ’ 50-51). Τί μεγαλειώδης, τί συγκινητικὴ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴ γῆ! Ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, μὲ θέα τὸ λόφο ὅπου ὁ νεκρὸς Λάζαρος ἀναστήθηκε καὶ ξαναγύρισε στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀναλήφθηκε στὰ ἄπειρα ὕψη τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό, ὄχι στ’ ἄστρα, μὰ πάνω ἀπ’ αὐτά. Δὲν πῆγε κοντὰ στοὺς ἀγγέλους, ἀλλά πάνω ἀπ’ αὐτούς, πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες δυνάμεις, πάνω ἀπό τούς χοροὺς τῶν ἀθανάτων κι οὐράνιων ὑπάρξεων, πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ παραδείσια ἐνδιαιτήματα τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων.
Ἀναλήφθηκε ψηλά, ἐκεῖ πού δὲν τὸν φτάνουν τὰ μάτια τῶν Χερουβίμ, στὸ θρόνο τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, στὸ μυστικὸ θυσιαστήριο τῆς Ἁγίας καὶ Ζωοποιοῦ Τριάδος. Τὰ μέτρα πού ἒχουν αὐτὰ τὰ ὕψη δὲν ὑπάρχουν στὸ δημιουργημένο κόσμο. Τὸ μόνο συγκρίσιμο μέγεθος ἴσως εἶναι τὸ βάθος ὅπου ἒριξε ἡ ὑπερηφάνεια τὸν Ἑωσφόρο, ὁ ὁποῖος ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ βάθος ὅπου ὁ Ἑωσφόρος θέλει νὰ ρίξει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὸν ἀτέλειωτο αὐτὸ ὄλεθρο. Κι ἀντὶ γιὰ τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου, μᾶς ἀνάστησε στὰ θεία ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Γιὰ δυὸ λόγους μᾶς ἀνάστησε: Πρῶτο ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀναστήθηκε ὡςἄνθρωπος κατὰ σάρκα, ὅπως εἴμαστε κι ἐμεῖς· καὶ δεύτερο ἐπειδὴ δὲν ἀναστήθηκε γιὰ δική Του χάρη ἀλλά γιά μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο τῆς εἰρήνευσης μὲ τὸν Θεό. Ἀναλήφθηκε μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα Του, ἐκεῖνο πού οἱ ἄνθρωποι εἶχαν σκοτώσει κι εἶχαν θάψει στὴ γῆ. Τοὺς εὐλόγησε μὲ τὰ χέρια Του, πού ἔφεραν τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά.
Εὐλογημένε, πολυεύσπλαχνε Κύριε, πόσο μεγάλο εἶναι τὸ ἒλεός Σου! Ἡ ἱστορία τῆς ἔλευσής Σου στὸν κόσμο ξεκίνησε μὲ εὐλογία καὶ τελειώνει μὲ εὐλογία. Ὅταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἀνάγγειλε τὴν ἐλευσή Σου στὸν κόσμο, χαιρέτησε τὴν Παναγία Μητέρα Σου μὲ τὰ λόγια: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη… εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί!» (Λουκ. α’ 28). Τώρα πού ἀποχαιρετᾶς ἐκείνους πού πίστεψαν σὲ Σένα, ἄνοιξες διάπλατα τὰ χέρια Σου καὶ τοὺς ἔδωσες τὴν εὐλογία Σου. Ὦ, ὑπερευλογημένε! Ὦ, Πηγὴ κάθε εὐλογίας! Εὐλόγησε καί μᾶς, ὅπως εὐλόγησες τοὺς ἀποστόλους Σου!
«Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξ. α’ 10-11).
Οἱ δυὸ ἄνθρωποι πού ἦταν ντυμένοι ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, εἶναι δυὸ ἀπὸ τὶς ἀόρατες χορεῖες ἀγγέλων πού συνόδευσαν τὸν Κύριό τους ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ὅπως τὸν εἶχαν συνοδεύσει νωρίτερα ἀπό τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ὅταν ἔγινε ἡ σύλληψή Του στὴ Ναζαρὲτ κι ἡ Γέννησή Του στὴ Βηθλεέμ. Στὴν Ἀνάληψη δυὸ ἀπ’αὐτοὺς μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔγιναν ὁρατοὶ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ δώσουν ἕνα μήνυμα στοὺς μαθητές.
Τὸ μήνυμα αὐτὸ ἦταν ζωτικῆς σημασίας γι’ αὐτούς, ἀπαραίτητο, γιὰ νὰ μὴ νιώσουν μόνοι τους κι ἐγκαταλελειμμένοι μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Σωτήρα μας· «οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται».Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα πού ἒστειλε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὲς μέσω τῶν δύο ἀγγέλων Του.
Βλέπεις τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τῆς Ἀνάληψής Του στοὺς οὐρανούς, στὸ θρόνο τῆς δόξας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸν ἑαυτό Του ἡ μὲ τὴ δόξα Του, μετὰ τὶς ταπεινώσεις πού δέχτηκε, οὔτε ν’ ἀναπαυτεῖ μετὰ τὸ βαρὺ ἔργο πού ἒκανε ὅσο ζοῦσε στὴν ἐπίγεια ζωή, ἀλλά μὲ τοὺς μαθητές Του, πού ἔμειναν πίσω στὴ γῆ. Ἂν καὶ τοὺς εἶχε συμβουλεύσει πολὺ ὁ ἴδιος καὶ τοὺς εἶχε ἐνθαρρύνει, τοὺς στέλνει καὶ τοὺς ἀγγέλους Του γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει περισσότερο καὶ νὰ τοὺς χαροποιήσει.
Μ’ ὅλο πού εἶχε ὑποσχεθεῖ πώς θὰ τοὺς στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, ἂν καὶ τοὺς εἶχε πεῖ πώς «οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς» (Ἰωάν. ιδ’ 18), ὁ ἴδιος κάνει τώρα στὴν πράξη κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅσα εἶχε ὑποσχεθεῖ: τοὺς φανερώνει ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοὺς ὑπηρέτες κι ἀγγελιοφόρους Του, πρῶτον γιά νὰ τοὺς πείσει γιὰ τὴν ἐξουσία Του καὶ δεύτερον γιὰ ν’ ἀνανεώσει μὲ τὰ χείλη τῶν ἀγγέλων τὴν ὑπόσχεσή Του πώς θὰ ἔρθει πάλι κοντά τους.
«Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. κδ’ 52). Προσκύνησαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους, σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς. Ἡ προσκύνησή τους σημαίνει: Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, παντοδύναμε Κύριε! Κι ἔπειτα γύρισαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν στὴν Ἱερουσαλήμ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ πού εἶχαν λάβει. Γύρισαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης, ὄχι μὲ λύπη. Θὰ ἦταν λυπημένοι ἂν ὁ Κύριός τους εἶχε ἀποχωριστεῖ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο. Ὁ ἀποχωρισμὸς αὐτὸς ὅμως γι’ αὐτοὺς ἦταν μιὰ καινούργια καὶ μεγαλειώδης ἀποκάλυψη. Δὲν εἶχε ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ μπροστά τους μὲ κάποιο τρόπο γιὰ νὰ πάει ἀπλά κάπου. Ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ μὲ δόξα καὶ δύναμη.
Ἔτσι ἐκπληρώθηκαν κι ἐδῶ τὰ προφητικὰ λόγια Του, ὅπως εἶχαν ἐκπληρωθεῖ στὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Κι ὁ νοῦς τῶν ἀποστόλων ἄνοιξε γιὰ νὰ κατανοήσουν αὐτὰ πού τοὺς εἶχε πεῖ: «Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν εἰμὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὧν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰωάν. γ’ 13). Κι ἄλλοτε τοὺς εἶχε πεῖ κάτι μὲ τὴ μορφὴ ἐρώτησης, τότε πού εἶχαν σκανδαλιστεῖ μὲ τὰ λόγια Του γιὰ τὸν ἄρτο πού κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον;» (Ἰωάν. στ’ 62). Κι ἀλλοῦ πάλι: «Ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα» (Ἰωάν. ιστ’ 28).
Τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας σκορπάει φόβο καὶ σύγχυση στὴν ψυχή. Τὸ φῶς τῆς γνώσης τῆς ἀλήθειας παρέχει χαρά, δημιουργεῖ δύναμη καὶ πίστη. Οἱ μαθητὲς βρίσκονταν σὲ σύγχυση καὶ φόβο ὅταν ὁ Κύριος τούς μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὅταν ὅμως τὸν εἶδαν ζωντανό, ἀναστημένο, εἶχαν χαρὰ μεγάλη. Οἱ μαθητὲς θὰ πρέπει νὰ ξαναβρέθηκαν σὲ σύγχυση καὶ φόβο, ὅταν ὁ Κύριος τούς μίλησε γιὰ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸν ἀποχωρισμό τους. Ὅταν αὐτὸ ὅμως ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια τους, ὅπως τὸ εἶχε προφητέψει, τότε γύρισαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης.
Ὁ φόβος τους ἐξαφανίστηκε, ἡ ἀμφιβολία τους διαλύθηκε, ἡ σύγχυση τοὺς ἐγκατέλειψε. Καὶ τὴ θέση ὅλων αὐτῶν πῆρε ἡ βεβαιότητα, μιὰ θαυμάσια καὶ ὁλοφώτεινη βεβαιότητα. Κι ἀπὸ τὴ βεβαιότητα αὐτὴ προέκυψε δύναμη καὶ χαρά. Βεβαιώθηκαν πώς ὁ Κύριος καὶ Διδάσκαλός τους εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ τώρα ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. πώς τὸν ἔστειλε ὁ Πατέρας, ἀφοῦ τώρα γύρισε στὸν Πατέρα.
Πώς ἦταν καὶ εἶναι στὴ γῆ, ἀφοῦ ἄγγελοι τὸν συνοδεύουν καὶ κάνουν τὸ θέλημά Του. Μὲ τὴ βεβαιότητα αὐτὴ εἶχε συνδεθεῖ τώρα κι ἡ βέβαιη πίστη τους πώς θὰ ξανὰ ‘ρθει, τώρα ὅμως μὲ δόξα καὶ δύναμη, ὅπως τοὺς εἶχε πεῖ πολλὲς φορές. Κι οἱ ἄγγελοι τώρα ἐπανέλαβαν τὴν ὑπόσχεσή Του. Γι’ αὐτοὺς λοιπὸν δὲν ἔμενε τίποτ’ ἄλλο, παρὰ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολές Του μὲ ζῆλο καὶ θέρμη. Τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μείνουν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ περιμένουν δύναμιν ἐξ ὕψους. Κι ἐκεῖνοι γύρισαν στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ μεγάλη καὶ δικαιολογημένη χαρά, ἀλλά καὶ μὲ μεγάλη πίστη πώς ἡ δύναμις ἐξ ὕψους θὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ.
«Καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ Ἱερῷ αἰνοῦντες χαὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεὸν» (Λουκ. κδ’ 53). Σ’ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται πώς συνέχισαν ὅλοι ὁμοθυμαδὸν νὰ προσκαρτεροῦν στὴν προσευχὴ (Πράξ. α’ 14). Μετὰ ἀπ’ ὅλα ὅσα εἶχαν δεῖ κι εἶχαν διδαχτεῖ, δὲν μποροῦσαν νὰ κρατήσουν τὸ νοῦ τους μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, πού ἀναλήφθηκε μπροστὰ στὰ μάτια τους, μὰ πού ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ λόγο εἶχε μπεῖ μέσα στὶς ψυχές τους. Εἶχε ἐνοικήσει στὴν καρδιά τους μὲ δύναμη καὶ δόξα, κι ἐκεῖνοι αἰνοῦσαν διαρκῶς καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Κύριο.
Ὁ Κύριος γύρισε κοντὰ τους πολὺ πιὸ γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι περίμεναν. Δὲν εἶχε ἔρθει ὁρατός, γιὰ νὰ τὸν δοῦν τὰ σωματικὰ μάτια, μὰ εἶχε κατοικήσει μέσα τους, εἶχε μπεῖ στὴν ψυχή τους. Μὰ δὲν εἶχε ἔρθει μόνος Του στὴν ψυχή τους, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ γιὰ ὅλους ὅσοι τὸν ἀγαποῦν: «(Ἐγώ) καὶ ὁ πατήρ μου… πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν» (Ἰωάν. ιδ’ 23). Ἐκεῖνο πού ἔμενε, ἦταν νὰ ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ κατοικήσει μέσα τους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει τέλειους ἄντρες, στοὺς ὁποίους ἀνακαινίζεται ἡ εἰκόνα καὶ ἡ ὁμοίωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ περιμένουν στὴν Ἱερουσαλήμ. Νὰ περιμένουν ὡσότου πραγματοποιηθεῖ.
Δέκα μέρες ἀργότερα κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ δύναμις ἐξ ὕψους, στὴν πρώτη αὐτὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴν ἐγκαταλείψει ποτὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερα καὶ μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Αἰνοῦμε κι εὐλογοῦμε τὸν Κύριο, γιατί μὲ τὴν Ἀνάληψή Του φώτισε τὸ νοῦ μας γιὰ νὰ δοῦμε τὸ δρόμο καὶ τὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς μας. Αἰνοῦμε κι εὐλογοῦμε τὸν Πατέρα, πού μὲ τὴν ἀγάπη Του ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Υἱό καὶ ἐνοικεῖ, μαζὶ μὲ τὸν Υἱό, σὲ ὅλους ἐκείνους πού ὁμολογοῦν καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές Του. Ἔχουμε διαρκῶς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ στὸ νοῦ μας, τοὺς αἰνοῦμε καὶ τοὺς εὐλογοῦμε ὅπως ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀναμένουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, νὰ ἔρθει καὶ σέ μᾶς. Περιμένουμε Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐπισκιάζει ὅλους στὸ βάπτισμα, ἀλλά ἀποσύρεται ὅταν ἁμαρτάνουμε.
Εἴθε ν’ ἀνακαινιστεῖ μέσα μας ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ οὐράνιος. Εἴθε κι ἐμεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους νὰ αἰνοῦμε καὶ νὰ εὐλογοῦμε τὸν ἀναληφθέντα στοὺς οὐρανοὺς Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα καὶ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: Ἀναστάσεως Ἡμέρα,
ἐκδ.Πέτρου Μπότση
ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

 

Η Ανάσταση και η Ανάληψη εν νεφέλαις, τού σώματος τού Χριστού και τών αγίων.

http://yiorgosthalassis.blogspot.com/2014/05/blog-post_7628.html
...να τους δείξει πώς πρόκειται να είναι τα σώματά μας μετά την ανάσταση.
 Αυτά να αναμένεις κι εσύ στην ανάσταση.


Γι' αυτό λοιπόν έλεγε: «Μάθετε από εμένα, επειδή είμαι και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29).
Από την άλλη πάλι, άκουσε το ότι έφερε στη μέση τα βραβεία αυτά και τα έπαθλα, και τα έδειξε ορατά. Υποσχόταν ανάσταση σωμάτων, αφθαρσία, τη συνάντηση στον αέρα, την αρπαγή στα σύννεφα. Αυτά τα έδειξε δια των πραγμάτων.
Πώς και με ποιον τρόπο;
Ενώ πέθανε, αναστήθηκε· γι' αυτό και σαράντα ημέρες συναναστρεφόταν με αυτούς,  για να τους πληροφόρηση και να τους δείξει πώς πρόκειται να είναι τα σώματά μας μετά την ανάσταση.
Πάλιν λέγοντας δια του Παύλου ότι: «Θα αρπαχθούμε στα σύννεφα σε συνάντησή Του στον αέρα» (Α' Θεσσ. 4, 17), και αυτό το έδειξε εμπράκτως. Επειδή μετά την ανάστασιν, όταν επρόκειτο να ανεβεί στους ουρανούς, ενώ ήταν παρόντες αυτοί ανέβηκε, λέει, "και σύννεφο τον πήρε από τα μάτια τους" (Πράξ. 1, 9) και έμειναν να τον κοιτάζουν ενώ αυτός πορευόταν.
Έτσι λοιπόν και το δικό μας σώμα θα είναι ομοούσιο με το σώμα εκείνο, αφού προέρχεται από το ίδιο φύραμα· Επειδή όπως είναι η κεφαλή έτσι και το σώμα· όπως η αρχή έτσι και το τέλος. Και αυτό δηλώνοντάς το σαφέστερα ο Παύλος έλεγε: "Ο Οποίος θα μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεώς μας, έτσι ώστε αυτό να γίνει σύμμορφο με το σώμα τής δόξας Του" (Φιλιπ. 3, 21). 

Εάν λοιπόν γίνει σύμμορφο, και την ίδια οδό θα βαδίσει, και με όμοιο τρόπο πάνω σε σύννεφα θα σηκωθεί. Αυτά να αναμένεις κι εσύ στην ανάσταση.
 
Επειδή λοιπόν ήταν άγνωστος ο λόγος περί της βασιλείας στους ακροατές τότε, γι' αυτό αφού ανέβηκε στο όρος, μεταμορφώθηκε μπροστά στους μαθητές Του, αποκαλύπτοντάς τους τη δόξα τών μελλόντων, και σαν σε αίνιγμα και αμυδρά επιδεικνύοντας ποιο θα είναι το σώμα μας.
Τότε όμως φάνηκε μεν με ρούχα, αλλά στην ανάσταση δεν θα είναι έτσι. Επειδή δεν χρειάζεται το σώμα μας ρούχα, ούτε στέγη, ούτε πάτωμα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά. Επειδή εάν ο Αδάμ πριν από την παράβαση, ενώ ήταν γυμνός δεν ντρεπόταν, γιατί ήταν ντυμένος με δόξα, πολύ περισσότερο τα δικά μας σώματα, όσα θα βαδίσουν σε μεγαλύτερο και καλύτερο προορισμό, δεν έχουν ανάγκη κανενός απ' αυτά. Γι' αυτό λοιπόν και Αυτός, όταν αναστήθηκε άφησε τα ενδύματα να κείτονται πάνω στον τάφο και στο σορό, ανασταίνοντας γυμνό το σώμα, πλήρες από δόξα ανέκφραστη και μακαριότητα.
Έχοντας γνωρίσει λοιπόν αυτά αγαπητοί, και έχοντας εκπαιδευθεί με λόγια, και έχοντας διδαχθεί από τα μάτια μας, ας επιδείξουμε τέτοια συμπεριφορά, έτσι ώστε να αρπαχθούμε σε σύννεφα, και να καταγινώμαστε ζώντας πάντα μαζί με Αυτόν, σωζόμενοι και απολαμβάνοντας και τη Χάρη Του, και τα μέλλοντα αγαθά· τα οποία μακάρι όλοι μας να επιτύχουμε εν Χριστώ Ιησού τον Κύριό μας, μαζί με τον Οποίο και στον Πατέρα συγχρόνως με το Άγιο Πνεύμα, (ανήκει) δόξα, κράτος, τιμή, προσκύνηση, τώρα και πάντα, και στους αιώνες τών αιώνων. Αμήν!

http://www.oodegr.com/oode/pateres1/xrysostomos/anastash_analhpsh_1.htm

Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης - Φώτης Κόντογλου

http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2014/05/blog-post_9773.html

Ὁ σουλτᾶνος, σὰν γυρίσανε οἱ ἀπεσταλμένοι του καὶ τοῦ πήγανε τὴν ἀπόκριση τοῦ Παλαιολόγου, πὼς δὲν παραδίνει τὴν Πόλη, ἀποφάσισε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν πατήσῃ.



Στὶς 24 Μαγιοῦ πρόσταξε τοὺς τελάληδες καὶ διαλαλήσανε στὸ στρατόπεδο πὼς στὶς 29 θὰ γινότανε τὸ μεγάλο γιουρούσι (ἔφοδος) ἀπὸ στεριὰ κι᾿ ἀπὸ θάλασσα.



Στὶς 26 καὶ στὶς 27 τὴ νύχτα, οἱ Τοῦρκοι ἀνάψανε τόσες φωτιὲς καὶ τόσα φανάρια, καὶ τέτοιες ἀγριοφωνὲς καὶ βουητὸ ἔβγαιναν ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδό τους, ποὺ οἱ χριστιανοὶ νομίσανε πὼς φτάξανε πιὰ τὰ συντέλειά τους.



Τὴ Δευτέρα, στὶς 28 Μαγιοῦ, ὁ σουλτᾶνος εἶπε καὶ διαλαλήσανε νὰ τοιμασθοῦνε οἱ στρατιῶτες γιὰ τὸν μεγάλο πόλεμο, νὰ λουστοῦνε ἑφτὰ φορὲς καὶ νὰ νηστέψουνε. Τοὺς ἔβγαλε κ᾿ ἕναν λόγο καὶ τοὺς εἶπε πῶς σὰν πάρουνε τὴν Πόλη θὰ τοὺς τὴν ἀφήσῃ τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες, καὶ πῶς θὲ νἆνε δικά τους ὅ,τι βροῦνε μέσα, χρυσάφι, ἀσήμι, φορέματα, ἄντρες, παιδιὰ καὶ γυναῖκες· καὶ πὼς ὅσοι εἶνε γιὰ νὰ σκοτωθοῦνε, καθὼς γίνεται πάντα στὸν πόλεμο, αὐτοὶ δὲ μποροῦνε νὰ ξεφύγουνε, γιατὶ εἶνε γραμμένο ἀπὸ πρὶν ἀπάνω στὸ κούτελό τους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης· καὶ πὼς θὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουνε παντοτεινὰ μαζὶ μὲ τὸν Προφήτη, καὶ νὰ κοιμοῦνται μὲ τὶς πειὸ ὄμορφες γυναῖκες. Οἱ Τοῦρκοι ἐνθουσιαστήκανε ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ βάλανε κάτι φωνές, ποὺ πολλὲς γυναῖκες ἀποβάλανε.



Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ εἴχανε στὸ στρατόπεδό τους μεγάλο σῦρε-φέρε. Οἱ ντελάληδες τριγυρίζανε μὲ τούμπανα καὶ μὲ ζουρνάδες καὶ λέγανε: «Γειά σας, παιδιὰ τοῦ Προφήτη, αὔριο θὰ πιάσουμε τόσους χριστιανούς, ποὺ θὰ πουλᾶμε δυὸ γιὰ ἕναν παρᾶ καὶ θὰ κάνουμε τὰ γένεια τους σκοινιὰ γιὰ νὰ δέσουμε τοὺς σκύλους μας. Τὶς γυναῖκες τους καὶ τὶς κόρες τους θὰ τὶς ἀτιμάσουμε!» Ὅλη κείνη τὴν ἡμέρα τὰ κανόνια δουλέψανε ἀκατάπαυτα, μὰ οἱ χριστιανοὶ καταφέρνανε καὶ βουλώνανε τὰ γκρεμισμένα τειχιὰ μὲ πέτρες καὶ μὲ χῶμα ἢ τὰ χτίζανε κιόλας. Πρὸς τὸ βράδυ οἱ Τοῦρκοι μεθύσανε καὶ κάνανε σὰν τρελλοί. Ἀνάψανε μεγάλες φωτιὲς στὴ στεριὰ κι᾿ ἀμέτρητα φανάρια στὰ καράβια, κ᾿ ἡ ἀναλαμπὴ ἔπεφτε ἴσαμε πέρα ἀπάνω στὴ στεριὰ τῆς Ἀνατολῆς. Ζουρνάδες καὶ τουμπελέκια χαλούσανε τὸν κόσμο, ντερβισάδες χορεύανε, πὤλεγες πὼς ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ βγήκανε οἱ δαιμόνοι.



Οἱ Χριστιανοὶ εἴχανε πέσει στὴν προσευχή. Μέρα νύχτα οἱ ἐκκλησιὲς ἤτανε γεμάτες κόσμο, τὸ πειὸ πολὺ γυναῖκες, κοπέλλες καὶ γρηὲς ἀλαλιασμένες, ποὺ λέγανε πῶς ἤτανε διάβολοι μεταμορφωμένοι οἱ ἄγριοι αὐτοὶ ἀνθρῶποι ποὺ διψούσανε τὸ αἷμα τους. Ὁ κόσμος πίστευε πειὰ πὼς ἔφταξε ἡ μέρα ποὺ θὰ κουρσεύανε οἱ Τοῦρκοι τὴν Πόλη, καὶ νὰ γίνουνε ὅσα προφήτεψε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, ποὺ τὸν βλέπανε στ᾿ ἄγαλμα καβαλλάρη κοντὰ στὴν Ἅγια-Σοφιὰ κ᾿ ἔδειχνε μὲ τὸ χέρι κατὰ τὴν Ἀνατολή, σημεῖο πῶς ἀπὸ κεῖ θἄρθῃ ὁ Τοῦρκος ποὺ θὰ πάρῃ τὴν Πόλη. Κι᾿ ἄλλη προφητεία ἔλεγε πώς, σὰν βασιλέψῃ ἕνας βασιλιᾶς, ποὺ θὰ λένε Ἑλένη τὴ μητέρα του, στὶς μέρες του θὰ σκλαβωθῇ ἡ Πόλη. Κι ἄλλη τρίτη προφητεία πὤλεγε, πὼς ἅμα δείξῃ σημεῖο τὸ φεγγάρι στὸν οὐρανό, σὲ λίγες μέρες ἡ Πόλη θὰ χαλαστῇ. Λοιπὸν καὶ τὰ τρία αὐτὰ σημάδια εἴχανε ξεδιαλυθῆ. Γιατὶ καὶ τὸ βασιλέα τὸν λέγανε Κωνσταντῖνο κ᾿ εἶχε μητέρα Ἑλένη, μὰ καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε δείξει σημεῖο. Στὶς 22 Μαγιοῦ, τὴν πρώτη ὥρα τῆς νύχτας, τὸ φεγγάρι, ἀντὶ νἄβγῃ στρογγυλό, βγῆκε σὰν δρεπάνι καὶ στάθηκε ἔτσι ἴσαμε τρεῖς ὧρες μέσα στὸν οὐρανό, ποὺ ἤτανε καθαρὸς σὰν κρούσταλλο. Ὕστερα λίγο λίγο γιόμισε ὁ γύρος του καὶ στὶς ἕξη ὧρες τῆς νύχτας εἶχε γίνει ὁλοστρόγγυλο. Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἰδοποίησε τὸν Παλαιολόγο, πὼς ἤγγικε τὸ τέλος τῆς βασιλείας του. Οἱ Χριστιανοί, σὰν τὤδανε, κόπηκε τὸ αἷμα τους.



Ὁ βασιλιᾶς πρόσταξε νὰ κάνουνε λιτανεία καὶ βγάλανε τὶς εἰκόνες καὶ μπροστὰ πηγαίνανε οἱ δεσποτάδες, οἱ παπάδες κ οἱ καλογέροι κι ἀπὸ πίσω ὅσος κόσμος δὲν ἤτανε στὶς πόστες, κι᾿ ὅλοι λέγανε «Κύριε ἐλέησον!»



Τὴ Δευτέρα τὸ βράδυ συναχτήκανε οἱ πολεμάρχοι, οἱ στρατιῶτες κι᾿ ὅλος ὁ λαὸς καὶ τοὺς μίλησε ὁ βασιλιὰς νὰ μὴ χάσουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸ Θεὸ καὶ στὴν Παναγιά. Τὰ λόγια του μᾶς τὰ κράτησε ὁ φίλος του ὁ Φραντζῆς, κ᾿ εἶνε σὰν συναξάρι: «Ὑμεῖς, εὐγενέστατοι ἄρχοντες κ᾿ ἐκλαμπρότατοι Δήμαρχοι καὶ γενναιότατοι συστρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός. Εἰξεύρετε, ὅτι ἐφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν θέλει στενοχωρήσει ἡμᾶς μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς, (... Ἔχω παραλείψει ἀνάμεσα ...) ὅπως, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις ἐκχύσῃ τὸ φαρμάκιον καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, στῆτε ἀνδρείως. Ἰδού, σᾶς παραδίδω τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην Πόλιν, τὴν πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων! Αὐτὸς ὁ ἀλιτήριος Ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφοῦ, ἐλθών, μᾶς ἠπείλησε. Τώρα δέ, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσετε. Ἡμεῖς γὰρ πᾶσαν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν ἀνεθέμεθα, ἐκεῖνοι δὲ εἰς τὰ ὅπλα. Διό, συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμήθητε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ἐλέφαντας, οἵτινες τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων διὰ μόνης της θέας καὶ τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐξεδίωξαν. Ἐὰν δὲ τὰ ἄλογα ζῶα ἐδίωξαν τοὺς ἐχθρούς, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι εἴμεθα κύριοι τῶν ἀλόγων ζώων καὶ ἀγωνιζόμεθα πρὸς χείρονας καὶ αὐτῶν τῶν ἄλογων ζώων. Αἱ ρομφαῖαί σας καὶ τὰ τόξα σας καὶ τὰ ἀκόντια ἂς ριφθῶσι κατ᾿ αὐτῶν, οὐχὶ ὡς κατ᾿ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ὡς κατ᾿ ἀγρίων χοίρων, διὰ νὰ γνωρίσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι μάχονται πρὸς τοὺς κυρίους καὶ αὐθέντας αὐτῶν, πρὸς τοὺς ἀπογόνους τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων.»



Πολὺ μεγάλο παράπονο ἔχουν τὰ λόγια, ποὺ λέγει γιὰ τὴν Παναγιὰ καὶ γιὰ τὴν Πόλη, τὴν ἀγαπημένη της πολιτεία. Θαρρεῖς πῶς μοιρολογᾷ τὴν κόρη του: «Τὸ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν· ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ χαρὰ πάντων των Ἑλλήνων· τὸ καύχημα πάντων ὅσοι ζῶσιν ὑπὸ τὴν ἡλίου Ἀνατολήν. Ζητεῖ δὲ (ὁ Ἀμηρᾶς) πῶς νὰ εὕρῃ καιρὸν νὰ ἀφανίσῃ ὡς ρόδον τοῦ ἀγροῦ τὴν ποτὲ περιφανῆ καὶ ἀνθίζουσαν ταύτην τῶν πόλεων βασιλεύουσαν.»



Ὕστερα γυρίζει καὶ λέγει στοὺς Βενετσάνους, ποὺ στεκόντανε στὰ δεξιά του: «Ἐνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστῷ, ἄνδρες ἰσχυροί! Τὴν σήμερον παρακαλῶ νὰ ὑπερασπισθῆτε μεθ᾿ ὅλης της ψυχῆς σας τὴν πόλιν ταύτην, γνωρίζοντες, ὅτι δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα ἔχετε αἰωνίως.»






Στὸ τέλος γυρίζει καὶ λέγει σ ὅλο τὸ λαό: «Καιρὸν δὲν ἔχω νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Ἰδοὺ τὸ τεταπεινωμένον μου τοῦτο σκῆπτρον εἰς τὰς χεῖρας πάντων ὑμῶν ἀνατίθημι. Φυλάξατέ το μετ᾿ εὐνοίας! Πολὺ δὲ παρακαλῶ ὑμᾶς νὰ δείξητε τὴν πρέπουσαν εὐπείθειαν...»



Ὁ βασιλιὰς ἔκλαιγε, ἔκλαιγε κι᾿ ὁ λαὸς καὶ φώναξε: «Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας!» Ἀγκαλιαζόντανε καὶ συγχωρνιόντανε. Ὕστερα τραβήξανε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κόσμος, παλαβωμένος ἀπ᾿ τὸ φόβο, τὴν εἶχε γιομίσει κ᾿ οἱ καμάρες ἀντιλαλούσανε ἀπὸ τὸ θρῆνο. Οἱ γυναῖκες κλαίγανε σιγανά, τὰ παιδιὰ ξεφωνίζανε κι᾿ ὅλοι τρέμανε σὰν τὰ καλάμια. Ποιὰ καρδιὰ δὲ θὰ ράγιζε! «Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλον ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.» Οἱ διάκοι λέγανε μπροστὰ στὴν Ἅγια Πόρτα τὰ Εἰρηνικά, μὰ ἡ ὀχλοβοὴ δὲν ἄφηνε ν᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή τους. Σὰν ἀρχίσανε οἱ ψαλτάδες, τὸ Κοινωνικὸ «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος, ἀλληλούϊα», ὁ βασιλιὰς τράβηξε κατὰ τὸ τέμπλο, ντυμένος μὲ τὰ τριμμένα ροῦχα του, δακρυσμένος, μαραζωμένος, μὲ γένεια καὶ μαλλιὰ ἀχτένιστα σὰν βαρυποινίτης, κ᾿ ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς μ᾿ ἀναστεναγμούς, μουρμουρίζοντας: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥς περ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε, καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι καρδίαν κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων.» Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ Πατριάρχης μὲ τὸ ποτήρι, πῆγε καὶ μετάλαβε κ᾿ ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ λαὸ κ᾿ εἶπε: «Χριστιανοί, συγχωρῆστε τὶς ἁμαρτίες μου, κι᾿ ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσῃ τὶς δικές σας!» Κι᾿ ὁ κόσμος μὲ μιὰ φωνὴ φώναξε: «Συγχωρεμένος!» Μέσα στ᾿ Ἅγιο Βῆμα ὁ Πατριάρχης, σκυμμένος ἀπάνω στὰ τίμια δῶρα, μνημόνευε: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς πόλεως, ἐν ᾗ παροικοῦμεν, καὶ πάσης πόλεως καὶ χώρας, καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς. Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν μεμνημένων τῶν πενήτων, καὶ ἐπὶ πάντας ἡμᾶς τὰ ἐλέη σου ἑξαπόστειλον.»



Σὰν τελείωσε ἡ λειτουργία, ἤτανε νύχτα. Ὁ βασιλιὰς πῆγε στὸ παλάτι καὶ κάθησε λίγη ὥρα γιὰ νὰ συγχωρεθῇ μὲ τοὺς δικούς του καὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες του. «Ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους, τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;» Καὶ σὰν τοὺς ἀποχαιρέτισε, καβαλλίκεψε τ᾿ ἀλογό του μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του καὶ ἐπιθεώρησε τὸ κάστρο γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε στὸν τόπο του ὁ καθένας. Ὅλοι βρισκόντανε στὶς πόστες τους, κ᾿ οἱ πόρτες ἤτανε καλὰ ἀμπαρωμένες. Φτάνοντας στὴν πόρτα Καλιγαρία, ἀνέβηκε μοναχὸς ἀπάνω στὸ κάστρο, ἔχοντας μαζί του τὸ Φραντζῆ, τὸν μπιστεμένο φίλο του, κι᾿ ἀκούσανε ἀπ᾿ ὄξω βουὴ καὶ φωνὲς πολλές, κ᾿ οἱ φύλακες τοὺς εἴπανε πῶς ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ νύχτωσε οἱ Τοῦρκοι ἔτσι βουΐζανε, γιατὶ κουβαλούσανε κοντὰ στὸ κάστρο τὶς μηχανὲς καὶ τὶς σκάλες. Τὴν ὥρα, ποὺ φώναξε πρώτη φορὰ ὁ κόκκορας, ἔφταξε ὁ βασιλιὰς στὴν πόρτα τοῦ Ἁγίου Ῥωμανοῦ.



Στὸ δεύτερο λάλημα τοῦ πετεινοῦ ἄρχισε ὁ πόλεμος. Οἱ Τοῦρκοι ξαμολυθήκανε ἀπὸ παντοῦ σὰν ἄγρια βουβάλια, βγάζοντας ἀφροὺς ἀπ᾿ τὰ στόματά τους. Τέτοιο οὔρλιασμα καὶ ποδοβολητὸ ἔβγαινε ἀπὸ κεῖνο τ᾿ ἀμέτρητο κοπάδι καὶ τόσο πατιρντὶ κάνανε τὰ τούμπανα, οἱ ζουρνάδες κ᾿ οἱ ντερβισάδες, π᾿ ἀντιλαλήσανε ὁλοτρόγυρα τὰ βουνά, σὰ νὰ γκρεμνιζόντανε. Τοῦτοι, ποὺ κάνανε τὸ πρῶτο ρεσάλτο, ἤτανε οἱ πειὸ πολλοὶ χριστιανοί, ποὺ δουλεύανε στὸ σουλτάνο μὲ τὸ στανιό, καὶ τοὺς ἔρριξε πρώτους στὴ φωτιά, γιὰ νὰ πάρουνε ὅλη τὴ μπόρα. Κουβαλούσανε σκάλες ἀναρίθμητες καὶ τὶς ἀκουμπούσανε στὸν τοῖχο, μὰ οἱ Ἕλληνες τοὺς γκρεμνίζανε καὶ ρίχνανε μεγάλες πέτρες ἀπὸ πάνω τους καὶ τοὺς σκοτώνανε. Τὸ χαντάκι γιόμισε σκοτωμένους καὶ λαβωμένους. Ὅσοι γλυτώνανε, θέλανε νὰ στρίψουνε πίσω, μὰ οἱ γενιτσάροι τοὺς λιανίζανε μὲ τὰ γιαταγάνια, ὅπου, βλέποντας πῶς κ᾿ ἔτσι κι ἀλλοιῶς θὰ πεθαίνανε, γυρίζανε καὶ πολεμούσανε. Στὸ μεταξὺ ἄρχισε νὰ γλυκοχαράζῃ καὶ νὰ σβύνουνε τἄστρα ἕνα ἕνα.



Σὰν τσακισθήκανε τοῦτοι οἱ πρῶτοι, χυμήξανε ἄλλοι πειὸ λυσσασμένοι, σὰν τὰ πεινασμένα λιοντάρια ποὺ πέφτουνε ἀπάνω σε λάφια.



Κι᾿ αὐτοὶ στεριώσανε πλῆθος σκάλες κι᾿ ἀνεβαίνανε ἀπάνω μ᾿ ἀλαλαγμὸ πολύν. Μὰ πάλι οἱ χριστιανοὶ τοὺς γκρεμνίσανε καὶ μὲ τὶς σαγίτες καὶ μὲ τὰ μικρὰ κανόνια ποὔχανε, σκοτώσανε τόσους Τούρκους, ποὺ στοιβαστήκανε ὁ ἕνας ἀπὰ στὸν ἄλλον σὰν σακκιά. Δὲν προφτάξανε νὰ φχαριστήσουνε τὸ Θεὸ κ᾿ ἔπεσε ἀπάνω στὸ κάστρο τρίτο κοπάδι, τὸ πειὸ μανιασμένο μὲ φωνὲς φοβερὲς καὶ μὲ τούμπανα, κατὰ τὰ συνηθισμένα. Αὐτοὶ ἤτανε τ᾿ ἄνθος, οἱ διαλεχτοὶ τοῦ σουλτάνου, οἱ γενιτσάροι, οἱ σουμπασίδες καὶ τέλος οἱ πειὸ ἀντρειωμένοι Τοῦρκοι. Μ᾿ ὅλο ποὺ οἱ Ἕλληνες ἤτανε τσακισμένοι ἀπ᾿ τὴν κούραση, μπορέσανε καὶ βαστάξανε καὶ τούτη τὴ φορά. Κάψανε τὶς μηχανές, τσακίσανε τὶς ἀνεμόσκαλες, μ᾿ ἕναν λόγο τέτοιο φονικὸ κάνανε, ποὺ γιὰ μιὰ στιγμὴ οἱ Τοῦρκοι δειλιάσανε καὶ λίγο ἔλειψε νὰ γυρίσουνε τὶς πλάτες. Μὰ ὁ σουλτὰν Μεμέτης ἔπεσε ὁ ἴδιος ἀπάνω τους μὲ τὸ γιαταγάνι στὸ χέρι, κι᾿ ἄλλους ἔσφαξε, ἄλλους πλήγωνε. Τὸ ἴδιο κάνανε κ᾿ οἱ ἀξιωματικοί του μὲ τὰ καμουτσιὰ καὶ μὲ μεγάλες φωνές, σὰ νὰ σαλαγούσανε κανένα κοπάδι καμῆλες. Οἱ ζεμπέκηδες βγάλανε πάλι μιὰ φωνὴ ἴσαμε τὸν οὐρανό, δίνοντας κουράγιο ὁ ἕνας στὸν ἄλλο κι᾿ ὡρμήσανε ἀπάνου στὸν τοῖχο. Οἱ πειὸ ἄφοβοι κ᾿ οἱ πειὸ δυνατοὶ ἀνεβαίνανε ὁ ἕνας ἀπάνω στοὺς ὥμους τ᾿ ἀλλουνοῦ κ᾿ ἔτσι κάνανε σκάλες καὶ φτάνανε ἴσαμε τὸ φρύδι τοῦ τοίχου, πὤξωνε τὸ μεγάλο κάστρο ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ποὺ ἤτανε χαμηλότερο. Κι᾿ ἅμα βρεθήκανε κάμποσοι ἀνεβασμένοι ἐκεῖ ἀπάνω, γίνηκε πόλεμος σκληρὸς καὶ σκοτωμὸς ἀλύπητος κι᾿ ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές. Οἱ Ρωμιοὶ ἀρχίσανε νὰ παραδίνουνε. Τότε ὅμως ὁ Θεόφιλος Παλαιολόγος κι᾿ ὁ Δημήτρης Κατακουζηνὸς ὡρμήσανε καὶ γκρεμνίσανε τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς σκοτώσανε. Ὁ βασιλιᾶς ἔτρεξε πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος κ᾿ ἐπίασε καὶ φώναξε γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ καρδιά: «Ἀδέρφια μου, βαστᾶτε γερά, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Βλέπω πῶς οἱ ὀχτροὶ δειλιάζουνε καὶ διασκορπίζουνται, γιατὶ δὲν ἔρχουνται μὲ τάξη, ὅπως συνηθίζουνε!»




Τότες ἀρχίσανε νὰ χτυπᾶνε οἱ καμπάνες σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία. Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς ἔβγαινε ἀπὸ παντοῦ. Οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ εἴχανε γίνει σὰν κερένια ἀπὸ τὸ φόβο τους, ὅσο ἀκούγανε ἐκεῖνες τὶς φωνές, ποὺ δὲ βγαίνανε ἀπὸ λαρύγγια ἀνθρώπινα, μὰ ἀπὸ θηρία. Ἄντρες καὶ γυναῖκες ἤτανε γονατιστοὶ καὶ κλαίγανε καὶ παρακαλούσανε τὸ Θεὸ νὰ τοὺς λυπηθῇ.




Στὸ μεταξὺ οἱ Τοῦρκοι πολεμούσανε μὲ τὴν ἴδια καὶ περισσότερη μανία. Ὁ μεγάλος τράκος γινότανε κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ, ποὺ βρισκότανε ὁ Παλαιολόγος, καὶ ρίχνανε σαγίτες ἀμέτρητες σὰν τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας καὶ κάμποσες μπάλλες μὲ τὰ κανόνια. Τὸ μεγάλο κανόνι, ποὺ τὸ λένε χωνεία οἱ παλιοὶ ἱστορικοί, σφεντόνιζε κάθε τόσο κι᾿ ἀπὸ μιὰ κοτρώνα ποὖχε βάρος διακόσες λίτρες. Ὁ Βενετσάνος Νικολὸς Μπάρμπαρος λέγει πὼς οἱ μπάλλες κ᾿ οἱ πέτρες κ᾿ οἱ σαγίτες, ποὔχανε πέσει μέσα στὴ χαμηλὴ μάντρα τοῦ κάστρου, ἤτανε νὰ φορτώσης ἀπάνου ἀπὸ ὀγδόντα καμήλια, κ᾿ ὅσες εἴχανε πέσει μέσα στὸ χαντάκι ἤτανε γιὰ νὰ φορτώσης ἴσαμε εἴκοσι καμήλια. Μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς μπάλλες ἄνοιξε μιὰ σκισμάδα στὴ μάντρα τοῦ χαμηλοῦ κάστρου καὶ σήκωσε τέτοιον καπνὸ καὶ τέτοιο χῶμα, ποὺ δὲ φαινότανε τίποτα. Οἱ Τοῦρκοι, βοηθούμενοι ἀπ᾿ τὸν καπνό, μπήκανε στὸ μικρὸ κάστρο ἴσαμε καμμιὰ τρακοσαριά, μὰ οἱ Χριστιανοὶ γλήγορα τοὺς διώξανε καὶ κόψανε τοὺς πειὸ πολλούς. Αὐτὸ δυνάμωσε γιὰ λίγο τὴν καρδιά τους. Μὰ σὲ λίγο ξαναμπήκανε πάλι οἱ Τοῦρκοι, καὶ τούτη τὴ φορὰ γιόμισε ὁ τόπος, ἁπάν᾿ ἀπὸ τριάντα χιλιάδες. Ἤτανε μεθυσμένοι ἀπ᾿ τὸ αἷμα, κι᾿ ἀνεβαίνανε ποδοπατώντας καὶ σπρώχνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σὰν ἀγριοκάτσικα. Βγάζανε τέτοια γαυγίσματα, πὤλεγες πῶς εἶνε ἡ κόλαση. Κι᾿ ἀφοῦ σκοτωθήκανε πολὺ πλῆθος, κρατήσανε τὸ μικρὸ τὸ κάστρο καὶ σὲ λίγο εἴχανε ἔμπει μέσα στὴν πρώτη μάντρα περισσότεροι ἀπὸ ἑβδομήντα χιλιάδες. Οἱ σκοτωμένοι κειτόντανε κουβάρες σὰν σακκιά.




Ἀπάνω σ᾿ αὐτὰ πληγώθηκε στὸ ποδάρι ὁ στρατηγὸς Γιουστινιάνης. Μὲ μιᾶς μαθεύτηκε τούτη ἡ δυστυχία ἀπὸ τὴν μιὰ ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη κι᾿ ὅλοι μαραθήκανε. Ὁ βασιλιᾶς ἔφταξε, καὶ βλέποντας τοὺς στρατιῶτες φοβισμένους καὶ τὸ Γιουστινιανὸ νἆνε σαστισμένος καὶ νὰ θέλῃ νὰ τραβηχτῇ ἀπ᾿ τὸ κάστρο, τοῦ λέγει: «Ἀδερφέ μου, τί κάνεις; γύρισε πίσω στὴν πόστα σου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ἡ λαβωματιά σου δὲν εἶνε βαρειά. Ἀπάνω σε τούτη τὴ στιγμὴ μᾶς ἀφήνεις πὤχουμε περισσότερο τὴν ἀνάγκη σου; στὰ χέρια τὰ δικά σου κρέμεται ἡ Κωνσταντινούπολη!» Μὰ ὁ Γιουστινιανός, ποὺ στάθηκε πάντα παλληκάρι, εἶχε πάθει μεγάλη ταραχὴ κ᾿ ἔφυγε. Πέρασε στὸ Γαλατᾶ καὶ κεῖ πέρα πέθανε σὲ λίγες μέρες.




Οἱ Τοῦρκοι καταλάβανε πὼς κάτι ἔτρεχε στὸ μέρος τῶν Γραικῶν καὶ πήρανε τὰ μπρός. Τότες ἕνας γενίτσαρος φοβερός, Χασάνης Λουπαδίτης λεγόμενος, πήδηξε πρῶτος ἀπάνω στὸ μεγάλο κάστρο, βαστώντας μὲ τόνα χέρι τὸ σκουτάρι του (ἀσπίδα) ἀπάν᾿ ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι᾿ ἀπὸ τἄλλο τὸ σπαθί του. Ἀπὸ πίσω του σκαλώσανε εὐθὺς καμμιὰ τριανταριὰ σύντροφοί του. Οἱ Χριστιανοὶ γκρεμνίσανε τοὺς μισοὺς κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ Χασάνης ἔπεσε χάμω, βαρεμένος ἀπὸ τὶς πέτρες, ποὺ ρίχνανε βροχὴ οἱ Γραικοί. Μ᾿ ὅλα ταῦτα πάλι ξανασηκώθηκε ἀπάνω στὸ γόνατό του καὶ πολέμαγε. Μὰ τοὔπεσε τὸ σκουτάρι κ᾿ εὐθὺς γιόμισε τὸ κορμί του ἀπὸ σαγίτες καὶ ξεψύχησε. Ὡς νὰ σκοτωθῆ αὐτός, εἴχανε ἀνεβῆ πολλοὶ Τοῦρκοι στὸ μεγάλο κάστρο. Μέσα στὴν ὀχλοβοὴ κάποιοι ἀπὸ δαύτους κατεβήκανε ἀπὸ μέσα καὶ βγάλανε τὶς ἀμπάρες. Τότες ἀκουστήκανε ἀπὸ παντοῦ φωνὲς φοβερές: «Ἡ Πόλη πατήθηκε!» Ὁ κόσμος ἔτρεχε στὴ θάλασσα νὰ γλυτώσῃ.


Κείνη τὴν ὥρα ἔβγαινε ὁ ἥλιος. Οἱ Τοῦρκοι μπαίνανε σὰν ποτάμι ἀφρισμένο ἀπὸ τὰ κάστρα κι᾿ ἀπὸ τὴν πόρτα. Οἱ Χριστιανοὶ ἀπελπισμένοι πέφτανε μὲ σφαλιχτὰ μάτια ἀπάνω τους, κ᾿ ἔγινε τέτοιος σκοτωμός, ποὺ τὸ αἷμα ἔτρεχε νὰ κολυμπήσῃ δαμάλι. Ὁ βασιλέας, παραμιλώντας ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισιά του, χύμηξε στὴν πόρτα μὲ τὰ παλληκάρια του κ᾿ ἔπεσε μέσα στὸ πειὸ πηχτὸ τουρκομάνι, βαρώντας μὲ τὸ σπαθί του. Ὁ Δὸν Φραγκίσκος ὁ Τολεδάνος, πὤλαχε νἆνε στὸ δεξί του χέρι, ἔχασε τὸ σπαθί του καὶ χύθηκε καὶ ξέσκιζε τοὺς Τούρκους μὲ τὰ νύχια καὶ μὲ τὰ δόντια. Ὁ Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας ματωμένο τὸ βασιλέα, ἔβαλε μιὰ φωνὴ κ᾿ ἔκραξε κλαίγοντας: «Θέλω ν᾿ ἀποθάνω κι᾿ ὄχι νὰ ζήσω!» Ὁ Γιάννης ὁ Δαλμάτης κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ ἐκεῖ βουλιάξανε καὶ χαθήκανε. Ὁ βασιλιὰς βλέποντας πὼς ἀπόμεινε μονάχος ζωντανός, φώναξε: «Δὲν ὑπάρχει Χριστιανὸς νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι μου!» Τὴν ἴδια τὴν στιγμὴ τὸν βαρέσανε δυὸ Τοῦρκοι, ὁ ἕνας στὸ πρόσωπο κι᾿ ὁ ἄλλος στὸν ὦμο. Τὸ κορμί του κύλησε κι᾿ ἀνακατεύτηκε μέσα στὸ σωρὸ πὤφραξε τὴν πόρτα.


ΠΗΓΗ

Μέρες πολιτικής άλωσης… Μέρες αλλοτρίωσης… Μέρες Οργής…

http://yiorgosthalassis.blogspot.com/2014/05/blog-post_424.html
Κάνει η ιστορία κύκλους;
Kαι κάνει… 
και διδάσκει και νουθετεί αυτούς που καλοπροαίρετα ξεδιψούν από τα νάματα της.

Η σημειολογία των παραμονών της άλωσης της ΠΟΛΗΣ  δείχνει να αναβιώνει στο σημερινό  πολιτικο-κοινωνικό υπόστρωμα μας , με αποτέλεσμα το παρακάτω παρατιθέμενο κείμενο που γράφηκε  λίγο πριν το 1431 να μοιάζει προφητικό στην ευρεία διάσταση του όρου.
(Σχετικά με τις συμφορές που έπεσαν πάνω μας και ποιος είναι ο σκοπός τους.)
Οι δυστυχίες που βρήκαν το γένος μας, όπως βλέπομε, είναι εν συντομία οι εξής.
 Οι καιροί είναι από κάθε εποχή οι πιο δύσκολοι. 
Πονηρές οι ημέρες, το τέλος του χρόνου, τα γηρατειά του κόσμου, το ξεψύχισμα του σύμπαντος. Η ζωή μας αυτή είναι σύντομη, λανθασμένη και γεμάτη από πικρίες, και τα κακά εκτενέστερα από τις θάλασσες.
 Και να, οι γείτονές μας είναι εχθροί, όσοι δείχνουν φίλοι είναι άπιστοι, οι συγκάτοικοι μας κλέφτες, οι υιοί μας ανυπάκουοι και οι απλοί συγγενείς χωρίς στοργή. 
Αυτοί που καραδοκούν να επωφεληθούν από τις δυσκολίες μας είναι πολλοί, μα περισσότεροι αυτοί που μας επιβουλεύονται. 
Αυτοί που μας διώκουν και μας πληγώνουν είναι πολλοί και από πολλά μέρη. 
Κανείς και από πουθενά, τολμώ να πω, δεν υπάρχει που να μας συνοδεύσει στη φυγή και να συμπονέσει μαζί μας. Διασκορπισθήκαμε χωρισμένοι σε όλες τις βασιλείες της γης. 
Μας εξουσιάζουν και δεν εξουσιάζομε. 
Τη χώρα μας ξένοι την κατατρώγουν, και δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήσει. 
Οι νέες και οι νέοι του γένους μας δόθηκαν σε άλλα έθνη. 
Όλη την ημέρα τα μάτια μας αυτά βλέπουν και το δικό μας χέρι δεν μπορεί να βοηθήσει. 
Σε μας έμεινε μόνο καρδιά θλιμμένη, μάτια που σβήνουν και ψυχή που λιώνει, προβλήματα πάνω στα προβλήματα, φροντίδες πάνω στις φροντίδες, και αίματα πάνω στα αίματα παντού. 
Χάθηκε ο ευλαβής πάνω στη γη, λείπει ο στοχαστής, δεν βρίσκεται ο φρόνιμος. 
Στα παλαιά παρουσιαζόταν ο σοφός, τώρα δεν υπάρχει αυτός που θα κατανοήσει, αυτός που θα διορθώσει, αυτός που θα μας φέρει πίσω. 
Η πληγή είναι ολόσωμη, η αρρώστια γενικευμένη, φοβερό το τραύμα, η συμφορά απαρηγόρητη και μεγαλύτερη από κάθε παρακλητικό λόγο.
 Καταφρονήθηκαν τα εκκλησιαστικά πράγματα, σάπισαν τα κρατικά, ανακατεύονται τα μακρινά, συγχέονται τα κοντινά. 
Τα πάνω γίνονται κάτω και τα κάτω πάνω. 
Οι Χριστιανοί διώκονται, οι ασεβείς ευνοούνται.
 Από εδώ μας καταδιώκουν οι Αγαρηνοί, από εκεί μας λεηλατούν οι Σκύθες, από τα δυτικά οι Ισμαηλίτες θερίζουν τους καρπούς μας, και από τα ανατολικά οι Πέρσες μας εκριζώνουν. 
Ξεφεύγομε από το δράκοντα και συναντούμε το βασιλίσκο, διαφεύγομε από το λιοντάρι και πέφτομε πάνω στην αρκούδα. 
Όποιος γλυτώνει από το θάνατο, οδηγείται στη δουλεία, και όποιος απαλλαγή από τη δουλεία παραδίδεται στη σφαγή.
 Όπου και όποτε γίνονται ναυμαχίες στη θάλασσα ή μάχες στη στεριά, λεηλασίες ή μετοικεσίες, πάντως ακούεται ότι ένα μέρος από εμάς χάνεται. 
Ό,τι συγκεντρώθηκε σε οικίες, το σκορπίζει ο φθόνος, και ό,τι διατίθεται για να βγάλει κέρδος, το αρπάζει ο ληστής.
 Ό,τι μπόρεσε να περάσει από τον κλοιό της πολιορκίας βούλιαξε στη θάλασσα. Και ό,τι γλύτωσε από το βυθό έπεσε στα χέρια ληστών.
 Επί πλέον επάγωσαν τα καλά και εφύτρωσαν τα λυπηρά, παρήλθαν τα δικά μας και ήλθαν τα αλλότρια. 
Φαγωθήκαμε, χαθήκαμε, διαφωνήσαμε και ως τραυματίες πια και παράφρονες γίναμε εκτός εαυτών. 
Επιταχύνεται διαρκώς η πορεία των πραγμάτων μας όλο και προς το χειρότερο.
Από τα μέχρι χθες και πρόσφατα άριστα έθη και γνωρίσματά μας, σήμερα ούτε ίχνος δεν αναγνωρίζεται.
 Και τα μέχρι πέρυσι καλύτερα από τα ήθη, φέτος δεν τα διακρίνομε πουθενά. 
Με αυτό και με εκείνο τόσο άλλαξαν αυτά, που δεν μπορεί κανείς να τα περιγράψει. 
Και όσο μπορούμε να συμπεράνουμε από τα πράγματα περπατάμε σε αγκάθια, στεκόμαστε πάνω σε γκρεμό, βαδίζομε ανάμεσα σε φίδια, πορευόμαστε μέσα από παγίδες και περπατάμε πάνω σε επάλξεις πόλεων. 
Κάθε ώρα πόλεμοι, σφαγές, πείνες, πνιγμοί, αβάσταχτες στενοχώριες. Μυριάδες από γύρω μας οι απώλειες, και από παντού φθάνει η οργή του Θεού. 
Και εμείς σαν να μη γίνεται κάτι καινούργιο, παραμένομε άπονοι και σκληροί. 
Αλήθεια ποιος σοφός θα μπορούσε να διεκτραγωδήσει τα δικά μας, όπως πρέπει, αφού ξεπέρασαν κάθε θρήνο, και είναι πέρα από κάθε κλάμα;
Αυτά λοιπόν και τα παρόμοια τους, συμβαίνουν σε μας, ένεκα των σχηματισμών των αστερισμών, θα μας πη ο αστρολόγος.
 Ο φυσικός θα πη ότι τα υπομένομε αυτά, ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, εξ αιτίας της θέσεως μας ανάμεσα στους Άραβες και τους Σαρακηνούς, τους Ισμαηλίτες και τους Σκύθες. 
Ο άθεος θα υποστηρίξει, ότι όλα από μόνα τους τυχαία συμβαίνουν «χύδην και φύρδην».
 Ο ειδωλολάτρης θα υποστηρίξει ότι οφείλονται όλα στην τύχη και στο γραμμένο. 
Και ακόμα ο Αγαρηνός θα πη ότι αιτία τούτων είναι ότι δεν αποδεχθήκαμε τον Μωάμεθ*, 
ενώ ο Εβραίος, επειδή πιστεύσαμε στο Χριστό.
 Και ο καθένας από τους αιρετικούς, επειδή δεν υποκύψαμε στην αίρεση του. 
Και ο όχλος των Ιταλών θα υποστηρίξει ότι μας συμβαίνουν αυτά, επειδή δεν υποταχθήκαμε στον πάπα.
 Εγώ όλους αυτούς τους απορρίπτω, και είμαι απόλυτα πεπεισμένος και το ομολογώ ευθέως, ότι δεν θα τα παθαίναμε αυτά, εάν είμασθαν δυσσεβείς και τελείως απομακρυσμένοι από το Θεό. 
Επειδή όμως είμαστε το ευσεβέστατο γένος από όλους τους ανθρώπους, στραμμένο κατ’ εξοχήν στο Θεό, και θέλομε βέβαια και ενδιαφερόμαστε να σωθούμε, και αυτό είναι για μας η ύπαρξη και η ζωή μας, και ο λόγος που ήλθαμε σ' αυτή τη ζωή. 
Θέλομε όμως αυτό να γίνει  με καλοπέραση, με πλούτο και πρόσκαιρη δόξα;
Γι' αυτό ο Κύριος που με κάθε τρόπο προετοιμάζει τη σωτηρία μας, μας παρέδωσε να ντροπιασθούμε σε όλα τα έθνη, 
και την πρόσκαιρη αυτή ζωή μας, τη ρευστή και περαστική, την περιέβαλε με μύρια κακά, μήπως και έτσι, ακόμα και παρά τη θέληση μας, οδηγηθούμε τελικά από αυτόν στη σωτηρία με κατάλληλο τρόπο. 
Τα πνευματικά αίτια της άλωσης της Πόλης. ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ  http://www.impantokratoros.gr/ Κεφάλαια επτάκις επτά, κεφ. ΜΣΤ', εν Μοναχού Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα Παραλειπόμενα, εκδ. Βασιλείου Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 126-129 Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Ποιος ήταν ο Ιωσήφ Βρυέννιος ο συγγραφέας αυτού του κειμένου;
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν λόγιος μοναχός του 15ου αιώνα. Μόνασε στην Μονή Στουδίου. Υπήρξε διδάσκαλος της εκκλησίας. Διέπρεψε στον βίο και στον λόγο του. Έγραψε πολλά σημαντικά συγγράμματα και αγωνίστηκε για την ορθοδοξία. Πέθανε μεταξύ του έτους 1431 και 1438. Διετέλεσε διδάσκαλος τοῦ ἐν ἁγίοις μεγάλου πατρὸς ἡμῶν Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰ. 
 (π. Νικόλαος Ιωαννίδης, Ἰωσὴφ Βρυέννιος - Βίος, ἔργα, διδασκαλία, 1985).
Τελικά αυτός ο εκκλησιαστικός άνδρας δίχως να το καταλάβει έγγραφε για τις ημέρες που διέρχεται το Έθνος του εν έτη 2014.
Μέρες πολιτικής άλωσης και αδιεξόδων, μέρες πονηρές, μέρες αδικίας και οργής 
και για να μας  στηρίξει μας λέει …
«Ο ασεβής ( άρπαγας-άδικος) φυλάσσεται διά να τιμωρηθεί κατά την ωρισμένην φοβεράν ημέραν» (Παροιμ. 16,9)
 Και εάν κάποιος απορεί και αγανακτεί λέγοντας, πώς δεν τα παθαίνουν αυτά και .. ¨οι αδιάφοροι με τα κοινά-αμετανόητοι¨..που αμαρτάνουν, ας καταλάβει το εξής: «Ο θάνατός τους δεν είναι βασανιστικός ούτε διαρκούν οι δοκιμασίες τους, δεν κοπιάζουν όπως οι άλλοι άνθρωποι, λοιπόν δεν θα μαστιγωθούν με τους ανθρώπους, αλλά με τους δαίμονες» (Ψαλμ. 72, 4-5). 
Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
ΥΓ. ¨ευχαριστούμε¨ τον κ. Έρτνογάν που με τις βέβηλες προθέσεις του μας κάνει να ανασύρουμε από την ιστορία αληθινά λόγια και πράξεις μεγάλων ανδρών.
Επίσης τον ¨ευχαριστούμε¨ γιατί από το κακό που πάει να μας κάνει θα βγει μεγάλο καλό… και ουσιαστικά θα γίνει δίχως να το καταλάβει ο καταλύτης για την ομοψυχία του ΕΛΛΗΝΑ.
Και ο νοών νοείτω…

Χρονικόν της Αλώσεως - Η Συγκλονιστική Περιγραφή του Γεωργίου Φραντζή

http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2014/05/blog-post_4899.html

Ήρθαν οι Τούρκοι, και τους χριστιανούς που είχαν εναπομείνει στα εσωτερικά τείχη τους έδιωξαν με μικρά πυροβόλα όπλα, βέλη και τόξα και πέτρες, και έγιναν κύριοι όλης της περιοχής, εκτός από τους πύργους τους ονομαζόμενους του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, όπου είχαν τοποθετηθεί οι ναύτες που είχαν έρθει από την Κρήτη. Αυτοί πολεμούσαν γενναία ως την έκτη και την έβδομη ώρα, και θανάτωσαν πολλούς Τούρκους· και βλέποντας τον αριθμό των αντιπάλων δεν ήθελαν να υποδουλωθούν· και έλεγαν καλύτερα να πεθάνουν παρά να ζουν. Ένας Τούρκος έκανε αναφορά στον αμιρά για την ανδρεία των Κρητικών, και αυτός διέταξε να κατέβουν με συμφωνία, και να είναι ελεύθεροι αυτοί και το πλοίο τους και όλος ο εφοδιασμός που είχαν. Και αφού έγιναν έτσι τα πράγματα, τέλος τους έπεισαν να φύγουν από τον πύργο. Δυο αδέρφια Ιταλοί, ονομαζόμενοι Παύλος και Τρωίλος, μάχονταν γενναία με πολλούς άλλους στο σημείο που τους είχε οριστεί, διώχνοντας σκληρά τους εχθρούς με γενναία συμπλοκή και σύρραξη, και γινόταν φοβερό φονικό ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα μέρη. Κάποια στιγμή στρέφεται ο Παύλος και, βλέποντας τους εχθρούς μέσα στην πόλη, λέει στον αδερφό του: «Φρίξε ήλιε και στέναξε γη! Έπεσε η Πόλη και ‘μεις ξεχαστήκαμε πολεμώντας. Τώρα, αν μπορούμε, ας κοιτάξουμε να σωθούμε».


Έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης την Τρίτη 29 Μαΐου τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961 (1453). Και όσοι παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή τους άρπαζαν ζωντανούς· όσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς. Ήταν φοβερό θέαμα, και άκουγες θρήνους πολλούς και ποικίλους, και έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών αρχοντισσών και παρθένων και μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν. Παιδιά έκλαιαν, επίσης, και οδύρονταν, λεηλατούνταν ιερά και εκκλησίες.Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτή τη φρίκη; Έβλεπες το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται στη γη και να πετιέται, και να διαρπάζονται τα τιμαλφή σκεύη, τα οποία είτε έσπαζαν ή τα σφετερίζονταν.

Το ίδιο έκαναν και με τον διάκοσμο: καταπατούσαν τις άγιες εικόνες που ήταν διακοσμημένες με χρυσάφι και ασήμι, για ν’ αφαιρέσουν τα κοσμήματα, έκαναν κρεβάτια τις άγιες τράπεζες, και σκέπαζαν τα άλογά τους με τις ιερατικές στολές και με ενδύματα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά, και τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων τα έκλεβαν, καταπατώντας τα άγια λείψανα· και έκαναν και άλλα αξιοθρήνητα ανοσιουργήματα πολλά, σαν προπομποί του αντίχριστου που ήταν. Ω, η σοφή σου κρίση, Χριστέ βασιλεύ, είναι ανερμήνευτη και ανεξιχνίαστη.

Και έπρεπε να δεις τον τεράστιο και πανάγιο εκείνο ναό της Σοφίας του Θεού, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το όχημα των Χερουβείμ και δεύτερο στερέωμα, τον φτιαγμένο λες από το χέρι του Θεού, το αξιόλογο και θαυμάσιο θέαμα, το αγλάισμα όλου του κόσμου, τον ωραιότερο ναό μεταξύ των ωραίων, που πάνω από το άδυτό του και πάνω στο θυσιαστήριο έτρωγαν και έπιναν, και έκαναν τις ασελγείς πράξεις τους και ορέξεις τους επάνω στην αγία τράπεζα, με γυναίκες και παρθένες και παιδιά. Ποιος να μην σε θρηνήσει άγιε ναέ;

Παντού πλημμύριζε το κακό και έχανε κανείς το μυαλό του. Στα σπίτια θρήνοι και κλαυθμοί, οδυρμοί στις τριόδους, ολοφυρμοί στις εκκλησίες, οιμωγές ανδρών, ολολυγμοί γυναικών, τραβήγματα, εξανδραποδισμοί, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεμνοί ατιμάστηκαν, οι πλούσιοι εξευτελίστηκαν, σε πλατείες, σε γωνίες, σε κάθε τόπο, παντού το κακό ξεχείλιζε. Κανένα σημείο δεν έμεινε ανεξερεύνητο και αμόλυντο. Ω βασιλεύ Χριστέ μου, ελευθέρωσε από τέτοια θλίψη κάθε πόλη και χώρα που κατοικούν χριστιανοί. Κανέναν αυλόγυρο και κανένα σπίτι δεν άφησαν οι ασεβείς χωρίς να τα σκάψουν για να βρουν τάχα κρυμμένα χρήματα. Βρήκαν πολλούς θησαυρούς, παλιούς και νέους, και άλλα πολύτιμα πράγματα που τα σφετερίστηκαν.

ΠΗΓΗ

Διαβάστε στα ανανεωμένα και αποκαλυπτικά «Επίκαιρα»: Ο Ερντογάν εξάγει την κρίση στο Αιγαίο - Οι αυτονομιστές μουσουλμάνοι του DEB απειλή για τη Θράκη

Διαβάστε στα ανανεωμένα και αποκαλυπτικά «Επίκαιρα»:



Αποκλειστικές προ-δημοσιεύσεις

μόνο στα epikaira.gr


Ο Ερντογάν εξάγει την κρίση στο Αιγαίο

Οι αυτονομιστές μουσουλμάνοι του DEB απειλή για τη Θράκη

Εκπαίδευση: Με γερμανικό σύστημα, πανεπιστήμια μόνο για πλούσιους

Διαβάστε ακόμη στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ:


Ο ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΕΞΑΓΕΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
- Οι αυτονομιστές μουσουλμάνοι του DEB
απειλή για τη Θράκη

- Εκπαίδευση
Με γερμανικό εξεταστικό σύστημα,
πανεπιστήμιο μόσο για πλούσιους

- Μετά τις Ευρωεκλογές
Κινήσεις σωτηρίας Σαμαρά
Κινήσεις εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ

- Σοκ στις συντάξεις
Διπλή περικοπή στις επικουρικές μέσα σε 6 μήνες

- Λεπέν - Φάρατζ
"Πεθαίνει" η Ευρώπη της Μέρκελ

Άρθρα από Σταύρο Λυγερό, Μιχάλη Ιγνατίου, Κωνσταντίνο Γρίβα,
Γιάννη Τριάντη, Μενέλαο Γκίβαλο, Πέτρο Μηλιαράκη, Περικλή Νεάρχου,
Χρήστο Κατσίκα, Γιώργο Δελαστίκ, Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο,
Ιωάννη Ιακωβίδη, Προκόπη Παυλόπουλο


Περισσότερα θέματα και αποκαλύψεις στα Επίκαιρα
που κυκλοφορούν.

Και...

Για την καθημερινή σας, έγκυρη και αξιόπιστη ενημέρωση,
εμπιστευτείτε τα www.epikaira.gr

Eκδήλωση της Ομάδας ΣΤΕΚΙΟΥ της Κίνησης «ΠΡΟΤΑΣΗ», Παρασκευή 30 Μαΐου στις 20:00, Πάτρα



Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

Θα θέλαμε να σας υπενθυμίσουμε την εκδήλωση της Ομάδας ΣΤΕΚΙΟΥ της Κίνησης «ΠΡΟΤΑΣΗ».

Την Παρασκευή 30 Μαΐου στις 20:00 στον χώρο μας (Σαρανταπόρου 20)θα πραγματοποιηθεί μια ομιλία από τον  κ. Παντελή Κυπριανό -ΑναπληρωτήΠρύτανη του Πανεπιστημίου Πατρών, με θέμα:

«Προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αιτίες δυσλειτουργίας και παρεκτροπών. Ο ρόλος του  ενεργού πολίτη».

«Η Δημοκρατία είναι ένα ανοικτό καθεστώς που εδράζεται σε τρεις τουλάχιστον θεμελιώδεις προϋποθέσεις: Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων (πολιτικά δικαιώματα). Ο αριθμός των κοινωνικά και οικονομικά περιθωριοποιημένων και αποκλεισμένων είναι περιορισμένος (κοινωνικά δικαιώματα). Και τέλος, είναι, ανοικτό στις κάθε είδους προκλήσεις και  το διαφορετικό.
Σήμερα και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις έχουν αποδυναμωθεί δραματικά.
Οι αποφάσεις παίρνονται ερήμην των πολιτών, συνήθως από υπερεθνικά κέντρα, ο αριθμός των αποκλεισμένων διογκώνεται διαρκώς και το διαφορετικό αντιμετωπίζεται όχι σαν πρόκληση αλλά σαν απειλή. Έτσι και η διογκούμενη δυσπιστία προς την πολιτική, τους πολιτικούς και γενικότερα στους θεσμούς και τη Δημοκρατία.
Αιτούμενο, συνεπώς, σήμερα είναι η επινόηση θεσμών που απαντούν στις προκλήσεις αυτές.
Αναγκαία προϋπόθεση γι αυτό είναι η ύπαρξη ενεργών πολιτών, των μόνων που μπορούν να ξαναζωντανέψουν και να δώσουν περιεχόμενο και νόημα».

Μετά την ομιλία θα ακολουθήσει συζήτηση.




Κίνηση «ΠΡΟΤΑΣΗ»
ΚΔΑ - Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης της Κίνησης «ΠΡΟΤΑΣΗ»
Σαρανταπόρου 20, 26223 ΠΑΤΡΑ
Τηλ/Fax: 2610 451790
Υπουργείο Υγείας - Εθνικό Μητρώο Μ.Κ.Ο.,
Αρ. Μητρώου «ΠΡΟΤΑΣΗΣ» :  07213ΣΥΤ11096082Ν / 0223

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου