Συνολικές προβολές σελίδας


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

ΕΝΑΣ ΓΕΡΑΚΟΣ 230 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ....

(Επαναδημοσίευση ανάρτησης 29/08/2009)

Είναι απογευματάκι.
Ο καιρός ζεστός και υγρός στο Μενίδι.
Ένας ανεμιστήρας τι να σου κάνει, όταν έξω έστω κι έτσι, η φύση είναι υπέροχη...
Χωρίς να το πολυσκεφτώ βρέθηκα στην παραλία.
Περπατούσα αργά, χαζεύοντας την Κόπραινα μέσα από το ζουμ του φακού της βιντεοκάμερας που, σχεδόν μηχανικά, κουβαλάω πάντα μαζί μου.
Μετά έστεψα το βλέμμα μου μπροστά μου.
Καθώς περνούσα μπροστά από το τελευταίο παγκάκι κοντοστάθηκα.
Κάποιος καθόταν στην άκρη του.
Τον κοίταξα πιο προσεκτικά, πιο πολύ από περιέργεια, παρά από ενδιαφέρον.
Με κέντρισε η εμφάνισή του.
Πρέπει να ήταν ένας φτωχός γερο-παπάς.
Φορούσε ένα παλιό ράσο, τριμμένο σε πολλά σημεία. Ατημέλητος. Το πρόσωπό του ηλιοκαμένο αλλά χλωμό, η κάτασπρη γενειάδα του έφτανε κάτω από το λαιμό του, στα χέρια του κρατούσε ένα κομποσκοίνι και το έτριβε, λέγοντας πιθανόν κάποια προσευχή από μέσα του.
Φορούσε κάτι σαν πεδιλα, αλλά φαινόταν ότι ήταν τοσο παλιά που σε λιγο δεν θα 'χε διαφορά αν περπατούσε ξυπόλυτος.
Ήταν πολύ αδύνατος.
Πρέπει να' ταν γύρω στα ογδόντα.
Η περιέργειά μου μεγάλωσε και έκατσα ΄διπλα του στο παγκάκι. Δίπλα του είχε ακουμπισμένη μια ξεθωριασμένη και επίσης τριμμένη τιάρα.
Δεν μου έδωσε σημασία στην αρχή.
Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο απέναντι στα Ακαρνανικά, έτριβε με τα χέρια του το κομποσκοίνι του.
Ακόμα προσεύχεται, σκέφτηκα.
Αποφάσισα να του μιλήσω.
- Καλησπέρα γέροντα, πώς κάθεσαι εδώ, μέσα στον ήλιο;
Γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μέρος μου και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου.
Ένα βλέμμα κουρασμένο, λυπημένο, αλλά καθαρό.
Μου έδειξε απέναντι τα Ακαρνανικά με το χέρι του και άρχισε να μου μιλάει.
- Τα βλέπεις αυτά τα βουνά, μου λέει με μια αδύναμη, αλλά καθαρή φωνή.
Δεν απάντησα, περιμένοντας να συνεχίσει.
- Εγώ κάποτε περπάτησα σε πιο ψηλά και κακοτράχαλα βουνά από αυτά. Πολλές φορές ξυπόλητος, νηστικός, χωρίς να ξέρω πού θα κοιμηθώ το βράδυ. Μ' ένα ραβδάκι, ίσα να με κρατάει όρθιο στα μονοπάτια και να κόβω δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση.
Γύρισε το κεφάλι του προς την άλλη μεριά και μου έδειξέ προς την πλευρά του Κομποτίου.
- Σ' εκείνα τα βουνά πίσω πέρα απ' το Κομπότι πέρασα μεγάλο μέρος απ' τη ζωή μου, συνέχισε, ενώ εγώ τον κοίταζα αμίλητος. Η περιέργεια άρχισε να δίνει τη θέση της στη συμπάθεια γι' αυτόν τον άνθρωπο.
- Σεργιάνησα πολύ σ' αυτά τα βουνά. Ανάμεσα σε λαγκάδια, ρεματιές, γκρεμούς, χαράδρες. Με βρόχή, με κάμα, με αγέρηδες, με χιόνια. Τίποτα δε με πτούσε. Και ξέρεις συνάντησα πολλούς ανθρώπους. Κάθε λογής ανθρώπους. Μίλησα και με γνωστικούς και με αγράμματους. Με χριστιανούς κι αλλόπιστους. Με αγάδες, με προκρίτους αλλά και με τον απλό κοσμάκη. Αλλά, ρε παιδί μου, μου 'μενε πάντα ένα παράπονο.
- Τι παράπονο γέροντα, τον ρώτησα, θέλοντας να ακούσω τη συνέχεια. Αυτός ο γεράκος μιλούσε με έναν ξεχωριστό τρόπο, χρησιμοποιώντας ίσως "παλιομοδίτικες" λέξεις για μας τους "νεώτερους", αλλά απλά και καθαρά.
Κούνησε το κεφάλι του.
- Να, ξέρεις, οι άλλοι, οι αλλόπιστοι, πολλές φορές με άκουγαν πιο πολύ από τους από δω τους δικούς μας. Έκανα πολλές φορές την ίδια διαδρομή για να τους λέω τα ίδια πράγματα. Απλά πράματα. Αλλά δεν άργησα να καταλάβω το λόγο. Και ξέρεις, πικράθηκα πολύ. Ήταν χριστιανοί αλλά δεν πίστευαν, ήταν Έλληνες αλλά δεν ξέραν από πού κράταγε η σκούφια τους, κουτσομίλαγαν τη γλώσσα τους, αλλά δεν ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν. Τους έλεγα συνέχεια: Σχολειά μωρέ! Φτιάξτε σχολειά να μάθετε πέντε γράμματα, αλλιώς θα τουρκέψετε τελείως! Αποχαυνωθήκατε εντελώς;Ως πότε θα στε ραγιάδες στον τόπο σας; Σχολειά!Χίλιες φορές ένα σχολειό παρά μια εκκλησιά!Τι να τα κάνετε τα βαγγέλια και τα τροπάρια αν δε μπορείτε, αν δεν ξέρετε να τα διαβάσετε; Να τα γράφετε, να πάνε και πιο πέρα να τα μάθουν κι άλλοι; Πως θα υπερασπίσετε την πατρίδα σας που κινδινεύει να χαθεί, αν δεν έχετε μέσα στην καρδιά και το μυαλό σας την ιστορία της, τον πολιτισμό της; Πως θα διαδώσετε το λόγο του Θεού παραπέρα αν δεν μπορείτε να τον διαβάσετε;
Τα μάτια του έλαμπαν, το ύφος του ζωήρεψε.
Πόσο δίκιο έχει, σκέφτηκα, νομίζοντας ότι όλα αυτά τα έλεγε για την εποχή μας μόνο. Για την κατάντια της χώρας μας σε όλα τα επίπεδα, για τους νέους μας που καταρτίζονται χωρίς να εκ-παιδεύονται, για τον πολιτισμό μας που παραπαίει και κλονίζεται, για την οικογένεια σήμερα που χάνεται, για τη γλώσσα μας που φτωχαίνει, που μπασταρδεύεται με τά greeklish και τους ακατανόητους νεολογισμούς, για μένα ακόμα, που πηγαίνοντας μια - δυο φορές το μήνα στην εκκλησία νομίζω ότι "καθάρισα" με το Θεό, που τόσα χρόνια στήνω οχυρά πίσω από την επιστήμη που σπούδασα, αντί να αντιλαμβάνομαι-ίσως και περισσότερο από τους άλλους- ότι είναι μια επιστήμη ΓΙΑ τον άνθρωπο, για τα τόσα χρόνια που έχασα ακυβέρνητος, χωρίς πυξίδα, καταλήγοντας στο τέλος καταχρεωμένος και επαίτης, για...
- Και ξέρεις, λιγο να αργούσα ακόμη θα χάνονταν τα πάντα. Θα 'χαμε τουρκέψει, με διέκοψε ο λόγος του.
"Τουρκέψει", σκέφτηκα και θυμήθηκα το δάσκαλό μου στο δημοτικό, που μας έλεγε πως τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούμε και σήμερα και έχει την έννοια της πνευματικής αλλοτροίωσης, του εκβαρβαρισμού. Α, ρε δάσκαλε, καλή σου ώρα όπου κι αν βρίσκεσαι...
-Ύστερα είναι και τ' αλλο, συνέχισε και ξαναέστρεψα την προσοχή μου στα λόγια του, αφήνοντας πίσω μου την αυστηρή αλλά τόσο οικεία μορφή του δασκάλου μου.
- Αντί να στέκονται στην ουσία αυτών που τους έλεγα, αυτοί ζήταγαν χρησμούς και προφητείες για το μέλλον, λες κι αυτές θα τους έδιωχναν το ζυγό από πάνω τους κι όχι οι πράξεις τους, στηριγμένες στηριγμένες στα προικιά που θα' παιρνε το μυαλό τους από τη γραφή και το διάβασμα. Τους είπα κι εγώ κάποια πράγματα, με τη χάρη του Πανάγαθου, αλλά πιο πολύ για να τους κατευθύνω να τους αφυπνίσω και όχι ως μαντείο των Δελφών. Η χάρη του Θεού είναι πάνω από κάθε Πυθία! Και για την εποχή σας είπα κάποια πράγματα. Αλλά εσείς γινήκατε τέτοιοι διαόλοι που ξεπεράσατε ακόμα και τα λόγια μου! Δεν είπα για τα σαράντα άλογα που θα δένουν σε ένα παλούκι; Κι εσείς βαλθήκατε τα σαράντα να τα κάνετε χίλια και να σκοτώνεστε έτσι, χωρίς αιτία στους δρόμους! Δεν είπα για το διάολο που θα φέρνει βόλτες από πάνω σας με το κολοκύθι του; Εσείς έχετε γιομίσει τον ουρανό με τόσα κολοκύθια, που σε λίγο δεν θα βλέπετε ούτε τον ήλιο!Και μου μου σεργιανάτε στους δρόμους με κείνα τα μικρά κολοκυθάκια με τις κεραίες, τα κινητά! Κάτω από το μαξιλάρι σας δεν τα βάνετε; Και μια εικόνα της Παναγιάς δε βάζετε στο προσκεφάλι σας, παρά την έχετε κρυμμένη στα συρτάρια μη σας μαγαρίσει!Δεν σας είπα ότι θα τα βλέπετε όλα στο τραπέζι σας και δεν θα τα τρώτε; Δεν βλέπεις τι γίνεται με τα μεταλλαγμένα τρόφιμα; Δεν σας αρκεί μωρε η ντοματούλα από τον κήπο σας, μικρή αλλά νόστιμη; Εσείς τη θάλετε σαν γεμάτο καρπούζι, χωρίς γεύση! Αλλά σε τι κήπους να φυτέψετε αυτά που σας δίνει απλόχερα ο Θεός; Έτσι που καταντήστατε το περιβάλλον με τα λιπάσματα, με τα καυσαέρια και με ό,τι άλλο σας σοφίσει ο διάολος, τι άλλο να περιμένετε; Σε λίγο καιρό όχι μόνο δεν θα τα τρώτε, ούτε κάν θα τα βλέπετε! Εγώ δεν προφήτεψα τίποτα! Να σας καθοδηγήσω ήθελα και θέλω, να σας ταρακουνήσω λίγο από τον υλικό και πνευματικό ύπνο σας, να μην τουρκέψετε κι εσείς όπως οι παλιότεροι από σας. Γιατί σας αγαπάω. Και σας αγαπάει κι ο Θεός, μωρέ! Δε βλέπετε που η Ελλάδα κατρακυλάει συνέχεια κι αντί να ρίξει μια φωτιά και να σας κάψει, όλο κάτι κάνει και δεν σας αφήνει να πάτε ολότελα χαμένοι! Αλλά δεν θα το κάνει για πολύ ακόμα! Στο τέλος θα σας αφήσει κι εσάς να αφανιστείτε όπως κι οι άλλοι! Και τότε το κρίμα στο λαιμό σας!

Όσο μίλαγε το άκουγα με προσοχή. Αυτά που έλεγε ήταν γροθιά στο στομάχι! Με έκαναν να σκύβω το κεφάλι από ντροπή! Με έκαναν να νιώθω συνένοχος!
Αλλά στάσου! Εγώ νόμιζα ότι μίλαγε μόνο για την εποχή μου! Αλλά αυτός αναφερόταν και στους "παλιότερους". Είπε "και για την εποχή μου" κάποια πράγματα. Ύστερα είπε κι εκείνο το "τουρκέψει", που λέμε και τώρα, αλλά το λέγαμε και παλιότερα, κυρίως όταν σε τούτο δω τον τόπο "όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά".
Ένιωσα μέσα μου λίγο μπερδεμένος.
- Τι εννοείς γέροντα μ' αυτά που λες; ρώτησα χαζά. Εσύ πότε τα 'πες αυτά για το παρόν και το μέλλον. Και ακόμα πιο διστακτικά ρώτησα:
-Ποιος είσαι;
Με κοίταξε λυπημένα, με ένα ύφος θαρρείς πως ξόδεψε τζάμπα το χρόνο του για να μου τα πει όλα αυτά...
- Εγώ νέε μου είμαι αυτός που είμαι. Άσε με εμένα. Εσείς οι νέοι να προσέχετε γιατί σε σας πέφτει το βάρος να σηκώσετε αυτόν τον τόπο από το τέλμα του. Ο Θεός μαζί σας! Και τώρα άσε με σε παρακαλώ. Θέλω να προσευχηθώ λίγο, είπε και έστρεψε το βλέμμα του προς τη μεριά της Κόπραινας.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η φύση γύρω μου είχε αρχίσει να αποκτά μια άγρια ομορφιά.
Σεβόμενος την επιθυμία του σηκώθηκα και έφυγα αφήνοντάς τον μόνο, χωρίς να επιμείνω να μάθω ποιος είναι, που θα πάει μετά, αν έχει κάποιον άλλον παρέα...
Περπατούσα προς την καντίνα, σκεφτόμενος όλα αυτά που είχαμε συζητήσει πριν.
Ξαφνικά, λες και κάτι με είχε τσιμπήσει, σταμάτησα.
Άρχισα να φέρνω στο μυαλό μου τη μορφή του παππούλη.
Το τριμμένο ράσο του, το κομποσκοίνι στα χέρια του, το αδύνατο παρουσιαστικό του, το καθαρό βλέμμα του.
Μετά θημήθηκα εικόνες, πολλές εικόνες με τη μορφή του που είχα δει σε πολλές εκκλησίες και ξωκλήσια.
Αμέσως μετά θημήθηκα τα λόγια του.
Θυμήθηκα το χέρι του που έδειχνε προς το Κομπότι.
Τα βουνά πέρα απ' το Κομπότι που σεργιάνισε.
Τις προσπάθειές του να αφυπνίσει τους συμπατριώτες του, τώρα αλλά και ΤΟΤΕ.
Τα σχολειά που έπρεπε να φτιάξουν.
Τα σημάδια που τους έδειχνε για να τους καθοδηγήσει.
Μα αυτός είναι ο...
Όχι, αδύνατον!
Πως γίνεται, τώρα έχουμε 2009, αυτός πέθανε πριν διακόσια τόσα χρόνια!
Όχι, όχι, επέμενε κάτι μέσα μου, αυτός είναι: ο ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ!!!
Χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισα να τρέχω προς τα πίσω!
Παρά το μεγάλο βάρος μου, ένιωθα πως είχα φτερά στα πόδια μου!
Άρχισα να διακρίνω το παγκάκι.
Μέσα στο μισοσκόταδο αγωνιούσα να διακρίνω τη μορφή του να κάθεται εκεί στην άκρη του.
Τι απογοήτευση!
Δεν ήταν εκεί!
Τα πόδια μου πάνω που νόμιζα πως είχαν βγάλει φτερά, άρχισα να νιώθω πως δεν με κρατάνε άλλο!
Σωριάστηκα στο παγκάκι, εκεί που καθόταν (ή έστω νόμιζα πως καθόταν) ΑΥΤΟΣ!
Θεέ μου, σκέφτηκα με απόγνωση.
Είδα μπροστά μου τον ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ!
Πώς είναι δυνατόν; Και χρειάστηκε να απομακρυνθώ πάνω από 500 μέτα πριν συνειδητοποιήσω ότι ήταν ΑΥΤΟΣ!
Έβγαλα από την τσέπη μου το κινητό, αυτό το κολοκυθάκι που μου είπε κι αυτός.
Είδα την ημερομηνία: 24 Σεπτεμβρίου 2009!
Ναι! Ήταν η μέρα που γιορτάζαμε τη μνήμη του!
"Γιορτάζαμε" σκέφτηκα και γέλασα πικρά. Μα εγώ δεν πήγα ούτε ένα κεράκι να ανάψω, έστω στην εκλλησία του Αποστόλου Παύλου του Μενιδίου!
Ύστερα σκέφτηκα και το άλλο που με έκανε να νιώσω ακόμα πιο ένοχος: ο κυριος Κάκης, που επισκεπτόμουν με το πρόγραμμα "Βοήθεια στο Σπίτι", είχε χτίσει ολόκληρη εκκλησιά προς τιμήν του!
Οι Φλωριαδίτες χτίσανε ολόκληρο προσκυνητάρι "στο σταυρό το σιδερένιο", εκεί όπου είχε περάσει ο Πατροκοσμάς!
Κι εγώ δεν έκανα τίποτα απολύτως!
Κι εκείνος εμφανίστηκε μπροστά μου κι εγώ τον πέρασα για έναν αγαθό, μισότρελλο γεράκο!
Πόση ντροπή ένιωσα!

2 σχόλια:

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου