Συνολικές προβολές σελίδας


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Περικλής Γιαννόπουλος….ό προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ


http://exomatiakaivlepo.blogspot.com/2012/09/blog-post_5636.html

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Εὐδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ κρητική, βυζαντινῆς καταγωγῆς, οἰκογένεια Χαιρέτη, τῆς ὁποίας μέλη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν Πάτρα. Ἔτσι ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς ἑλληνοκεντρικὲς ἰδέες τοῦ θείου τῆς μητέρας του, Ἐμμανουὴλ Χαιρέτη.
Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν»-τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. (Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι. Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν.)
Ἂν καὶ εὐτύχησε ὅμως ὁ Γιαννόπουλος νὰ γίνει γνωστὸς καὶ νὰ ἔχει ἀφοσιωμένους φίλους στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀθηνῶν (τόσο γιὰ τὸ πρωτότυπο, ἑλληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεῦμα του, ὅσο καὶ γιὰ τὸν «μποέμικο» καὶ φιλελεύθερο γιὰ τὰ συντηρητικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς τρόπο ζωῆς του -κατὰ τὶς μαρτυρίες μάλιστα ὑπῆρξε καὶ ὡραιότατος ἄνδρας), ἐν τούτοις δὲν εὐτύχησε νὰ ἀποκτήσῃ τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ ποὺ ποθοῦσε ὡς συγγραφέας, πόσο μᾶλλον νὰ ἀναμορφώσῃ κατὰ τὸ ὅραμά του τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία.
Δὲν ἤθελε, αὐτὸς ὁ λάτρης τοῦ ὡραίου, νὰ γεράσῃ (ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἴων Δραγούμης); Ἔνιωσε ὅτι ἔφθανε στὴν ἐξάντλησι τῆς καλλιτεχνικῆς του δημιουργίας; Ὅτι δὲν εἶχε ἄλλο τίποτε πιὰ νὰ προσφέρῃ, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναμορφώσῃ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία; Ἀπογοήτευσι ἀπὸ τὴν μὴ εὐόδωσι μὲ γάμο τῆς ἐρωτικῆς σχέσης του με τὴν Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο καὶ χειραφετημένη γυναῖκα τῆς ἐποχῆς; Ρομαντικὸς καὶ «ἐρασιθάνατος» (ἡ λέξις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἑλληνολάτρη αὐτόχειρα); Ὅλα αὐτὰ μαζί, σημειώνει ὁ ψυχίατρος καὶ λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δημιούργησε καὶ ἐκτέλεσε τὸ τελευταῖο ἔργο του -κατὰ πολλοὺς τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἔργου του. Ὅπως εἶχε προσχεδιάσει μὲ κάθε λεπτομέρεια πολὺ καιρὸ πρίν, στεφανωμένος, γυμνός, καβάλησε τὸ ἄσπρο ἄλογό του καὶ μπῆκε μαζί του στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Μὲ μία σφαίρα στὸ κεφάλι, ἐνώθηκε γιὰ πάντα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι ποὺ τόσο εἶχε ἀγαπήσει. Προηγουμένως εἶχε κάψει πολλὰ ἀνέκδοτα ἔργα του (κατὰ μαρτυρίες μιὰ ὁλοκληρωμένη ἐργασία περὶ ἀρχιτεκτονικῆς, καθὼς καὶ διηγήματα φαντασίας), λέγοντας ὅτι ἀφοῦ ἡ Ἑλληνικὴ Φύσις τὰ ἐνέπνευσε στὸν ἴδιο, θὰ τὰ ἐνέπνεε καὶ σὲ ἄλλους στὸ μέλλον. Τὸ νεκρὸ σῶμα του τὸ ἔβγαλαν τὰ κύματα στὴν στεριὰ δέκα μέρες μετά. Πρὶν ταφεῖ, δύο ἄγνωστες κυρίες, σὰν νύμφες τῆς Ἀττικῆς γῆς, στόλισαν τὸν νεκρὸ μὲ λουλούδια (ὅπως ἔγινε πολὺ ἀργότερα γνωστό, ἦταν ἡ Σοφία Λασκαρίδου).
Ὁ θάνατος -ὁ τρόπος μάλιστα τοῦ θανάτου- τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου συγκλόνισε τὴν κοινωνία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐποχῆς, τόσο ποὺ δὲν εἶχε γίνει γιὰ τὰ ἔργα του ὅσο ζοῦσε. Ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του καὶ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἐνῷ ποιητὲς ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Μαλακάσης καὶ ἡ Μυρτιώτισσα τοῦ ἀφιέρωσαν ποιήματα.
Χαρακτηρίσθηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ, «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ», «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων», «ὁ μεγαλείτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν», «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας», «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς», «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας», ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην». Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος, σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό, οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα, ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί, «ξανθός ἱππότης», μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί, ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του.
Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραψε γιὰ τὸν Γιαννόπουλο: «…μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο… Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη … μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε…»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)
«Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. [...] σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» (Ἴων Δραγούμης)
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Φυλή, Ἱστορία καὶ Πολιτισμό
Χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο ὡς τὸν τελειότερο καρπὸ τῆς Φύσεως: «Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. Ζῷον Ἑλληνικόν, τὸν Ἕλληνα: ΕΜΑΣ.»
Τονίζει ὅμως: «Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.»
Ἡ δὲ ἱστορικὴ ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος ἦταν καὶ εἶναι ὁ «ἐξανθρωπισμὸς τῆς οἰκουμένης». («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα
Σὲ ἐποχὴ ὀξείας (καὶ αἱματηρῆς κάποτε) διαμάχης γιὰ τὸ γλωσσικό, κατακεραυνώνει τόσο τὸν ἀρχαϊστικὸ σχολαστικισμὸ ὅσο και τὸν δημοτικισμό, ἐπιλέγοντας συνετὰ τὴν μέση ὁδό. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία· ἀρχαία καὶ δημοτική, κοινὴ κληρονομιά μας:
«Μιστριώτης Ψυχάρης, μὲ τὴν μίαν ὄψιν, ἀπολίθωμα Βλακοδιδασκαλικοῦ Μπαμπούλα, μὲ τὴν ἄλλην, ἀποκρυστάλλωμα μειδιάματος Αὐταρέσκου Βλακοκατεργάρη. [...] ἕνας δῆθεν Νέος Ἑλληνισμός [ὁ δημοτικισμός] [...], σημαιοφορούμενος ἀπὸ τὸ Ἀρχικατεργαρικότατον Ἐπιστημονικὸν φῶς -ΚΥΝΑΙΔΙΚΟΤΑΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ- [...] φανταστικὸς Νεοελληνισμὸς Μισελληνικώτατος, θέλων νὰ σπάσῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱστορίας, τὴν Ἑνότητα τῆς Γλώσσης, τὴν Ἑνότητα τῆς Θρησκείας, [...]» («Νέον Πνεῦμα», 1906)
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Θρησκεία
Ὁ Γιαννόπουλος, αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης, μὲ τὴν πιὸ ἁγνή, πηγαία καὶ πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου (καὶ θρησκευτικὴ μαζί)…
«Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
…αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης λοιπόν (καὶ μᾶλλον ὄχι χριστιανός), ὑμνεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία (ψέγοντας συγχρόνως, χωρὶς νὰ χαρίζεται, τὶς ὅποιες στρεβλώσεις της) καὶ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907) -πόσο ἐπίκαιρος σήμερα, ποὺ ἡ ἀρχαιολατρία διαστρεβλώνεται ἀπὸ ἡμιμαθεῖς ὡς ἀντιχριστιανισμὸς καὶ σχιζοφρενικὸς ἀκρωτηριασμὸς τῆς μισῆς Ἱστορίας καὶ κληρονομιᾶς μας!
«Ἡ μεγαλητέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶνε, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα.»
«Ἐὰν ἡ ὑφ᾿ ἡμῶν κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις ἡ Πνευματικὴ καὶ ἡ ἀπορρόφησις τέλος τῆς Κοσμοκρατείρας Ρώμης καὶ ἡ Δημιουργία μιᾶς Θρησκείας καὶ ἐπιβολή, ἕως τὴν ὥραν αὐτὴν παμβασιλευούσης, δύναται νὰ θεωρηθῇ κατάπτωσις, τότε… Ἀλληλούϊα. [...] Τὸ Ἑλληνικὸν ΤΟΛΜΗΜΑ τῆς δημιουργίας Θρησκείας, ἥτις νὰ περιλάβῃ ὅλους τοὺς Λαοὺς καὶ πάντας ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς, νὰ δημιουργήσῃ Κράτος Θρησκευτικόν, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὸ φόρεμα τῆς Θρησκείας νὰ διαδώσῃ παντοῦ τὸ Ἑλλ. ΦΩΣ, εἶνε ἡ εὐγενεστέρα Πραγματικὴ Ἐνσάρκωσις τοῦ τολμηροτέρου ΙΔΑΝΙΚΟΥ, χιλιάκις ἀνωτέρου τοῦ ἐγωϊστικοτάτου Παρθενῶνος. Ἡ Κινήσασα ἐξ Ἀθηνῶν Ἑλλ. Ἰδέα, πολεμήσασα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ Ρώμῃ καὶ νικήσασα, Παρθενώνεται εἰς τὴν ΣΟΦΙΑΝ τοῦ Βοσπόρου, ἀπίστευτος πραγμάτωσις Πλατωνικοῦ καὶ Παρθενωνείου ΟΝΕΙΡΟΥ.»
Μάλιστα: «Ἐγὼ Παπᾶ μου Σοῦ λέω: Εἶμαι ἐντελῶς Ἕλλην καὶ ὁλότελα Χριστιανός.» Ἡ δὲ ἑλληνικότης τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀνάγκη σήμερα νὰ ἀναδειχθῇ: «Κοντὸς Ψαλμὸς Ἀλληλούϊα: Πᾶς Παπᾶς αἰσθανόμενος ὅτι εἶνε Πρῶτα Χριστιανὸς καὶ Δεύτερα Ἕλλην ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ.»
Ξενομανία – Ἑλλὰς καὶ Δύσις
Ἡ ξενομανία εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο το χειρότερο κακό τῆς ἐποχῆς του, αὐτὸ ποὺ πρὸ πάντων πρέπει νὰ καταπολεμηθῇ:
«Εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ δημιουργία Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐνόσῳ ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ πρῶτον κουρέλι τοῦ λίκνου -καὶ ὅλων τῶν ἰδεῶν- μέχρι τοῦ τελευταίου κουρελίου τοῦ τάφου, εἶναι ξένα. Τὸ κτύπημα τῆς ξενομανίας εἶνε τὸ πρῶτον κίνημα, ὁ πρῶτος ἀγὼν τῶν ποθούντων νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ μίαν ἀρχὴν Ἑλλάδος. Ἡ ξενομανία εἶνε χωριατιά. Εἶνε προστυχιά. Εἶνε κουταμάρα. Εἶνε ἀφιλοτιμία. Εἶνε ἀφιλοπατρία. Καὶ εἶνε ξυππασιά. Καὶ εἶνε ἀμάθεια.» («Ἡ ξενομανία», 1903)
Καὶ μάλιστα ἡ δουλοπρέπεια πρὸς τὴν Δύσι, ὁ «φραγκοραγιαδισμός». Ἡ ἀντίθεσίς του πρὸς τὴν Δύσι εἶναι σφοδρή. Ἀναφέρεται στὴν Δύσι γενικῶς μὲ τὸν ὅρο «Φράγκοι», καὶ χαρακτηρίζει τοὺς δυτικοὺς «ἀγριογουρουνικοὺς λαούς», «θηριόφραγκους», «γουρουνόφραγκους», «φραγκοχοίρους», «σκυλόφραγκους», «φραγκοπιθήκους», «φραγκοκανιβάλους»κ.ἄ., κτήνη ποὺ ἐπιφανειακῶς μόνον ἐξανθρωπίσθησαν ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ Βυζάντιο. (Ἀντιδυτικός, καίτοι πρῶτα ἀρχαιολάτρης καὶ μετὰ ὀρθόδοξος, καίτοι, σὲ ἐποχὴ κορυφώσεως τοῦ Πανσλαβισμοῦ καὶ τοῦ βουλγαρικοῦ κινδύνου, ἡ ἀντίθεσίς του πρὸς τὴν σλαβικὴ ἀνατολὴ εἶναι αὐτονοήτως ἐπίσης σφοδρή.) Ἡ ἀντίθεσις ὅμως αὐτὴ πρὸς τὴν Δύσι δὲν εἶναι συναισθηματικὴ ἢ πολιτική. Προκύπτει κατ᾿ ἀρχὴν ἀπὸ βαθυτάτη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς βορειοευρωπαϊκῆς φύσεως (βλ. π.χ. «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904) καὶ τὸ συμπέρασμα τῆς ἀσυμβατότητός των. Σημειώνει («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):
«Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, δὲν εἶναι λόγος κομπασμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες -κάθε ἄλλο:
«Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ. [...] Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ. [...]ΕΛΛΗΝΑΔΕΣ Μπακαλευόμενοι παντοῦ τῆς Γῆς, ἂν δὲν ξαναβρεθεῖτε γρήγορα σὲ ἀνάλογον ὑψηλὴ μὲ τὴ Βυζαντινὴ Θέσι: ΕΙΣΘΕ ΧΑΜΕΝΟΙ. Δὲν εἶνε στὸ χέρι Σας νὰ ἐκλέξετε τίποτα. Ἢ θὰ εἶσθε εἰς τὴν πρώτην Γραμμὴ τοῦ Πολιτισμοῦ, μεταξὺ τῶν Πρώτων Πρωταγωνιστῶν ἢ στὸν ΠΑΤΟ τῆς Οἰκουμένης.»
Ἀρχαία Ἑλλάς, Βυζάντιο καὶ Ὀρθοδοξία
Ἡ ἑνότης τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Μυθολογίας μέχρι τὴν σύγχρονη ἐποχή, μὲ ἀρχὴ καὶ Μητέρα τὴν Ἑλληνικὴ Γῆ, ὑφίσταται κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ὁμοίως καὶ ὅσον ἀφορᾷ στὴν Ἑλληνικὴ Θρησκεία, παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς μεταβολές. Οἱ βασικὲς θέσεις τοῦ Γιαννόπουλου, ὅπως τὶς ἀναπτύσσει στὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907) εἶναι οἱ ἐξῆς:
i) Ἀρχὴ καὶ βαθύτερη οὐσία πάντων (μόνη οὐσιαστικῶς θρησκεία τοῦ Γιαννόπουλου) εἶναι ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ.
ii) Παιδιὰ τῆς Γῆς εἶναι οἱ ἀρχαῖοι ἑλληνικοὶ θεοί: «Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό.»
iii) Ὁ Χρυσοῦς Αἰὼν τῶν Ἀθηνῶν δημιουργεῖ τὴν «Ὑπερτάτην Θρησκείαν τῆς Οἰκουμένης: Τὸ Ὡραῖον, Ἀληθές, Ἀγαθόν». Πνευματικὴ θρησκεία, ἐλεύθερη, ἑλληνική, ἀντίθετη κάθε ἄλλης ξένης θρησκείας, θεουργικῆς καὶ δογματικῆς.
iv) Ὁ χριστιανισμός, ἀρχικῶς ξένη θρησκεία καὶ ἀσύμβατη μὲ τὸν ἑλληνισμό, υἱοθετεῖται σκοπίμως γιὰ πολιτικοὺς λόγους ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες (τὴν δημιουργία αὐτοκρατορίας, τὴν κυριαρχία ἐπὶ τῶν ξένων, ὑπανάπτυκτων πνευματικῶς λαῶν καὶ τὸν ἐξανθρωπισμό τους), ἀφοῦ ὅμως, μετὰ ἀπὸ σκληροὺς ἀγῶνες, ἐξελληνίζεται καὶ δημιουργεῖται νέα, ἑλληνικὴ θρησκεία, ἡ ὁρθοδοξία.
v) Μὲ τὴν ἅλωσι τῆς Πόλεως χάνεται ὁ πολιτικὸς πυλώνας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπομένει μόνον ὁ θρησκευτικός, καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ἀνισορροπίας, ἐπικρατεῖ τὸ ξένον καὶ δουλικὸν στοιχεῖον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ «καλογερισμός». Αὐτὴ εἶναι βασικὴ αἰτία γιὰ τὴν καθυστέρησι τῆς ἀπελευθερώσεως ἐπὶ τέσσερις αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ ἐν μέρει γιὰ τὴν σημερινὴ κακοδαιμονία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, παραδέχεται ὁ Γιαννόπουλος, ὁ χριστιανισμὸς ὑπῆρξε «ἄγκυρα σωτηρίας»τῆς Φυλῆς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δουλείας.
vi) Ἀνάγκη εἶναι λοιπὸν ὁ συνειδητὸς ἐπανελληνισμὸς καὶ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Ὁ Ἕλλην μάλιστα, εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὸν Φράγκο, δὲν χρειάζεται νὰ στραφῇ ἐνάντια στὴν ἐκκλησία του· ἀρκεῖ νὰ ἀποδιώξῃ τὶς στρεβλώσεις καὶ νὰ ἀναδείξῃ τὴν γνήσια ἑλληνικὴ παράδοσί της. Ὁ Ἕλλην παπᾶς εἶναι γνήσιος Ἕλλην. Ἡ ἀνάδειξις δὲ τῆς ἑλληνικότητος καὶ στὴν θρησκεία, ὡς στοιχεῖον διακρίσεως τῶν Ἑλλήνων ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων λαῶν, εἶναι ἀναγκαία καὶ λόγῳ τῆς ἀπειλῆς (1907) απὸ τοὺς -χριστιανορθοδόξους- Σλάβους.
Ὁπωσδήποτε, ἡ ἑλληνικότης τῆς θρησκείας εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ἀδιάσπαστη. Ἐπιγραμματικῶς ἐκφράζει τοῦτο, μαζὶ μὲ τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι, μὲ τὴν φράσι:
«Μετὰ τὴν Θεὰν Σοφίαν Ἀθηνᾶ, μετὰ τὴν Ἀθηνᾶ Παναγία Σοφία, θὰ πεταχθῇ εἰς τὸ φῶς ἡ ὅλων ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ: Παναγία Σοφία ΑΦΡΟΔΙΤΗ.»
Ἑλληνικὴ Πολιτεία καὶ Κοινωνία
Ἐὰν στὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907) ὁ Γιαννόπουλος ἐξετάζει κριτικῶς ὁλόκληρη τὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία, τὴν κακοδαιμονία τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς πραγματικότητος ἀνατἐμνει καὶ καυτηριάζει, ἐπαγγέλλεται δὲ τὸ ὁλοκληρωτικό της ξερίζωμα, στὸ «Νέον Πνεῦμα»(1906). Βασικὲς αἰτίες καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς οἰκτρῆς καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος τῆς ἐποχῆς, εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο:
i) Ἡ «ἄγνοια τῆς φυσιολογίας τοῦ Ἕλληνος καὶ τῆς Φυλῆς». Συνεπείᾳ τούτης ἡ «Ἀκαταληψία τοῦ Παρόντος».
ii) Ἡ «ἐξωφρενική, ἡ μονομανὴς φιλοδοξία καὶ φιλαρχία τῶν Κλεφτῶν. Κλεφτῶν-Ἡρώων διὰ τὸν πόλεμον, Κλεφτῶν-Κουτσούρων διὰ τὴν δημιουργίαν Ἑλλάδος.» Συνέπειες τούτου: Παραμερισμὸς τῶν Φαναριωτῶν, τῆς φυσικῆς ἀριστοκρατίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ἔτσι μὴ πλαισίωσι μὲ αὐτὴν τοῦ βασιλέως καὶ μὴ καλλιέργεια ἑλληνικῆς βασιλείας· παραμερισμὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖου, τῆς φυσικῆς πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ· κυριαρχία ἰδιοτελῶν«μπακαλικῶν»συμφερόντων· ἐγκατάλειψις τοῦ ὑποδούλου Ἑλληνισμοῦ καὶ ραγιαδισμός στὴν ἐξωτερικὴ πολιτική. Γράφει χαρακτηριστικῶς:
«Ἡ ἱστορία τοῦ Αἰῶνος αὐτοῦ ἐγράφη ὑπὸ τὴν Χαντζάραν τῶν Κλεφτῶν καὶ ὑπὸ τὸ τακοῦνι τῶν Βουλευτῶν. Καὶ μὲ ΨΕΥΔΗ δὲν δημιουργοῦνται ΕΘΝΗ.» [...] «Βουλή: Τσουλικὸ Λιμέρι πρὸς διαρπαγὴν Γῆς, Ζωῆς, Τιμῆς καὶ Περιουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.» [...] «Κάτω ἡ Ἑλλὰς τῶν: ΨΗΦΩΝ, τῶν ΜΙΣΘΩΝ, τῶν ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΩΝ καὶ τῶν ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ.»
iii) Θάνατος τοῦ Πνεύματος. Οὔτε ἕνα Ἵδρυμα ποὺ νὰ προάγῃ τὸ Ἑλληνικὸν Πνεῦμα καὶ Πολιτισμόν. «Πεθαίνετε, διότι ἐσκοτώσατε τό: ΠΝΕΥΜΑ. Ἐνόσω δὲν Ἀναστηθῇ καὶ Ἀναστηλωθῇ τὸ ΠΝΕΥΜΑ, ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ ἡ ὑπάρχουσα: ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΛΛΑΣ.» «ὁ ΕΛΛΑΔΙΚΟΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ καταντήσας: ΣΑΠΙΟΝ ΚΑΡΠΟΥΖΙ γεμάτον ξυνόνερα.»
iv) Καταδίκη τῆς Ἑλληνικῆς Νεότητος. «Ἐσκοτώσατε τὴν Ἑλληνικὴν ΝΕΟΤΗΤΑ. Καὶ Ἔθνος χωρὶς ΝΕΟΛΑΙΑΝ εἶναι Ἄνοιξις χωρὶς ΑΝΘΗ.»
Ἔχοντας λοιπὸν ἀνατάμει καὶ κατακεραυνώσει τὴν σύγχρονη Ἑλληνικὴ πραγματικότητα, ὁ Γιαννόπουλος φωνάζει τὸ πύρινο ἄγγελμα τοῦ ξεριζώματος τοῦ Παλιοῦ καὶ τῆς δημιουργίας τοῦ Νέου.
«Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.»
Καλεῖ σὲ «Βαθυτάτη Πνευματικὴν καὶ Ἠθικὴν Ἐπανάστασιν, ἤτοι: Ἐπανάστασις Ἀτομική, Κοινωνική, Πολιτική, Ἰδεολογική, Φιλολογική, Καλλιτεχνική. Ἐπανάστασις Καταργοῦσα -Ὁριστικῶς, ΑΠΑΞΑΠΑΣΑΣ ΤΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΞΙΑΣ, δημιουργοῦσα: ΝΕΑΣ ΑΞΙΑΣ.»
Καὶ καταλήγει μὲ τὸν κεραυνό: «Ἢ ΕΛΛΑΣ Ἢ ΤΕΦΡΑ»
Στὴν δὲ «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν»(1907) δείχνει ἐπίσης τὸν δρόμο τῆς ἐθνικῆς ἀρετῆς μὲ λόγο κεραυνώδη:
«ΕΛΛ. Φυλὴ τί φωνάζεις; Μπῆκαν κλέφτες στὸ μανδρί; Ἐὰν Σοῦ βαστᾷ ἔμπα διώχτους.»
«ΕΛΛ. Φυλὴ εἶσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οἱ Φραγκικοὶ Στρατοὶ καὶ Στόλοι νὰ Σοῦ φυλᾶν τ᾿ ἀμπέλια ΣΟΥ.»
«Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτοὺς θὰ προσπαθήσῃ νὰ Σᾶς πάρῃ κάθε Γῆ. Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούσιδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμυτα, Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ. Καὶ εἶνε ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτέ τι. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος Δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρῃ. Τὸ Ἠθικὸν εἶνε ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ. Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της, μόνο μὲ Σπαθί. Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ. Τὰ πάντα στὴ Ζωὴ -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶνε καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶνε.»
Ἐπιρροή
Κατὰ τὸν Κ.Θ. Δημαρᾶ ὁ Γιαννόπουλος ἔπαιξε βασικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωσι τῆς ἑλληνικής ἰδεολογίας τῆς περιόδου 1881-1913, ἡ ὁποία ἰδεολογία μάλιστα φθάνει στὴν κορύφωσί της μὲ τὸν ἴδιον, τὸν Μανουήλ Χαιρέτη καὶ τὸν Ἴωνα Δραγούμη. Τὸ ἑλληνοκεντρικὸ πνευματικὸ αὐτὸ ρεῦμα (Σάθας, Ψυχάρης, Ἐφταλιώτης, Ξενόπουλος, Χαιρέτης, Γιαννόπουλος κ.ἄ.), σημειώνει ὁ Κ.Θ. Δημαρᾶς, ἀξιοποιεῖ τὴν κληρονομιὰ τῆς πρώτης πεντηκονταετίας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (ὅπου μὲ τοὺς Σπ. Ζαμπέλιο, Κ. Παπαρρηγόπουλο κ.ἄ. ἐπικρατεῖ ἡ ἰδέα τῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους) καὶ προσθέτει ἐπιπλέον δύο σημαντικὲς ἀνελίξεις: Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀξιοποίηση ὅλων τῶν στοιχείων τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς (ἀρχαιότητα καὶ Βυζάντιο, λαϊκὴ παράδοσις, δημοτικὴ γλῶσσα) σὲ ἕνα ἐνιαῖο καὶ ὀργανωμένο σύνολο, καὶ ἡ δεύτερη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἰδέα καὶ τὴν θεωρία στὴν πράξι, μετάβαση ἡ ὁποία κορυφώνεται μὲ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα καὶ τοὺς νικηφόρους Βαλκανικοὺς Πολέμους.
Τὸ κίνημα τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ, ὅμως, τὸ αἴτημα τῆς ἐπανελληνίσεως, καὶ μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (ὁπότε μάλιστα, μὲ τὴν ἐνσωμάτωσι τῶν προσφύγων στὸν ἐθνικὸ κορμό, ἡ ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἐγνώρισε καὶ τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τῆς ἑλληνικῆς ἀνατολῆς) δὲν ἔπαυσε νὰ ἀποδίδῃ καρπούς, μὲ ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπιρροὴ τοῦ Γιαννόπουλου: πολιτικὴ καὶ κοινωνία (Ἴων Δραγούμης, Ἐθνικὴ Ἐταιρεία καὶ Μακεδονικὸς Ἀγῶν, Στρατιωτικὸς Σύνδεσμος (1909), Βαλκανικοὶ Πόλεμοι 1912-13, Ἰωάννης Συκουτρῆς καὶ πολιτιστικὴ ἰδεολογία τῆς 4ης Αὐγούστου τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ περὶ «Τρίτου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ», σήμερα Χρίστος Γούδης καὶ Ἰνστιτοῦτο «Ἴων Δραγούμης»), λογοτεχνία (Γενιὰ τοῦ ᾿30) ἀρχιτεκτονική (Δ. Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης), ζωγραφική καὶ γλυπτικὴ (Θεόφιλος, Φώτης Κόντογλου, Γεράσιμος Στέρης, Σπύρος Παπαλουκᾶς, Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης, Ἀντώνης Σῶχος) μουσικὴ καὶ λαϊκὴ παράδοσις (Σίμων Καρρᾶς, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη, Δώρα Στράτου, Χριστόδουλος Χάλαρης), κινηματογράφος (Κώστας Φέρρης, Λάκης Παπαστάθης), θρησκεία καὶ φιλοσοφία (περὶ τὸ τέλος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ «νεορθόδοξο», ἀφ᾿ ἑνός, καὶ τὸ ἀρχαιόφιλο, ἀφ᾿ ἑτέρου, πνευματικὸ ρεῦμα).
Ἐὰν ὅμως τὸ ἑλληνοκεντρικὸ ρεῦμα ἔδωσε καρποὺς σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς τῆς πολιτιστικῆς καὶ πνευματικῆς παραγωγῆς, ἡ μεγάλη σύνθεσις, τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Γιαννόπουλο, ὁ συνολικὸς ἐπανελληνισμὸς καὶ ἀναγέννησις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ ἡ δημιουργία ἑνὸς νέου, ὑγιοῦς καὶ λαμπροῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὄχι μὲ στείρα προγονολατρεία ἀλλὰ μὲ δημιουργικὴ ἀξιοποίησι τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως, παραμένει ζητούμενον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου