Συνολικές προβολές σελίδας


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Γιατί φοβάσαι τον άνεμο;

από e-mail


Πολλά, πολλά, πολλά χρόνια πριν ο Βούδας γίνει… Βούδας, σ’ ένα δάσος της Ινδίας ζούσε ένας μικρός θηλυκός ελέφαντας. Είχε δέρμα λευκό και μεταξένιο σαν τα πούπουλα του κύκνου. Κι όσο μεγάλωνε, οι άνθρωποι που τύχαινε να τριγυρνούν στο δάσος θαμπώνονταν από την ομορφιά του. Κι όταν πια μεγάλωσε για τα καλά, το μέγεθος και η δύναμή του ήταν τέτοια, που όποιος το συναντούσε έμενε έκθαμβος. Κι όλοι στη χώρα μιλούσαν γι’ αυτόν το μεγαλόσωμο, δυνατό, λευκό, θηλυκό, όμορφο ελέφαντα.


Μόλις ο βασιλιάς έμαθε για την ύπαρξή του, θέλησε να τον αποκτήσει. Έστειλε τους εκπαιδευτές του να τον βρουν. Κι αφού τον κυνήγησαν σε ολόκληρο το δάσος, κατάφεραν να τον παγιδεύσουν χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο σχοινένιο δίχτυ. Τον μετέφεραν μέχρι το παλάτι κι εκεί τον έδεσαν σε έναν πάσαλο.


Ο βασιλιάς ήθελε να είναι σίγουρος ότι ο ελέφαντας θα υπακούει κάθε εντολή του κι έτσι όταν δεν υπάκουε τους εκπαιδευτές – πράγμα που συνέβαινε συχνά, αφού δεν κατάφερνε πάντα να καταλαβαίνει τι ζητούσαν από αυτόν – εκείνοι τον χτυπούσαν με τα ραβδιά τους. Σύντομα ο ελέφαντας απέκτησε ένα σωρό μελανιές και ήταν μόνιμα τρομαγμένος.


Μια μέρα τρελάθηκε σχεδόν απ’ το φόβο του. Στάθηκε στα πίσω πόδια του και η αλυσίδα που τον κρατούσε δέσμιο έσπασε. Φοβισμένοι οι εκπαιδευτές το έβαλαν στα πόδια κι έτσι ο όμορφος, λευκός ελέφαντας κατάφερε να ξεφύγει. Έτρεξε προς τα βουνά κι έφτασε όσο πιο μακρυά μπορούσε για να γλιτώσει απ’ τους ανθρώπους. Τον αναζήτησαν για πολύ καιρό, αλλά κάποια στιγμή τα παράτησαν. Ήρθε και η ώρα που ξέχασαν πια και την ίδια την ύπαρξή του.


Ο ελέφαντας όμως δεν τους είχε ξεχάσει. Κάθε φορά που φυσούσε λίγο παραπάνω – ή και πολύ παραπάνω – το έβαζε στα πόδια πανικοβλημένος κι έτρεχε από δω κι από κει δίχως να ξέρει που πηγαίνει, σε κύκλους, παραπαίοντας ανάμεσα σε όποια δέντρα συναντούσε στο διάβα του.


Παρόλο που ήταν πλέον ελεύθερος, εξακολουθούσε να ζει σα να ‘ταν φυλακισμένος από τους εκπαιδευτές του βασιλιά και ήταν τόση η αγωνία του που ξεχνούσε να φάει. Με τον καιρό το δυνατό, μεγάλο σώμα του έχασε τη δύναμή του κι έμεινε πετσί και κόκκαλο. Τρέχοντας συνέχεια, πλημμυρισμένος τρόμο, συχνά παραπατούσε κι έπεφτε σε βράχια, πεσμένα κλαδιά ή ακόμα και τρύπες στο έδαφος. Γι’ άλλη μια φορά, ένα σωρό μελανιές “στόλιζαν” το λευκό του δέρμα.


Οι μοναδικές στιγμές που ο ελέφαντας ένιωθε λίγη γαλήνη, ήταν όταν μπορούσε για λίγο ν’ ακουμπήσει στον κόρμο ενός συγκεκριμένου δέντρου, μέχρι να καταφέρει να πάρει μιαν ανάσα. Το δέντρο αυτό είχε λείο, χοντρό κορμό και η σκιά των φύλλων του ήταν πυκνή και σιγομουρμούριζε απαλά κάθε που φυσούσε λίγο.


Ο Βούδας λοιπόν εκείνο τον καιρό υπήρχε ως δέντρο.


Κι όποτε ο ελέφαντας ξεκουραζόταν ακουμπώντας πάνω του, μπορούσε να νιώσει το φόβο που τον βασάνιζε και τον συμπονούσε βαθιά. Μια μέρα που ο ελέφαντας έτρεμε περισσότερο από ποτέ στηριγμένος στον κορμό του, το δέντρο δεν άντεξε και του μίλησε. Κυματίζοντας τα φύλλα του, ψιθύρισε τα παρακάτω λόγια:


Γιατί φοβάσαι τον άνεμο;

Ο άνεμος το μόνο που κάνει είναι να μετακινεί τα σύννεφα και να στεγνώνει την πρωινή πάχνη!

Ψάξε βαθιά μέσα στο νου σου –

Εκεί θ’ ανακαλύψεις το δεσμώτη σου και δεν είναι άλλος από το φόβο σου.


Δεν είχε προλάβει καλά-καλά το δέντρο ν’ αποσώσει τα λόγια του κι ο ελέφαντας χαμογέλασε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν είχε ν’ ανησυχεί για τίποτε άλλο πέρα από την ίδια τη συνήθεια του φόβου. Κι από εκείνη τη μέρα και μετά ζούσε πλέον γαλήνια. Απολάμβανε τη ζωή στο νέο του σπιτικό, το βουνό. Είχε ανακαλύψει πως να είναι ελεύθερος.


Πηγή: http://spiritoftrees.org/fearing-the-wind

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου