https://enromiosini.gr/arthrografia/ti-4i-toy-aytoy/
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Οι Άγιοι Επτά Παίδες ήκμασαν στα χρόνια του βασιλέως Δεκίου (249-251 μ.Χ.), στο μέσον του 3ου αι. μ.Χ. Τα ονόματά τους είναι: Μαξιμιλιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος (ή Ιωάννης), Κωνσταντίνος και Εξακουστοδιανός.
Ένας από τους πιο σκληρούς και άγριους απ’ όλους τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών έγινε από τον αυτοκράτορα Δέκιο. Αυτός νόμιζε ότι θα κατάφερνε να ξεριζώσει οριστικά τη χριστιανική πίστη, διότι πίστευε πως ήταν η αιτία παρακμής της απέραντης αυτοκρατορίας του. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να εξοντώσει τον Χριστιανισμό, καθώς θεωρούσε τους Χριστιανούς υπαίτιους για τον ξεπεσμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τότε συνελάμβαναν και βασάνιζαν τους πιστούς αλλά και τον κλήρο της Εκκλησίας. Ο διωγμός του απλώθηκε σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας και ήταν πολύ σφοδρός. Πλήθη ολόκληρα Χριστιανών θανατώθηκαν με τα πιο σκληρά βασανιστήρια στη Ρώμη, στη Βόρεια Αφρική, στην Αίγυπτο και στη Μικρά Ασία.
Όταν λοιπόν ξέσπασαν οι απηνείς αυτοί διωγμοί κατά των Χριστιανών, οι επτά Παίδες, που ζούσαν στην Έφεσο της Μ. Ασίας, μοίρασαν την περιουσία τους στους πτωχούς, εγκατέλειψαν την πόλη και κρύφτηκαν σε μία σπηλιά μέχρι να τελειώσει ο διωγμός. Έτσι δεν θα αναγκάζονταν να αρνηθούν την πίστη τους. Όταν όμως αντιλήφθηκαν ότι οι διώκτες τους πλησίαζαν στο καταφύγιό τους, προσευχήθηκαν στο Θεό, κατά την διάρκεια της νύχτας, να πεθάνουν για να μην πέσουν στα χέρια των διωκτών τους. Ο Θεός εισάκουσε την δέησή τους και το πρωί κοιμήθηκαν χωρίς να ξυπνήσουν. Ο βασιλιάς ανακάλυψε την κρυψώνα τους και διέταξε να σφραγιστεί με πέτρες η είσοδος της σπηλιάς, για να βρουν έτσι επώδυνο θάνατο αυτά τα παιδιά .
Μετά από περίπου 200 χρόνια, (περί το 446 μ.Χ.), επί Θεοδοσίου του Μικρού, έκανε την εμφάνισή της στην Έφεσο κάποια αίρεση που δίδασκε κατά της Ανάστασης νεκρών. Πολλοί, μάλιστα, επίσκοποι είχαν προσχωρήσει στην αιρετική άποψη ότι οι νεκροί δεν μπορούν ν’ αναστηθούν. Ο Θεοδόσιος είχε αρχίσει να απελπίζεται. Κάποια στιγμή μάλιστα φόρεσε ένα τρίχινο σάκο (το λεγόμενο κιλίκιον, τρίχινο ράσο ασκητή ως ένδειξη ταπεινότητας) και, αφού γονάτισε, ζήτησε από τον Θεό να τον βοηθήσει. Πραγματικά, η παράκλησή του εισακούστηκε. Ο ιδιοκτήτης της περιοχής όπου βρισκόταν το σπήλαιο, που είχαν κοιμηθεί για πάντα οι «επτά Παίδες» στην Έφεσο, θέλησε να φτιάξει ένα μαντρί για τα γιδοπρόβατα και τα βοοειδή του. Καθώς, λοιπόν, έπαιρνε πέτρες για δύο μέρες από τον μαντρότοιχο που κάλυπτε την είσοδο του σπηλαίου, αποκαλύφθηκε η είσοδός του, χωρίς να ψάξει περαιτέρω. Τότε ακριβώς, ο Θεός πρόσταξε ν’ αναστηθούν οι «επτά Παίδες». Πραγματικά, επανήλθαν στη ζωή και άρχισαν να συνομιλούν μεταξύ τους σαν να είχαν κοιμηθεί μόνο για μία ημέρα. Μάλιστα, τα σώματά τους δεν είχαν αλλοιωθεί καθόλου, ούτε τα ρούχα τους είχαν φθαρεί, μετά από σχεδόν 200 χρόνια. Είχαν έντονα χαραγμένο στη μνήμη τους το γεγονός ότι τους κυνηγούσε ο Δέκιος. Ένας από τους επτά Παίδες, ο Ιάμβλιχος, κατέβηκε τότε στην Έφεσο, επειδή πεινούσαν τα παιδιά, για να αγοράσει ψωμί για όλους, έχοντας ένα νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Πηγαίνοντας προς την πόλη, έβλεπε παντού το σημείο του Σταυρού, τα κτίρια διαφορετικά και τους ανθρώπους αλλαγμένους (είχαν περάσει 2 αιώνες). Πίστεψε ότι βλέπει κάποιο όραμα. Πήγε σε ένα αρτοποιείο και αγόρασε ψωμί, δίνοντας το νόμισμα με την εικόνα του Δεκίου. Οι αρτοπώλες, βλέποντας το νόμισμα, πίστεψαν ότι ο Ιάμβλιχος βρήκε κάποιο θησαυρό. Ο ίδιος θορυβήθηκε, πιστεύοντας δε ότι θα τον παραδώσουν στον Δέκιο τους ζήτησε να κρατήσουν το νόμισμα και το ψωμί και να τον αφήσουν να φύγει. Όμως εκείνοι όχι απλά δεν τον άφησαν, αλλά, ζητώντας του να τους δείξει πού βρήκε τον θησαυρό, του πέρασαν αλυσίδα στον λαιμό και μέσα από τον κεντρικό δρόμο της πόλης, τον οδήγησαν στον ανθύπατο της Εφέσου. Εκείνος ζήτησε από τον Ιάμβλιχο να τους υποδείξει το σημείο που βρήκε τον θησαυρό. Μάταια ο νεαρός προσπαθούσε να τους πείσει ότι δεν γνωρίζει τίποτα για κανένα θησαυρό. Τα ονόματα του πατέρα του, του παππού του και των άλλων συγγενών του που επικαλέστηκε ο νέος ήταν παντελώς άγνωστα στον ανθύπατο. Όταν ο Ιάμβλιχος τους ρώτησε πού βρίσκεται ο Δέκιος, που το προηγούμενο βράδυ είχε φτάσει στην πόλη, του απάντησαν ότι ο Δέκιος πέθανε πριν 2 περίπου αιώνες. Η τελευταία ελπίδα του Ιάμβλιχου ήταν το σπήλαιο. Ζήτησε από τον ανθύπατο και τους υπόλοιπους να πάνε ως το σπήλαιο, για να δουν σημεία που θα τους κάνουν να πιστέψουν όσα τους έλεγε. Ο επίσκοπος Εφέσου, Μαρίνος, που είχε φτάσει στο μεταξύ, κατάλαβε ότι συμβαίνει κάτι θαυμαστό και είπε στον ανθύπατο να ακολουθήσουν τον Ιάμβλιχο. Πραγματικά, ο Ιάμβλιχος, ο επίσκοπος και ο ανθύπατος, ακολουθούμενοι από πλήθος κόσμου, κατευθύνθηκαν προς το σπήλαιο. Πρώτος μπήκε μέσα ο Ιάμβλιχος και ακολούθησε ο Μαρίνος, ο οποίος κοιτώντας προς το δεξιό μέρος της εισόδου του σπηλαίου, είδε ένα κιβώτιο σφραγισμένο με δύο ασημένιες σφραγίδες. Το είχαν τοποθετήσει εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος, δύο χριστιανοί που ήταν ανάμεσα σε αυτούς που ο Δέκιος διέταξε να χτίσουν τον μαντρότοιχο στην είσοδο του σπηλαίου. Ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος σημείωσαν τα ονόματα των «επτά Παίδων» σε μολύβδινες πλάκες και τις τοποθέτησαν μέσα στο κιβώτιο. Μάλιστα, έγραψαν και τους βίους αυτών των επτά Παίδων. Όταν συγκεντρώθηκαν και οι άλλοι άρχοντες της Εφέσου, το κιβώτιο ανοίχτηκε και βρέθηκαν οι πλάκες. Όταν τις διάβασαν, έμειναν όλοι έκπληκτοι. Προχώρησαν προς το εσωτερικό του σπηλαίου, όπου βρήκαν και τους υπόλοιπους Άγιους Παίδες. Έπεσαν στα πόδια τους και τους προσκύνησαν και ζητούσαν απ’ αυτούς να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες για το τί είχε γίνει πριν 200 χρόνια.
Ο επίσκοπος Μαρίνος και ο ανθύπατος έστειλαν μια αναφορά στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, με την οποία του εξιστορούσαν τί ακριβώς είχε γίνει. Ο Θεοδόσιος έσπευσε στην Έφεσο και πήγε στον σπήλαιο. Γονάτισε μπροστά στους Αγίους και έβρεχε τα πόδια τους με τα δάκρυά του. Παράλληλα, ευχαριστούσε τον Θεό για την ολοφάνερη απόδειξη ότι υπάρχει Ανάσταση των νεκρών. Ενώ οι επτά Παίδες συνομιλούσαν με τον αυτοκράτορα και τους διάφορους αξιωματούχους, νύσταξαν και «αποδήμησαν εις Κύριον».
Ο Θεοδόσιος, αφού άφησε στη σπηλιά πολύτιμα άμφια, ασήμι και χρυσάφι, διέταξε να κατασκευαστούν επτά θήκες προς τιμήν των Αγίων και να τοποθετηθούν σ’ αυτές τα σώματά τους. Το βράδυ, όμως, εμφανίστηκαν οι επτά Παίδες στον ύπνο του και του ζήτησαν να τους αφήσει στο σπήλαιο όπου έγινε η Ανάστασή τους. Πραγματικά, αυτό έγινε. Στο σπήλαιο στο οποίο έγινε το θαύμα της ανάστασής τους, χτίστηκε τους επόμενους αιώνες ένα εκκλησιαστικό συγκρότημα και ήρθε στην επιφάνεια, μετά από ανασκαφές, το 1927. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, τα οστά των τάφων κοντά στην Έφεσο αναγνωρίστηκαν ως λείψανα των επτά Παίδων και μεταφέρθηκαν στη Μασσαλία σ’ ένα μεγάλο πέτρινο φέρετρο, που παραμένει ως κειμήλιο στο Αβαείο του Saint Victor, της Μασσαλίας.
Ο βίος των Αγίων επτά Παίδων είναι ακόμη μια απόδειξη της αναστάσεως των νεκρών, που θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όταν ο Κύριος θα έλθει για να κρίνει όλη την ανθρωπότητα. Θα αναστηθούν και οι δίκαιοι και οι άδικοι, ώστε να κριθούν από τον Δικαιοκρίτη Χριστό.
Οι Άγιοι επτά Παίδες θεωρούνται ως οι προστάτες όσων έχουν προβλήματα αϋπνίας.
Ταις πρεσβείαις των Αγίων επτά Παίδων, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου