Ένα γυαλιστερός, χοντρός γέροντας με κόκκινη στολή, μαύρη ζώνη και μαύρες μπότες, με μια μεγάλη κάτασπρη γενειάδα, παχιά στριφτά μουστάκια, ροδοκόκκινα μάγουλα, γαλάζια μάτια, γυαλάκια στρογγυλά κι έναν κόκκινο σκούφο. Στην πλάτη του κουβαλάει ένα μεγάλο σάκο μέσα στον οποίο υπάρχουν δώρα και παιχνίδια για τα παιδιά και τους μεγάλους που ο ίδιος έχει κατασκευάσει μαζί με τα ξωτικά που τον υπηρετούν, εκεί στην παγωμένη Λαπωνία!!! 
Αυτός ο «Άγιος Βασίλης», που τα παιδάκια μαθαίνουν από πολύ μικρά ν’ αγαπούν και να περιμένουν κάθε πρωτοχρονιά για να τους φέρει τα δώρα που έχουν ζητήσει (δι’ αλληλογραφίας, παρακαλώ!) με το ιπτάμενο έλκυθρο και τους ταράνδους του, είναι, φυσικά, ένας (πέρα για πέρα) ψεύτικος Άγιος που τον φαντάστηκε και τον σχεδίασε στα 1931 ο Σουηδός σκιτσογράφος Χάντον Σάντμπλομ για μια διαφήμιση της Coca Cola. Έκτοτε, αυτός ο διαφημιστικός Σάντα Κλάους, κάτω από την παντοδυναμία της παγκόσμιας διαφημιστικής εκστρατείας και του μάρκετινγκ και τη συνεχή πλύση εγκεφάλου των καταναλωτών (ιδιαιτέρως των παιδιών) από τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, καθιερώθηκε ως ο παγκόσμιος Άγιος Βασίλης που φαινομενικά κάνει τα παιδιά να ονειρεύονται αλλά στην πραγματικότητα λειτουργεί ως μέσον τόνωσης της αγοράς και του παγκόσμιου εμπορίου συσσωρεύοντας αμύθητα κέρδη στις τσέπες εκείνων που τον εκμεταλλεύονται.
Μέσα σ’ αυτή την ψευδο-πορεία του ο δυτικόμορφος Σάντα Κλάους εφοδιάστηκε και με διάφορους σκανδιναβο-ευρωπαϊκούς μύθους και θρύλους με αποτέλεσμα να πάρει στη φαντασία των ανθρώπων και ιστορική υπόσταση. Το γεγονός αυτό το εκμεταλλεύθηκαν οι Φιλανδοί (χιόνια, τάρανδοι κλπ) οι οποίοι υπέδειξαν και το χωριό του Αγιο-Βασίλη (!!!), το Κορβατουντούρι, κοντά στην πρωτεύουσα της Λαπωνίας Ροβανιέρι. Εκεί στήθηκε μια ολόκληρη τουριστική επιχείρηση τύπου Ντισνέιλαντ η οποία αποφέρει κέρδη και χαμόγελα στους εμπνευστές της πατώντας πάνω στην αφέλεια των καταναλωτών και στην παιδική ευπιστία.
Το γεγονός αυτό, ότι (δηλαδή) ολόκληρη Δύση δεν μπόρεσε να παρουσιάσει στο θέμα αυτό κάτι πιο πνευματικό και λιγότερο κενό εκτός από τον Σάντα Κλάους δείχνει με ποια φτωχά πνευματικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά αποθέματα αναπτύσσεται ο δυτικός πολιτισμός και η δυτική Εκκλησία.
Σε αντίθεση με τους δυτικούς, εμείς οι Ορθόδοξοι προβάλλουμε απέναντι στον ψεύτικο και απατηλό Σάντα Κλάους το δικό μας Άγιο Βασίλειο, το Μέγα αυτόν Ιεράρχη που αγάπησε το Θεό και τον Άνθρωπο και αφιέρωσε όλη του τη ζωή για να τους υπηρετήσει.
Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου από πλούσιους γονείς. Αγάπησε τη γνώση και τα γράμματα κι έλαβε ζηλευτή (ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα) μόρφωση. Προκειμένου να αφοσιωθεί στην υπηρεσία του Κυρίου, εγκατέλειψε μια ζηλευτή καριέρα ρήτορος και μοίρασε τη μεγάλη περιουσία του στους φτωχούς, αφού γι’ αυτόν ο χριστιανός δεν πρέπει μόνο να φαίνεται αλλά και να είναι. Ασκήτεψε με νηστεία, εγκράτεια, προσευχή, μελέτη και συγγραφή στον ερημικό Πόντο. Το 370 μ.Χ. χειροτονήθηκε Επίσκοπος στην Καισάρεια. Πολέμησε τις αιρέσεις, στήριξε το φρόνημα των πιστών χριστιανών, τα ‘βαλε με τον πλούτο και τους άδικους άρχοντες και αφοσιώθηκε στη βοήθεια των πασχόντων και πεινώντων, όλων αυτών που ο Ιησούς ονομάτισε ως αδερφούς Του. Συγκίνησε, παρηγόρησε, ενίσχυσε, αλλά και προσκάλεσε τους ανθρώπους να εμπιστευθούν τον εαυτόν τους στο Θεό και να τον επικαλεστούν μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς τους. Με τη ζωή και το παράδειγμά του έδειξε τι μπορεί, αλήθεια, να κατορθώσει μια ψυχή, όταν φλέγεται από την αγάπη προς τον Κύριο. Έκανε πολλούς και ισχυρούς εχθρούς. Δε συμβιβάστηκε ούτε απεμπόλησε τα «πιστεύω» του. Μπροστά στον αιρετικό ύπαρχο Μόδεστο έγινε τρανό παράδειγμα θάρρους, αυταπάρνησης και σταθερότητας στην αλήθεια και την Ορθοδοξία. Ο Μόδεστος τον απείλησε με δήμευση, εξορία, βασανιστήρια και θάνατο. Και Μέγας Βασίλειος απαντησε:
«Δήμευση της περιουσίας δεν μπορεί να υποστεί εκείνος που δεν έχει τίποτε, εκτός αν πάρεις αυτά τα τρίχινα και φτωχά ενδύματα και τα λίγα βιβλία, από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δε γνωρίζω, εφόσον δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος, κι ούτε αυτήν την ίδια την πόλη που κατοικώ τώρα θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω ως πατρίδα μου κάθε τόπο στον οποίο θα με εξορίσουν. Μάλλον δε, κάθε τόπο τον θεωρώ τόπο του Θεού, στον οποίο εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βασανιστήρια τίποτε δεν μπορούν να κάνουν σ’ έναν άνθρωπο που δεν έχει σώμα. Εκτός κι αν λέγεις βασανιστήριο την πρώτη πληγή, με την οποία θα πέσει νεκρό το σώμα τούτο. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Ο δε θάνατος θα είναι για μένα ευεργεσία. Γιατί θα με στείλει ταχύτερα κοντά στο Θεό, για τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και χάριν του οποίου έχω σχεδόν νεκρωθεί και προς τον οποίο εδώ και πολύ καιρό σπεύδω.»
Εξεπλάγη ο ύπαρχος :
-Κανείς μέχρι σήμερα δε μίλησε σε μένα με τέτοιον τρόπο και με τόση μεγάλη παρρησία, Βασίλειε.
-Ίσως δε συνάντησες ποτέ επίσκοπο, απάντησε ο Βασίλειος.
Δημιούργησε, στη συνέχεια, έξω από την Καισάρεια την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα λαμπρό και υπέροχο συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, εξαίρετο δείγμα πολιτισμού και υπέροχο καρπό του Ευαγγελίου, όπου έβρισκαν ζεστασιά, αγάπη και φροντίδα οι απόκληροι και οι αδικημένοι της ζωής. Παράλληλα με το ποιμαντικό, κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο του, ο Μέγας Βασίλειος διδάσκει, γράφει συγγράμματα, ερμηνεύει, παιδαγωγεί και καθίσταται μεγάλος διδάσκαλος και Ιεράρχης της Ορθοδοξίας.
Μια τέτοια, εντατική, αδιάκοπη, πολύπλευρη, γεμάτη από ευθύνες, εν μέσω αντιδράσεων και δυσκολιών, εργασία, έκαμψε τον αδύναμο οργανισμό του Βασιλείου ώσπου το αραχνώδες σώμα του υπέκυψε και ο Θείος Ιεράρχης παρέδωσε το πνεύμα του την 1η Ιανουαρίου του έτους 379 μ.Χ. σε ηλικία μόλις πενήντα ετών. 
Μέσα σε εννιά μόνο χρόνια αρχιερατείας κατόρθωσε να επιτελέσει τόσα αξιοθαύμαστα έργα πολύπλευρης εκκλησιαστικής δραστηριότητας, τα οποία άλλοι δε θα κατόρθωναν ακόμα κι αν εργάζονταν επί δεκαετίες. Η φωτεινή ψυχή του μετατέθηκε στον κόσμο των φωτεινών πνευμάτων.
Δεν τον έκλαψαν μόνο οι σύγχρονοί του. Τον έκλαψαν οι αιώνες. Γιατί ο Βασίλειος δεν ήταν μια συνηθισμένη διάνοια ή μια συνηθισμένη ψυχή. Ήταν Μέγας. Και η ονομασία αυτή ταίριαζε σ’ αυτόν όσο σε λίγους άλλους.
Ο φίλος και συμμαθητής του ο ιερός Γρηγόριος τον αποχαιρέτισε με έναν συγκλονιστικό επικήδειο μπροστά στα πλήθη των πιστών που θρηνούσαν γοερά και απαρηγόρητα τον πολυαγαπημένο τους Ιεράρχη:
«Ηξιώθη, όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, να γίνη κήρυξ του Χριστού… Εμιμήθη του Πέτρου τον ζήλον, του Παύλου… την σταθερότητα… Εμιμήθη το μεγαλόφωνον των υιών του Ζεβεδαίου, όλων των Μαθητών του Χριστού την απλότητα και λιτότητα… Δεν ηξιώθη μεν να γίνη Στέφανος δια του μαρτυρίου του λιθοβολισμού, ήτο όμως πρόθυμος να το υποστή…»
Μπροστά σ’ αυτό το τρανό παράδειγμα ζωής, προσφοράς και δράσης, εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες έχουμε την υποχρέωση να αποκαθηλώσουμε από τις ψυχές των παιδιών μας την καρικατούρα του Σάντα Κλάους και να βάλουμε στη θέση της τη μορφή του Αγίου Βασιλείου, αυτό το μοναδικό πρότυπο της πίστης, της αρετής και της αγάπης ώστε να τον έχουν ασφαλή οδηγό στο δρόμο της ζωής τους.
Καλή κι ευλογημένη Χρονιά